Γιατί οι Αραβες βλέπουν Σουπερλίγκα...

Γιατί οι Αραβες βλέπουν Σουπερλίγκα...


Την περασμένη Κυριακή, όταν κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το δημοσίευμα της αραβικής έκδοσης του βρετανικού Goal, που ήθελε τον Πέδρο Μαρτίνς έτοιμο να υπογράψει με κάποια αραβική ομάδα, έκανα ένα tweet με το οποίο αναρωτιόμουν τι βίτσιο έχουν οι Αραβες και παρακολουθούν το ελληνικό πρωτάθλημα. Φυσικά αστειευόμουνα όμως κάτι παράξενο όντως συμβαίνει.

Ελλάς – Αραβία, διαδρομή συνηθισμένη

Πριν τον Μαρτίνς, που τον ήθελαν αλλά δεν τον πήραν, κάποιοι Σαουδάραβες πήραν τον Ρασβάν Λουτσέσκου. Πέρυσι κάποιοι άλλοι ήθελαν τον Λάζλο Μπόλονι: δεν είναι παράξενο γιατί ο Ρουμάνος όταν κάποτε έφυγε από τον ΠΑΟΚ, πήγε στο Κατάρ, ενώ έχει ήδη δουλέψει και στα Εμιράτα και στην Σαουδική Αραβία. Η διαδρομή γίνεται και αντίστροφα: ο Μανόλο Χιμένεθ ήρθε στην ΑΕΚ κάποτε έχοντας ως προηγούμενη δουλειά την Αλ Ραγιάν. Στη Σαουδική Αραβία έχει πάει κι ο Γιώργος Δώνης – σε τρεις ομάδες μάλιστα. Σε μια από αυτές, στην Αλ Χιλάλ, δούλεψε κι ο Ρασβάν Λουτσέσκου όταν έφυγε από τον ΠΑΟΚ. Στην ίδια χώρα πήγε κι ο Βλάνταν Μιλόγεβιτς φεύγοντας από την ΑΕΚ – δουλεύει στην Αλ Τιφάκ. Αραβική εμπειρία, στην Αλ Αχλί, έχει κι ο Βίτορ Περέιρα, που πέρασε από τον Ολυμπιακό. Εκεί βρέθηκε δυο χρόνια προπονητής και ο Πεσέιρο, αφότου έφυγε από τον ΠΑΟ. Και τώρα νομίζω στη Σαουδική Αραβία είναι.   

Οποιος το ψάξει θα βρει κι άλλους που φεύγοντας από την Ελλάδα υπέγραψαν σοβαρά και μεγάλα συμβόλαια για να εισπράξουν πετροδόλλαρα. Γιατί; Γιατί από τη χώρα μας περνάνε πια καλοί προπονητές. Και πολλοί.

Δεν είναι βίτσιο

Οι Σαουδάραβες, οι Καταριανοί και οι υπόλοιποι κοιτάζουν το πρωτάθλημά μας όχι από βίτσιο, αλλά γιατί βλέπουν πως στην Ελλάδα έρχονται ολοένα και συχνότερα αρκετά καλοί προπονητές. Από τον Ολυμπιακό την τελευταία δεκαετία πέρασαν αρκετοί που τον χρησιμοποίησαν ως σκαλοπάτι καριέρας. Ο Ερνέστο Βαλβέρδε είναι η πιο χαρακτηριστική περίπτωση, αλλά μια χαρά βιογραφικό έφτιαξαν περνώντας από δω και ο Μάρκο Σίλβα (ο για τους Αγγλους κάποτε Special Two) και ο Μίτσελ. Ούτε στον Ζαρντίμ, που εδώ δεν στέριωσε, δεν έκανε η Ελλάδα ζημιά: μια χαρά συμβόλαια βρήκε στη Σπόρτινγκ Λισαβόνας και στη Μονακό – σήμερα δουλεύει κι αυτός στην Αλ Χιλάλ, κοίτα σύμπτωση! Φυσικά η Ελλάδα δεν χάλασε ούτε τον Μπόλονι, ούτε τον Χιμένεθ, ούτε τον Στέφενς που μετά τον ΠΑΟΚ πήγε στην Στουτγκάρδη, ούτε τον Καρβαλιάλ, που μετά τον Αστέρα έφτασε στην Αγγλία, ούτε τον Πογέτ, που φεύγοντας από την ΑΕΚ πήγε στην Μπέτις, ούτε τον Χάβι Γκράθια, που από τον Ολυμπιακό Βόλου και την Κέρκυρα έφτασε στη Βαλένθια. Και τώρα είναι στην σαουδαραβική Αλ Νασρ – λογικό κι αυτό.

Εννοείται ότι κορυφαία περίπτωση προπονητή που τα κατάφερε πολύ καλά φεύγοντας από εδώ είναι κι ο Αμπελ Φερέιρα: έφυγε από τον ΠΑΟΚ και κάνει συλλογή από τίτλους στην Βραζιλία. Κι ακούγεται ότι μπορεί να αντικαταστήσει ένα άλλο δικό μας στον οποίο η Ελλάδα έκανε μόνο καλό: τον Φερνάντο Σάντος στην Εθνική Πορτογαλίας. Αν δεν πάει κι αυτός κάπου στο Κατάρ.  

Ολοι αυτοί οι προπονητές δεν έχασαν γιατί πέρασαν από την Ελλάδα για ένα λόγο: γιατί ήταν όλοι τους καλοί, πριν έρθουν εδώ! Οντως οι Σαουδάραβες (κι άλλοι πολλοί) παρακολουθούν την δουλειά που κάνουν προπονητές στην Ελλάδα, αλλά ειδικά τα δέκα πέντε τελευταία χρόνια, και οι ελληνικές ομάδες διαλέγουν καλούς προπονητές. Αυτό συμβαίνει γιατί κάποια δικά μας παιδιά (ο Μιλόγεβιτς, ο Γιοβάνοβιτς, ο Δώνης, ο Ουζουνίδης κτλ) εξελίχτηκαν. Κυρίως όμως συμβαίνει γιατί οι ομάδες μας δεν μπορούν να χτυπήσουν μεγάλα ονόματα ξένων ποδοσφαιριστών και «επενδύουν σε προπονητές», όπως οι παράγοντες αγαπάνε να λένε. Συνήθως επενδύουν στον θόρυβο που προκαλεί η πρόσληψή τους. Αλλά τουλάχιστον το κάνουν.

Παλιά ήταν αλλιώς   

Παλιότερα δεν ήταν καθόλου έτσι. Από την έναρξη της εποχής του επαγγελματικού ποδοσφαίρου (τα πριν δεν θέλω να τα θυμάμαι καν), αυτό που είχε διαμορφωθεί στην Ελλάδα ήταν μια αγορά ξένων προπονητών που δούλευαν σχεδόν αποκλειστικά εδώ γυρνώντας από ομάδα σε ομάδα. Ο Σενέκοβιτς, ο Χεερ, ο Πάκερτ, ο Λίμπρεχτς, ο Σκότσικ, ο Μπλαχίν, ο Γκμοχ και ο Γκόρσκι κι ένα σωρό πρώην Γιουγκοσλάβοι (συνήθως Σέρβοι) έβρισκαν εδώ την γη της επαγγελίας κι έμεναν κοντά μας για χρόνια. Όποιος έψαχνε κάποιον που δεν γνώριζε την ελληνική πραγματικότητα τον έδιωχνε γρήγορα: φίρμες όπως ο Μπένγκστον, ο Κέσλερ, ο Τουμπάκοβιτς, ο Κόβατς, ο Οσιμ έφυγαν κακήν κακώς.

https://www.newsbeast.gr/files/1/2017/05/%CE%9D%CE%A4%CE%9F%CE%A5%CE%A3%CE%91%CE%9D-%CE%9C%CE%A0%CE%91%CE%93%CE%95%CE%92%CE%99%CE%A4%CE%A3.jpg

Η πιο ωραία μόδα υπήρξε φυσικά αυτή του Ντούσαν Μπάγεβιτς: η επιτυχία του στην ΑΕΚ έκανε πολλούς να πιστέψουν ότι αρκεί κάποιος να είναι «παιδί του συλλόγου» και να ξέρει τη νοοτροπία του για να κάνει καλή δουλειά. Στον Ντούσαν χρωστάνε πολλά και προπονητές όπως ο Λεμονής, ο Αναστασιάδης, ο Φοιρός, ο μακαρίτης ο Κυράστας κτλ. Μπορεί ο Μπάγεβιτς να ήρθε από το Μόσταρ, αλλά για όλους τους Ελληνες παράγοντες η επιτυχία του στην ΑΕΚ είχε να κάνει με «τη γνώση της ελληνικής πραγματικότητας». Τα δέκα τελευταία χρόνια αυτό σπανίως καταγράφεται στις αρετές ενός προπονητή που προσλαμβάνει μεγάλη ομάδα. Και πάλι καλά.

Αυτό νομίζω είναι ένα από τα λίγα πράγματα που κατάλαβαν καλά οι Ελληνες παράγοντες την τελευταία δεκαετία (αν όχι και όλοι). Οι προπονητές πρέπει σε αυτή τη χώρα να φέρνουν πράγματα – και νομίζω πως έφεραν. Η δουλειά τους, οι ιδέες τους, οι καινοτομίες τους ανεβάζουν τον πήχη: και κάνουν και καλύτερους τους Ελληνες προπονητές που πρέπει να στρωθούν να μελετήσουν τι ακριβώς διαφορετικό κάνει ο κάθε νεοφερμένος.

Βέβαια η Ελλάδα δεν είναι μια απλή χώρα. Οι παράγοντες έχουν πάντα και συχνά λόγο. Αυτοί ορίζουν τις γενικές προτεραιότητες – όχι τους στόχους, αλλά και τις αγωνιστικές. Οι πιο πολλοί ζητάνε «σφικτές άμυνες», «υποστήριξη των νεοφερμένων παικτών», «ανάδειξη νεαρών» και άλλα τέτοια. Όμως αργά αλλά σταθερά μια δουλειά γίνεται: το ποδόσφαιρό μας έχει πάψει να είναι τόσο μονότονο, όσο ήταν τα προηγούμενα χρόνια.

Παντού άλλωστε η καινοτομία έχει να κάνει με ξένους που χάρη στη δουλειά τους αλλάζουν νοοτροπίες. Στην Ισπανία κάποτε ο Γιόχαν Κρόιφ, χάρη στο ποδόσφαιρο που έπαιζε η Μπαρτσελόνα, ανάγκασε τους πάντες να ψάχνουν προπονητές σαν αυτόν. Στην Αγγλία σήμερα η μόδα των Γερμανών προπονητών δημιουργεί ένα νέο σκηνικό – είχαν προηγηθεί οι Ιταλοί και οι Πορτογάλοι.    

Εχουν γούστο  

Στην Ελλάδα έρχονται ολοένα και συχνότερα πολύ καλοί προπονητές. Το θέμα έχει να κάνει φυσικά και με την εκτόξευση των αμοιβών των παικτών. Δίνοντας 1 εκατ ευρώ το χρόνο μπορεί να πάρεις ένα καλούτσικο παίκτη, δίνοντας το ίδιο ποσό για προπονητή θα πάρεις ένα αρκετά καλό. Που θα αρέσει σίγουρα κάποια στιγμή και στους Αραβες. Όπως αποδεικνύουν η Σίτυ και η Παρί ένα γούστο ποδοσφαιρικό έχουν σίγουρα…