Η Εθνική μας, ουσιαστικά αν όχι και τυπικά, ολοκλήρωσε τις εμφανίσεις της στο Μουντομπάσκετ με ένα διασυρμό από την Λιθουανία που είναι μια κανονική ομάδα ενώ η δική μας δεν ήταν και το ξέραμε. Το τελικό σκορ (92-67) είναι κομμάτι άδικο για την ομάδα του Ιτούδη που έδωσε τα πάντα, αλλά ποτέ στην ιστορία μια ομάδα 5-6 παικτών, όπως η δική μας, δεν κατάφερε να κερδίσει μια ομάδα 10 παικτών, όπως η Λιθουανία. Είχα γράψει το κομμάτι από χθες αλλά περίμενα δω τι θα γραφτεί δεξιά κι αριστερά για να το ανεβάσω. Το φινάλε επιτρέπει μια αναφορά στο δέντρο και στο δάσος. Το δέντρο είναι το χθεσινό ματς. Το δάσος ό,τι έχει σχέση με την Εθνική γενικότερα. Για το δέντρο διάβασα πολλά. Για το δάσος λίγα.
Γουόκαπ και Λάρε εναντίον όλων
Ας ξαναθυμηθούμε τι έγινε με τους Λιθουανούς γιατί έχει την αξία του. Ο Δημήτρης Ιτούδης βλέποντας το καλό ξεκίνημα των Λιθουανών έβαλε πολύ νωρίς την μοναδική δυνατή πεντάδα που του έδινε το ρόστερ του (Παπαγιάννης, Παπαπέτρου, Παπανικολάου, Λαρεντζάκης, Γουόκαπ) για να μην χάσει η ομάδα την επαφή με το σκορ νωρίς. Ο Λαρεντζάκης και ο Γουόκαπ φέρνουν την Εθνική μας μπροστά στο τέλος του πρώτου δεκαλέπτου, αλλά μόλις ο Παπαγιάννης βγαίνει για να πάρει δυο ανάσες οι ψηλοί των Λιθουανών κάνουν πάρτι: παίκτες όπως ο Βαλαντσιούνας και ο Μοντεγιούνας είναι δύσκολο να σταματήσουν να σκοράρουν και να δημιουργούν όταν δεν υπάρχει προσωπικός αντίπαλος στα κυβικά τους. Ο Ιτούδης ψάχνει στον πάγκο κάποιον ο οποίος μπορεί να μπει και να βοηθήσει στο σκοράρισμα. Βρίσκει τον Ρογκαβόπουλο που το δίνει πέντε πόντους που επιτρέπουν στην Εθνική να κρατήσει το προβάδισμα. Στα μισά της δεύτερης περιόδου ο Ιτούδης πανηγυρίζει για τρεις άμυνες του Μωραΐτη διότι καταλαβαίνει πως για να μείνει η ομάδα στο ματς χρειάζεται όλοι κάτι να δώσουν. Ένα μικρό αβαντάζ επτά πόντων δίνει στον ομοσπονδιακό προπονητή τη δυνατότητα να βγάλει τον Παπαγιάννη και να παίξει με πεντάρι το Θανάση Αντετκούνμπο και καθώς κάνουν ένα τρομερό πρώτο ημίχρονο ο Λαρεντζάκης και ο Γουοκαπ (που έχουν πετύχει τους 30 από τους 43 πόντους) η Εθνική μας κλείνει το εικοσάλεπτο με ένα +5 που έχει κάτι το ηρωικό. Αλλά φαινόταν πως δεν ήταν εύκολο να αντέξει στο δεύτερο ημίχρονο, αν δεν βρισκόταν κάποιος να βοηθήσει επιθετικά τους δύο γκαρντ του Ολυμπιακού.
Χαμένοι κάπου στις Φιλιππίνες
Το τρίτο δεκάλεπτο η Εθνική μας μένει στο ματς για πέντε λεπτά, μολονότι επιθετικά υπάρχει πια μόνο ο Γουόκαπ που θα παραδοθεί τελευταίος. Οι Λιθουανοί (κι ένας μικροτραυματισμός) κατάφεραν και σταμάτησαν το Λαρεντζάκη, σπρώχνουν τον Γουόκαπ συνέχεια προς τα αριστερά, και τιμωρούν πλέον τα small ball σχήματα του Ιτούδη καθώς οι ψηλοί τους πασάρουν στους ελεύθερους σουτέρ τους. Καθώς στο μεταξύ έχει ξυπνήσει κι ο Γιακουμπάτις οι Λιθουανοί εκμεταλλεύονται την επιθετική αφλογιστία της ελληνικής ομάδας και περνούν πέντε πόντους μπροστά. Η κούραση του βιονικού Γουόκαπ αρχίζει να φαίνεται καθώς δεν είναι σε καλή επιθετική βραδιά κανείς. Στο τέλος ο Παπαπέτρου κλείνει με 9 πόντους – ουδείς θυμάται πότε τους έβαλε. Ο Παπαγιάννης με 4, ο Θανάσης με 2, ο Παπανικολάου με ένα ολοστρόγγυλο μηδέν. Στην τρίτη περίοδο δεν θυμάμαι να σκοράρει κανείς τους ενώ οι παίκτες που ήρθαν από τον λιθουανικό πάγκο σουτάρουν καλά κι ανενόχλητοι γράφοντας τρίποντα. Πονάνε αυτά του Μπέντζιους και του Μπρασντέκις που στήνονται και περιμένουν πάσες από τους ψηλούς. Η αγία άμυνα κρατάει κάπως ζωντανή την ομάδα του Ιτούδη, που όμως έχει χάσει το τρίτο δεκάλεπτο με 10 πόντους. Ακολουθεί κατάρρευση. Οι Λιθουανοί πάνε στο 67-58 και με τον Μοντεγιούνας στο 70-58. Περίμενα όπως με τη Νέα Ζηλανδία να δω στο τέλος την καλή πεντάδα (Γουόκαπ, Λαρεντζάκης, Παπανικολάου, Παπαπέτρου, Παπαγιάννης) καθώς κανείς τους δεν έχει φάουλ, αλλά δεν την είδα ποτέ. Η έξοδος του κατάκοπου Γουόκαπ για δυο ανάσες δίνει τέλος στο ματς. Η Εθνική μας στο τελευταίο δεκάλεπτο δεν φτάνει τους 10 πόντους.
Μια δεκαετία και βάλε
Ένα τουρνουά το οποίο ξεκίνησε με την Εθνική να αντιμετωπίζει ένα σωρό προβλήματα ολοκληρώθηκε με μια ήττα βαριά, αλλά δίκαιη. Δεν είναι ντροπή ο αποκλεισμός στους 16, ειδικά αν σκεφτεί κανείς πως στη δεύτερη φάση αποκλείστηκε και πριν τέσσερα χρόνια η Εθνική μας κι είχε τότε τον Γιάννη Αντετοκούνμπο, τον Σλούκα, τον Καλάθη, τον Μπουρούση και τον Πρίντεζη. Αν υπάρχει κάτι που βγάζει μάτια, είναι πως όσο το ελληνικό μπάσκετ συνεχίσει να μην βγάζει παίκτες δεν έχει μέλλον. Υπάρχει κανείς από την τωρινή ομάδα που θα έπαιζε στην Εθνική που πήγε τελικό στη Σαϊτάμα; Βάζοντας μέσα και τους απόντες λέω μόνο ο Γιάννης Αντετοκούνμπο. Προφανώς το πισωγύρισμα είναι τεράστιο και όχι τωρινό: τώρα μαζεύουμε τα απόνερα μιας δεκαετίας και βάλε.
Στην Ελλάδα φαίνεται πλέον πως παράγουμε μόνο προπονητές: χρήσιμοι είναι κι αυτοί αλλά χωρίς παίκτες δεν γίνεται τίποτα. Δεν είναι τυχαίο ότι δεν έχουμε παίκτες: έχουν χαθεί τα τελευταία χρόνια ομάδες που πάντα αυτό έκαναν. Δεν έβγαιναν ποτέ Έλληνες παίκτες από ομάδες που κάνουν πρωταθλητισμό: οι ομάδες αυτές τους καλούς Ελληνες τους αγόραζαν όταν διέκριναν τα καλά τους στοιχεία σε ομάδες που τους έκαναν άντρες. Παίκτες έβγαζαν ο Πανιώνιος, ο Ηρακλής, ομάδες που ήθελαν να βγουν Ευρώπη όπως κάποτε το Μαρούσι – άντε και η ελληνική επαρχεία. Βελτίωναν επίσης παίκτες ο Αρης κι ο ΠΑΟΚ: τώρα όλοι έχουν 6-7 ξένους και ποντάρουν σε προπονητές που θα μπορούν με τους ξένους να συνεννοηθούν. Το να ξέρεις καλά αμερικάνικα μετρά πιο πολύ από το να βγάλεις ένα Ελληνα παίκτη. Δείτε τι έγινε στο Μουντομπάσκετ. Δεν υπήρχαν παίκτες και παρουσιάζαμε τον καλό Ιτούδη ως Θεάνθρωπο που περπατάει στο νερό. Είχαμε λέει τον καλύτερο προπονητή στην διοργάνωση. Ε και; Οι Ισπανοί έχουν τον Σκαριόλο, που κανείς δεν τον είπε ποτέ ούτε καν καλύτερο προπονητή της γειτονιάς του. Και αν δεν πάρουν μετάλλιο είναι είδηση.
Να φεύγουν οι μικροί για το εξωτερικό
Η ένσταση πως δεν υπάρχουν καταπληκτικά ταλέντα που αδικούνται είναι σωστή. Αλλά η παραγωγική διαδικασία έχει διαλυθεί καιρό τώρα κι αυτό πλέον πληρώνεται. Η Ελλάδα είναι δύσκολο, ως χώρα, να έχει τρεις καταπληκτικούς ψηλούς πάνω από 2,10μ: ιστορικά δεν τους είχε ποτέ. Αλλά είναι αδιανόητο ότι δεν έχει τρεις καλούς περιφερειακούς με ύψος στο 1,90μ. Οσοι σήμερα παίζουν δεν τολμούν να σουτάρουν. Κάνουν καριέρες κοιτάζοντας σε πάγκους για να πάρουν άδεια να το κάνουν και στους πάγκους βλέπουν φαινόμενα, προσωπικότητες, ιδιοφυίες κτλ. Τους μόνους προπονητές στον κόσμο που θεοποιούνται, έχουν μεγάλα για την εποχή συμβόλαια, έχουν δημοσιογράφους που τους αποθεώνουν, χωρίς να κάνουν το ελάχιστο που είναι να βελτιώνουν Ελληνες παίκτες.
Μόνο μια λύση υπάρχει πια. Να είναι υποχρεωτικό τα παιδιά που γίνονται 16 χρονών να φεύγουν για το εξωτερικό. Να πληρώνει η ομοσπονδία (ή όποιος άλλος) ομάδες που να τα παίρνουν και να τα βάζουν στα αναπτυξιακά προγράμματα τους στην Ισπανία, στη Γαλλία, στην Ιταλία, στη Γερμανία, στην Σερβία – παντού. Εδώ θα μαθαίνουν πικ εν ρολ και δεν θα ξέρουν να σουτάρουν. Θα παίζουν σκληρή άμυνα στο λόου ποστ και δεν θα μάθουν να κάνουν σωστά ένα σουτ μετά από ντρίπλα. Στο μεταξύ προτείνω στο επόμενο μεγάλο τουρνουά να κατεβάσουμε μια ομάδα χωρίς παίκτες, αλλά με 12 κορυφαίους Ελληνες προπονητές. Σίγουρο μετάλλιο…