Δεν ήθελα να ασχοληθώ πάλι με το Μπέντο – δεν έχει και πολύ νόημα. Καταντάει και κωμικό να συζητάμε και να γράφουμε για τα προβλήματα (;) του Ολυμπιακού και του προπονητή του, όταν βλέπουμε ένα πρωτάθλημα στο οποίο οι ανταγωνιστές του πρωτοπόρου έχουν λιγότερους βαθμούς από πέρυσι, όταν και πάλι έβλεπαν την κορυφή με τα κιάλια. Αν το πρωτάθλημά μας έχει ένα πρόβλημα αυτό είναι ο ανύπαρκτος για την ώρα ανταγωνισμός, πράγμα που δεν έχει να κάνει με τον Ολυμπιακό. Ωστόσο θα ασχοληθώ για τελευταία φορά με τον Πορτογάλο για δυο λόγους: πρώτον γιατί μου το ζητήσατε και δεν θέλω χριστουγεννιάτικα να σας χαλάσω το χατίρι και δεύτερον γιατί η ιστορία του, όπως εξελίσσεται, δημιουργεί αφορμές για να συζητάμε για ποδόσφαιρο κι αυτό βοηθά στο να κατανοούμε το σπορ καλύτερα.
Ένα πραγματικό σφουγγάρι
Είναι αδύνατο να τον προσπεράσεις αδιάφορα τον Μπέντο. Κάνει πάρα πολλά. Ας του αναγνωρίσουμε πρώτα από όλα ότι είναι εξαιρετικά ψύχραιμος. «Βάλατε τον Τσόρι γιατί φώναζε ρυθμικά ο κόσμος το όνομά του;» τον ρώτησε ένας δημοσιογράφος στη συνέντευξη Τύπου μετά τον Παναιτωλικό. «Νομίζω μου κάνεις πλάκα;» ήταν η απάντηση του: άλλος θα είχε εκραγεί όπως κάποτε ο Μαλεζάνι. Η ψυχραιμία του λειτουργεί σαν σφουγγάρι: εδώ και μήνες συζητάμε μόνο για αυτόν και σχεδόν καθόλου για την απόδοση κάποιων παικτών πχ. Απορροφώντας τους κραδασμούς ο Μπέντο δημιουργεί ένα περίεργο κλίμα: η εντός και εκτός ομάδας γκρίνια δεν αγγίζει κανένα άλλο – δείτε τι γίνεται στον ΠΑΟ, στην ΑΕΚ, ακόμα και στον ΠΑΟΚ και θα καταλάβετε τη διαφορά. Ο Μπέντο είναι χρήσιμος γιατί υπάρχει – ίσως και γιατί κάνει ό,τι κάνει. Τον αδικεί ο κόσμος και δεν του αναγνωρίζει ότι ανέλαβε αργά την ομάδα, ότι τη σουλούπωσε, ότι την έχει πρώτη, ότι πέρασε μαζί της τον όμιλο του Γιουρόπα λιγκ κτλ; Δε νομίζω. Πρώτα από όλα ο κόσμος αυτά τα αναγνωρίζει, όπως του αναγνωρίζει και ότι δεν διστάζει να χρησιμοποιεί τους πιτσιρικάδες πχ. Αλλά όλα αυτά είναι απλά αποτελέσματα – η δουλειά του προπονητή σε μια μεγάλη ομάδα, που από τίτλους είναι χορτασμένη, είναι πιο σύνθετη. Για χρόνια άκουγα πολλούς να αναφέρουν επικριτικά ότι ο κόσμος κρίνει τους προπονητές μόνο από τα αποτελέσματα: ετούτον λοιπόν δεν τον κρίνει με βάση μόνο αυτά. Πάλι θα κατηγορούμε τον κόσμο; Το ότι ο Μπέντο κρίνεται και επικρίνεται για πολλά που ξεπερνούν το αποτέλεσμα είναι απολύτως υγιές. Εχει άλλωστε φανερά δυο προβλήματα: το ένα είναι αγωνιστικό κι αφορά τον τρόπο άμυνας της ομάδας και το δεύτερο είναι διαχειριστικό και αφορά τις επιλογές του.
Οι δυο τρόποι
Υπάρχουν δυο τρόποι να φτιάξεις μια καλή ομάδα. Ο πρώτος είναι ο πολύ απλός και τον ακολουθούν οι πολλοί μεγάλες ομάδες που λέγονται Ρεάλ Μαδρίτης, Μπαρτσελόνα, Μπάγερν, Παρί κτλ. Τι κάνουν οι ομάδες αυτές; Φτιάχνουν μια ομάδα που έχει μια σούπερ και πανάκριβη ενδεκάδα και κάποιους αναπληρωματικούς που περιμένουν την ευκαιρία τους. Οι βασικοί τους παίκτες, που συχνά είναι και οι ίδιοι επιχειρήσεις που λέγονται «Μέσι», «Ρονάλντο», «Νεϊμάρ», «Καβάνι», «Ρόμπεν», «Λεβαντόφσκι» κτλ, δεν βγαίνουν σχεδόν ποτέ από την ενδεκάδα γιατί είναι ατραξιόν κι ο κόσμος για αυτούς πληρώνει εισιτήριο: ο Μέσι έπαιξε ενενήντα λεπτά στο αδιάφορο ματς με τη Γκλάντμπαχ πρόσφατα γιατί για χάρη του ήταν στο γήπεδο 25 χιλιάδες Γιαπωνέζοι τουρίστες. Αυτός είναι ο πολύ ακριβός κι εύκολος δρόμος, αλλά είναι πραγματικά λίγοι αυτοί που έχουν το προνόμιο να τον ακολουθήσουν. Οι πιο πολλές καλές ομάδες του καιρού μας είναι ομάδες που έχουν πολλές λύσεις – χωρίς φυσικά να έχουν υπερπαίκτες. Οι ποδοσφαιριστές τους βελτιώνονται μέσα από το μεταξύ τους ανταγωνισμό και οι προπονητές, που έχουν αυτές τις ομάδες στα χέρια τους, γνωρίζουν ότι πρέπει να διαλέγουν τους πιο φορμαρισμένους και όσους πρόοδο έκαναν. Φυσικά και έχουν μια βασική ενδεκάδα – είναι απαραίτητο. Όμως το ίδιο απαραίτητο είναι ν αξιοποιούνται και οι αναπληρωματικοί – κυρίως γιατί κι αυτοί έχουν πολλά να δώσουν.
Ομάδα με πολλές λύσεις
Ο Ολυμπιακός είναι τα τελευταία χρόνια πάντα μια ομάδα στην οποία ο προπονητής έχει αρκετές λύσεις κι αυτό τον διαφοροποιεί κυρίως από τις άλλες ελληνικές ομάδες. Φέτος δεν έχει τον πάγκο των εκατομμυριούχων που είχε πέρυσι – θυμίζω ότι πέρυσι ήταν εκτός βασικής ενδεκάδας ο Σαλίνο, ο Σιόβας, ο Καμπιάσο, ο Ντουρμάζ, ο Κασάμι, ο Τσόρι, ο Φινμπόγκασον, ο Πουλίδο, ο Ερνάνι, ο Φουστέρ, ο Μανιάτης και συγνώμη αν ξεχνώ κι άλλους. Και φέτος, ωστόσο, η ομάδα στήθηκε με τέτοιο τρόπο ώστε επιλογές να υπάρχουν – ειδικά μεσοεπιθετικά. Υπάρχει ο Μιλιβόγεβιτς και ο Ρομάο. Ο Μάρτινς, ο Καμπιάσο και ο Μπουχαλάκης. Ο Φορτούνης, ο Μάρτινς και ο Τσόρι. Ο Ελιονούσι, ο Πάρντο και ο Σεμπά για δυο θέσεις. Ο Ιντέγιε και ο Καρντόσο. Υπάρχουν επίσης δυο νέα παιδιά με ταλέντο, όπως ο Ανδρούτσος και ο Μανθάτης, τα οποία ο κόουτς εμπιστεύεται και καλά κάνει. Αυτό που δεν κάνει καλά είναι η διαχείριση των υπόλοιπων κι αυτό προκαλεί γκρίνια: και εντός και εκτός ομάδας. Θα το πω απλά: αν ο Μπέντο συνεχίσει να πιστεύει ότι ο Ολυμπιακός έχει μια και μόνη ενδεκάδα και ότι οι υπόλοιποι μπορεί να είναι απλές λύσεις ανάγκης, τότε εξαφανίζει το όποιο πλεονέκτημα η ομάδα του έχει έναντι των ανταγωνιστών της. Μια ενδεκάδα καλή έχει και ο ΠΑΟ, και η ΑΕΚ και ο ΠΑΟΚ: το μεγάλο τους πρόβλημα είναι ότι οι αναπληρωματικοί των βασικών τους, όταν αγωνίζονται, ρίχνουν κατά πολύ την όποια ποιότητα. Ο Ουζουνίδης πχ δεν είχε τον Λουντ και τον Γουακάσο κι αναγκάστηκε να βαφτίσει αμυντικό χαφ τον Μαρινάκη στη Λάρισα. Ο Μοράις έχει πρώτη αλλαγή στα χαφ ένα παιδάκι 19χρονών, τον Γαλανόπουλο. Στον ΠΑΟΚ τρέμουν μην χτυπήσει ο Ροντρίγκες και μη πονέσει ο Μάτος ή ο Κάνιας. Αν στις ομάδες αυτές είχαν στον πάγκο τον Καμπιάσο, τον Ρομαό, τον Πάρντο, τον Μάρτινς και τον Καρντόσο θα έτριβαν τα μάτια τους.
Πάντα ψηλά έπαιζε
Το δεύτερο ζήτημα είναι η άμυνα. Διαβάζω κι ακούω διάφορα. Ο,τι οι αμυντικοί είναι κακοί, ότι οι χαφ δεν μαρκάρουν, ότι η ομάδα παίζει πολύ ψηλά κτλ κτλ. Πρώτα από όλα ο Ολυμπιακός ψηλά παίζει χρόνια τώρα: δεν το κάνει με το Μπέντο πρώτη φορά – ψηλά έπαιζε με όλους τους Ισπανούς προπονητές που είχε, ψηλά έπαιζε και πέρυσι και μάλιστα με ακραίο μπακ τον Μαζουακού, που ήταν για δέσιμο. Επίσης και πέρυσι είχε τους ίδιους κεντρικούς αμυντικούς και είναι αλήθεια πως εξαιτίας τους είχε και πέρυσι κάμποσα προβλήματα, αλλά άλλο να σου κάνει ένα γκολ ο Μπεργκ στο 5΄γιατί είσαι ψηλά, κι άλλο να σου κάνουν ευκαιρίες ο Γιακουμάκης, ο Τουράμ, ο Πάουλο, ο Μαμπουλού κι ο Στόιτσεφ που στο Περιστέρι έμοιαζε Κριστιάνο. Το πρόβλημα της άμυνας δεν είναι απλό και είναι πολύ δύσκολο να βρεις κεντρικούς αμυντικούς με ταχύτητα και δύναμη – ικανούς και να βγαίνουν πρώτοι στη μπάλα και να κάνουν τα σαράντα μέτρα σε δέκα δευτερόλεπτα: αν υπάρχουν τέτοιοι τους ψάχνει η Μπαρτσελόνα. Προφανώς κάποιους πρέπει να προσπαθήσεις να τους φτιάξεις (Ρέτσος, Βιάνα έχουν καλά στοιχεία) κι αυτό έχει κόστος. Πλην όμως αν υπάρχει κάτι στο ποδόσφαιρο που διδάσκεται αυτό είναι η άμυνα και μια άμυνα που κάνει συνεχώς το ίδιο λάθος μαρτυρά ότι τα μαθήματα, αν υπάρχουν, δεν είναι και τα καλύτερα. To χα γράψει παλιά στο Σόλιντ, το επαναλαμβάνω και τώρα: η άμυνα διδάσκεται κύριε Μπέντο.
Δεν γκρινιάζει κανείς άδικα
Ο Ολυμπιακός έχει εννιά βαθμούς διαφορά από τον ΠΑΟ και περισσότερους από τους υπόλοιπους. Θα πρεπε να έχει το πρωτάθλημα στην τσέπη. Δεν το έχει γιατί θέλει ακόμα δουλειά – και πολύ δουλειά. Εγώ δεν λέω ότι χρειάζεται προπονητή – ποτέ δεν το λέω. Λέω απλά ότι ο κόσμος που γκρινιάζει, δεν γκρινιάζει άδικα.