Ηθελα καιρό τώρα να γράψω κάτι για τον Αγγελο Ποστέκογλου, τον προπονητή που κάνει καταπληκτική δουλειά φέτος με την Τότεναμ. Ομολογώ πως ήθελα να το κάνω μετά από μια ήττα των Λονδρέζων: το να εκθειάζεις προπονητές μετά από νίκες μου μοιάζει εύκολο. Την Δευτέρα το βράδυ η Τότεναμ έχασε από την Τσέλσι παίζοντας με εννέα παίκτες, κυνηγώντας την ισοπαλία μέχρι τις καθυστερήσεις και δείχνοντας στην ήττα της πως έχει ένα σπουδαίο προπονητή. Που στην Ελλάδα, παρά την ελληνική του καταγωγή, κανείς δεν θα του έδινε κάποια ευκαιρία. Και ευτυχώς για τον ίδιο.
Βρήκε το μεγάλο κοινό
Ο Ποστέκογλου κάνει πρωταθλητισμό με την Τότεναμ στην πρώτη χρονιά του που βρέθηκε να δουλεύει για αυτή. Το κάνει ενώ η Τότεναμ πούλησε τον Χάρι Κέιν, αυτόν που οι Αγγλοι ισχυρίζονται πως υπήρξε ο καλύτερος ποδοσφαιριστής που είχε ποτέ. Ο Ποστέκογλου στους τρεις πρώτους μήνες του στο νησί οδήγησε την Τότεναμ στο καλύτερο ξεκίνημά της στην Πρέμιερ λιγκ. Ξύπνησε μια ομάδα που παρέλαβε χωρίς ηθικό μετά από μια χρονιά το λιγότερο καταστροφική: η Τότεναμ πέρσι είχε τερματίσει όγδοη. Δουλεύει με τον ενθουσιασμό ενός προπονητή που στα 58 του χρόνια νοιώθει ότι παίρνει την μεγαλύτερη ευκαιρία της καριέρας του. Παρόλο που δουλεύει χρόνια. Όταν η Τότεναμ ανακοίνωσε την πρόσληψή του η Gurdian έγραψε ότι εμπιστεύεται έναν «πολίτη του κόσμου». Αυτό είναι ο Ποστέκογλου. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1965, αλλά με την οικογένειά του βρέθηκε στην Αυστραλία σε ηλικία 5 ετών γιατί οι γιονείς του δεν άντεχαν τη Χούντα. Εχει δουλέψει εκτός από την Ελλάδα και την Αυστραλία, στην Ιαπωνία και φυσικά στην Σέλτικ. Και το πόσο χαίρεται την αγγλική εμπειρία του το καταλαβαίνεις από το ό,τι το τελευταίο τρίμηνο έχει πει για τον εαυτό του σχεδόν τα πάντα. Εκτός από μια ομάδα βρήκε και κοινό να αφηγηθεί τις περιπέτειές του.
«Είμαι Λίβερπουλ»
Στην παρουσίασή του από την Τότεναμ τους ευχαρίστησε όλους για την ευκαιρία που του έδωσαν, αλλά τους είπε πως η ομάδα του είναι η Λίβερπουλ! «Το ποδόσφαιρο ήταν όλος ο κόσμος μου όταν ήμουν παιδί. Οι δύο ομάδες που έβλεπα στην τηλεόραση τη δεκαετία του '70 ήταν η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και η Λίβερπουλ. Κάποιοι φίλοι είχαν επιλέξει τη Γιουνάιτεντ, οπότε επέλεξα τη Λίβερπουλ για να υπάρχει λίγη ένταση στη ζωή μου, γιατί η Αυστραλία είναι το πιο ήσυχο μέρος του κόσμου» είπε. Στην πρώτη του συνέντευξη το πήγε πιο πέρα. Δήλωσε πως όταν ήταν μικρός ένοιωθε ότι ο Κέβιν Κίγκαν ήταν ο μεγαλύτερος παίκτης του κόσμου και ορκίστηκε πως την αφίσα του την κατέβασε από το δωμάτιό του μόλις πριν από λίγους μήνες. Είπε ακόμα πως με τον πατέρα του Δημήτρη (που στο Σίδνεϊ έγινε Τζιμ) ξυπνούσαν στις 4 το πρωί για να δουν τους τελικούς της Λίβερπουλ. Δεν ξέρω πόσο άρεσαν αυτά στους οπαδούς της Τότεναμ, αλλά έτσι είναι ο Ποτσέκογλου. Ειλικρινής και έξω καρδιά. Χαρούμενος. Για αυτό κι είναι χαρούμενο και το ποδόσφαιρο που παίζει η ομάδα του. Στο ματς με την Τσέλσι ηξ Τότεναμ με δυο παίκτες λιγότερους έπαιζε με την άμυνα στη σέντρα, αμυνόταν ποντάροντας στο τεχνικό οφσάιντ και έψαχνε το γκολ σε κάθε περίπτωση κρατώντας όσο πιο πολύ μπορούσε τη μπάλα: ομολογώ ότι δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο.
Η γνωριμία με τον Πούσκας
Εχει φυσικά παίξει μπάλα από μικρός αλλά ποτέ του δεν καυχήθηκε για όσα έκανε. Ξεκίνησε στην ομάδα νέων της Σάουθ Μέλμπουρν, μιας ομάδα που βασικά απαρτιζόταν από παιδιά Ελλήνων μεταναστών κι ανέβηκε στην πρώτη ομάδα στην οποία παρέμεινε για εννιά χρόνια, κατακτώντας δύο τίτλους, και φτάνοντας επίσης στην εθνική ομάδα της Αυστραλίας. Λέει ότι του άρεσε να παίζει όχι τόσο στην Εθνική όσο στην Σάουθ Μελμπουρν. «Εκείνη την εποχή, στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990, το 4-4-2 ήταν πολύ της μόδας κι έτσι παίζαμε στην Εθνική. Αλλά στην ομάδα μου συνέβη κάτι απίστευτο: το 1989 ήρθε προπονητής ο Φέρενς Πούσκας και παίζαμε με 4-3-3, με τους εξτρέμ να επιτίθενται και τους μπακ να βοηθούν στη μεσαία γραμμή. Δεν ήταν ένα συμβατικό σύστημα, αλλά μας άρεσε», είπε. Τονίζοντας πως από τότε άρχισε να αγαπάει το ρίσκο και ό,τι στο ποδόσφαιρο δεν του μοιάζει βαρετό και συνηθισμένο.
Από την τράπεζα στο γήπεδο
Έχοντας ολοκληρώσει την καριέρα του ως ποδοσφαιριστής σε ηλικία 27 χρονών λόγω τραυματισμού, ο Ποστέκογλου εγκατέλειψε το ποδόσφαιρο και άρχισε να εργάζεται σε τράπεζα. «Μια μέρα ήμουν στη δουλειά και με πήραν τηλέφωνο από την παλιά μου ομάδα» διηγείται. «Μου λένε ότι αν θέλω έχουν δουλειά για μένα ως προπονητής, αλλά μόνο για τρία παιχνίδια. Ηταν τίμιοι. Μου είπαν πως θα πάρουν απόφαση για την επόμενη χρονιά μόνο μετά τη λήξη του πρωταθλήματος, αλλά πως δεν είχα μεγάλες ελπίδες παραμονής». Φυσικά αποφάσισε να δεχτεί την πρόταση και να αφήσει τη μόνιμη δουλειά του στην τράπεζα, σίγουρος ότι αυτοί οι τρεις αγώνες είναι η ευκαιρία του. Είχε δίκιο, γιατί από εκείνο το τηλεφώνημα το 1996 ξεκίνησαν όλα. Το 2013 ανέλαβε την Εθνική Αυστραλίας, την οποία οδήγησε στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Βραζιλίας το 2014 και στη νίκη στο Κύπελλο Ασίας το 2015. Όταν τον κάλεσε η Γιοκοχάμα πήγε στην Ιαπωνία χωρίς δεύτερη σκέψη και παρέμεινε για τρία χρόνια, οδηγώντας την ομάδα στην κατάκτηση του πρωταθλήματος μετά από δεκαπέντε χρόνια. Και μετά έφτασε στην Σέλτικ στην οποία έκανε το τρεμπλ Σκωτίας (πρωτάθλημα, κύπελλο και λιγκ καπ) με νίκες κόντρα στη Ρέιντζερς σε όλα τα κρίσιμα ματς και ψηφίστηκε δυο χρόνια στη σειρά καλύτερος προπονητής του πρωταθλήματος.
Ευτυχώς γλύτωσε
Η Τότεναμ έμαθε γρήγορα να αγαπά τον πρώτο προπονητή που ξεκίνησε από την Αυστραλία και κατάφερε να φτάσει στην Πρέμιερ λιγκ. Ο Ποστέκογλου έχει έναν μεταδοτικό ενθουσιασμό, χάρη στο φιλικό και καλοσυνάτο τρόπο του. Οι παίκτες τον βλέπουν περισσότερο ως πατέρα: «Πρέπει να οφείλεται στο πώς ντύνομαι» αστειεύεται. Από την προετοιμασία, ο Ποστέκογλου έχει επιβάλει το σύστημα που του είχε μάθει να αγαπάει ο Πούσκας: το 4-3-3 με τους εξτρέμ που επιτίθενται και τους μπακ που πάντα βοηθούν. Και δεν μιλάει ποτέ για την εμπειρία του στην Παναχαϊκή. Που ευτυχώς υπήρξε κακή.
Σκεφτείτε να τα κατάφερνε τότε καλά στην Ελλάδα όταν τον έφερε ο Μακρής, να μην τσακωνόταν με τον Αλέξη Κούγια που ήθελε να του δίνει συμβουλές για το ποιους θα χρησιμοποιεί και μια μέρα να επέστρεφε. Να πήγαινε σε μια μεγάλη ομάδα και να έλεγε ότι όταν ήταν μικρός υποστήριζε μια άλλη. Να μιλούσε σε οποιονδήποτε δεν ήταν Παναθηναϊκός για την αγάπη του για τον Πούσκας. Να έπαιζε με την άμυνα στη σέντρα ακόμα κι όταν έμενε με δυο παίκτες λιγότερους και να δεχόταν η ομάδα του τέσσερα γκολ. Να υπερασπιζόταν την δουλειά του μιλώντας για τα όσα καλά έκανε στη Σαουθ Μέλμπουρν και στην Γιοκοχάμα. Να άκουγε πως είναι ένας τυχαίος, χωρίς παραστάσεις από μεγάλα πρωταθλήματα και άλλα τέτοια ωραία. Οσο τα σκέφτομαι αυτά καταλαβαίνω πως μιλάμε για ένα τυχερό άνθρωπο. Που γλύτωσε από μας…