Δεν πίστευα ποτέ ότι η Πορτογαλία θα κερδίσει εύκολα την Ισλανδία, μολονότι ακόμα ελπίζω πως η ομάδα του Φερνάντο Σάντος μπορεί να πάει μακριά στο εφετινό Euro. Η Ισλανδία, τα τέσσερα τελευταία χρόνια, κάνει σπουδαία πράγματα στην Ευρώπη. Είναι ομάδα δεμένη, έχει ένα προπονητή, τον Λαρς Λάγκερμπακ, που ξέρει πολύ καλά τη διοργάνωση, παίζει ένα περίεργο βρετανικό ποδόσφαιρο κι αυτό το Σάντος πάντα τον μπέρδευε. Όπως γενικά όλους τους έλληνες προπονητές.
Χωρίζονται σε δυο κατηγορίες
Ο Φερνάντο Σάντος είναι μια από τις πιο περίεργες περιπτώσεις προπονητών που έχουν δουλέψει ποτέ στην Ελλάδα. Οι ξένοι προπονητές που έχουν περάσει από δω χωρίζονται σε δυο κατηγορίες. Υπάρχουν αυτοί που κατάλαβαν πολύ γρήγορα πως η επάρκειά τους, τους επιτρέπει να κάνουν εδώ καριέρα και ρίζωσαν – παραμένοντας ωστόσο ξένοι. Ανθρωποι όπως ο Μπάγεβιτς, ο Γκμοχ, ο Γκέραρντ, ο ίδιος ο Ρεχάγκελ, ακόμα και ο Μαρκαριάν έμειναν καιρό εδώ, διεκδικώντας ωστόσο το δικαίωμα να παρακολουθούν τα δικά μας κάπως αποστασιοποιημένοι. Δούλεψαν με δικούς τους ανθρώπους, έπαιρναν παίκτες από τη χώρα τους, αρνούνταν να μιλήσουν ελληνικά ή μιλούσαν σπαστά, ώστε να μας υπενθυμίζουν ότι παραμένουν ξένοι.
Στην άλλη κατηγορία υπάρχουν οι πάρα πολλοί που είδαν την Ελλάδα ως μια καλή ευκαιρία για δουλειά, αλλά μολονότι εδώ πέρασαν καλά εν τούτοις όχι μόνο δεν ρίζωσαν, αλλά στην πρώτη ευκαιρία επέστρεψαν σε αυτό που θεωρούν δικό τους περιβάλλον. Οι πρώτοι μας έδωσαν πολλά και βοήθησαν να εξελιχθεί και το επάγγελμα. Οι δεύτεροι, όσοι τέλος πάντων δεν απολύθηκαν γρήγορα, έφτιαξαν καλές ομάδες, προσπαθώντας, μεθοδολογικά τουλάχιστον, να μείνουν πιστοί στο ποδόσφαιρο της χώρας από την οποία προέρχονταν και στην οποία θα επέστρεφαν. Αυτό συμβαίνει στις πιο πολλές χώρες και δε σημαίνει ότι οι πρώτοι είναι καλοί και οι δεύτεροι όχι – ίσα ίσα. Ο Βενγκέρ, όπως ο ίδιος έχει πει, πήγε κάποτε στην Αρσεναλ με σκοπό να μείνει δυο – τρία χρόνια και να πάρει στη συνέχεια την Εθνική Γαλλίας. Νοιώθοντας ότι δεν θα μείνει για πολύ στο νησί άλλαξε τις συνήθειες προπόνησης των παικτών του, τους υποχρέωσε να κόψουν τις μπύρες και να προσέξουν τη διατροφή τους, άρχισε να τους κάνει βιντεοθεραπεία και κάποιους τους έστειλε και στον ψυχολόγο: δηλώνοντας ότι θα ολοκληρώσει ένα κύκλο και θα φύγει κέρδισε την ανοχή τους κι άλλαξε το αγγλικό ποδόσφαιρο. Και είναι ακόμα στην Αγγλία - ο κύκλος δεν λέει να κλείσει.
Επιμελής και μεθοδικός
Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να είναι κι ο Σάντος για το ελληνικό ποδόσφαιρο. Πριν τον ερχομό του Ερνέστο Βαλβέρδε, ο Σάντος ήταν ο περισσότερο καταρτισμένος προπονητής, που έχει έρθει να δουλέψει στην Ελλάδα τη δεκαετία 2000-10. Εκανε δυο φορές καλή δουλειά στην ΑΕΚ και είχε κι ένα καλό πέρασμα από τον ΠΑΟΚ. Κατάφερε μάλιστα και κάτι απίθανο: στον Παναθηναϊκό, αν κι έμεινε ελάχιστα, κέρδισε την αγάπη σχεδόν όλων των παικτών του. Όμως όλα αυτά τα πέτυχε με μια πολύ ιδιότυπη συνταγή: έγινε στα μυαλά ο πιο έλληνας από όλους τους έλληνες προπονητές. Ισως γιατί του άρεσε η χώρα, τα μπουζούκια, το φραπέ, οι άνθρωποι.
Όταν ο Σάντος ήρθε στην Ελλάδα παιδεύτηκε να φτιάξει μια ΑΕΚ ποιοτική. Τον ενδιέφερε η επίθεση κι όχι τυχαία ζήτησε από τον Ψωμιάδη δυο κυνηγούς, τον Μιελκάρσκι και τον Φόλια: τους ήθελε για να πλαισιώσουν τον Ντέμη, τον Τσιάρτα και τον Ιβιτς. Στο τέλος εκείνης της πρώτης του σεζόν είχε αλλάξει μυαλά τελείως: το πώς πρέπει να παίζει μια ομάδα έγινε μια υποσημείωση – σημασία στο μυαλό του είχε πλέον μόνο η νίκη και μάλιστα η νίκη που θα έρχονταν χωρίς μεγάλα ρίσκα. Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, μετά το πρώτο του πέρασμα, ο Σάντος ήξερε ότι εδώ μετράνε μόνο οι νίκες. Και σε αυτό συμφώνησαν μαζί του όλοι σχεδόν οι ποδοσφαιριστές με τους οποίους δούλεψε: αν βάλεις στο μυαλό σου αυτό, το επόμενο βήμα είναι να ερωτευτείς το «ποδόσφαιρο του 1-0» και να το κάνεις σήμα κατατεθέν μιας ολόκληρης καριέρας.
Διδάσκει λύσεις
Αντίθετα από αυτό που πολλοί πιστεύουν ο Φερνάντο δεν διδάσκει στις προπονήσεις άμυνα. Είχα δει από κοντά όλη τη δουλειά του με την Εθνική στη Βραζιλία: το μεγαλύτερο μέρος της προπόνησης είχε να κάνει με κάτι δύσκολο για εκείνη την ομάδα, δηλαδή το γκολ. Πως γίνεται να προπονείς μια ομάδα επιμένοντας στο να της μάθεις τρόπους για να σκοράρει και την ίδια στιγμή αυτή να περιορίζεται στο να κερδίζει με 1-0; Γίνεται. Τα μαθήματα του μάστρο Φερνάντο δεν ήταν μαθήματα επιθετικού παιγνιδιού, αλλά μαθήματα λύσεων του επιθετικού προβλήματος. Η ομάδα του – κάθε ομάδα του – δεν χρειάζεται να παίζει επιθετικά, αλλά πρέπει να έχει τρόπους να πετύχει ένα γκολ. Οσο καλύτεροι είναι οι παίκτες τόσο πιο όμορφη μπορεί να είναι η λύση: το γκολ του Νάνι χθες είναι κομψοτέχνημα. Όμως πάντα ο σκοπός είναι ίδιος: ελάχιστο ρίσκο κι ένα γκολ. Αν πάλι οι ποδοσφαιριστές θέλουν να κάνουν κάτι παραπάνω δικαίωμά τους – ο κόουτς με το 1-0 είναι εντάξει. Όταν για χρόνια το έλεγα, ο στρατός του (ο Σάντος έχει στην ελληνική δημοσιογραφία περισσότερους φίλους από όσους όλοι οι άλλοι προπονητές μαζί – οι αθλητικογράφοι μας αγαπούν τους καλούς ανθρώπους πιο πολύ από το ποδόσφαιρο) μου απαντούσε ότι με αυτούς τους παίκτες που έχει, αυτό μπορεί: νομίζω ότι το γεγονός ότι εξακολουθεί να κάνει το ίδιο έχοντας στα χέρια του το Ρονάλντο, το Νάνι, τον Κουαρέσμα τον Μουτίνιο κτλ, αποδεικνύει ότι ο άνθρωπος παίζει για το 1-0 γιατί άλλο σκορ στο ρεπερτόριο δεν υπάρχει. Ο,τι περισσότερο, λιγότερο ή διαφορετικό δεν είναι δική του δουλειά.
Τον βρήκε συμφορά
Δείτε την αντίδρασή του τη στιγμή της ισοφάρισης των Ισλανδών. Μολονότι απομένει σχεδόν ένα ολόκληρο ημίχρονο, ο καλός Φερνάντο αντιδρά σαν να ζει μια συμφορά. Η ομάδα του έπρεπε να βάλει κι ένα δεύτερο γκολ και μάλιστα για να κερδίσει. Δύσκολα και άχρηστα πράγματα…