Η περίπτωση του Εργκιν Αταμάν είναι διδακτική. Δεν εννοώ ότι όλοι οι προπονητές πρέπει να αντιγράψουν το πως δουλεύει ο Τούρκος προπονητής, αν και εφόσον θέλουν να κερδίσουν. Κατά τη γνώμη μου οι προπονητές σπάνια κερδίζουν δηλαδή έχουν καθοριστική συμβολή στην διαμόρφωση ενός αποτελέσματος: είναι καλοί και χρήσιμοι, απλά αν δεν κάνουν ζημιά. Είναι φυσικά απαραίτητοι, γιατί χωρίς αυτούς δε γίνεται ποτέ τίποτα, αλλά η συμβολή τους έχει να κάνει με πολλά άλλα πέρα από το αποτέλεσμα ενός ματς. Αυτό εξαρτάται κυρίως από την ποιότητα των παικτών και την απόδοσή τους. Ειδικά στο ευρωπαϊκό μας μπάσκετ η δουλειά των προπονητών έχει γίνει εξαιρετικά περίπλοκη. Κυρίως γιατί τα τελευταία χρόνια έχει αλλάξει πολύ.
Μια ιδέα στο μυαλό
Για να έχει συμβολή στην νίκη μιας ομάδας ένας προπονητής πρέπει πρώτα απ’ όλα να έχει στο μυαλό του το πως θα δημιουργήσει μία ομάδα που να μπορεί να κερδίσει. Χρειάζεται να έχει ένα κριτήριο στην επιλογή των παικτών στους οποίους θα βασιστεί και θα πρέπει να δύναται να κάνει την καλύτερη δυνατή διαχείριση χαρακτήρων. Ο Αταμάν απέδειξε (και) στον Παναθηναϊκό ότι μπορεί να τα κάνει και τα δύο, δηλαδή και να διαλέξει τους κατάλληλους και να τους θέσει ενώπιον των ευθυνών τους θυμίζοντας τους ότι πληρώνονται καλά για να παίζουν και να κερδίζουν. Αλλά αυτό δεν είναι το παράξενο: το έκανε και στην Εφές. Το παράξενο είναι πως δεν φρόντισε κανείς να εξηγήσει την βασική του ιδέα όταν ο Τούρκος ανέλαβε τον Παναθηναϊκό, ούτε και το πώς είχε στην Εφές αποτελέσματα θαυμαστά τουλάχιστον για τρία χρόνια, αλλά ούτε και τα εδώ βήματα της δουλειάς του. Φυσικά υπήρξαν πάρα πολλοί που εξύμνησαν τις νίκες του - οι ρεπόρτερ πχ του Παναθηναϊκού, αισθάνονται υποχρεωμένοι λόγω δουλειάς να πιστώνουν στον εκάστοτε προπονητή οποιαδήποτε νίκη και να του καταλογίζουν οποιαδήποτε ευθύνη όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά – αυτό το κάνουν όλοι οι ρεπόρτερ που υποτίθεται καλύπτουν την καθημερινότητα των ομάδων. Αλλά εγώ δε μιλάω για αυτούς. Μιλάω για τους πολλούς σχολιογράφους, που μπάσκετ γνωρίζουν, και που πέρασαν ένα ολόκληρο χειμώνα αντιμετωπίζοντας τον Αταμάν σαν αυτός να είναι ένας από τους πολλούς Ελληνες προπονητές που έχουμε δει να δουλεύουν στο πρωτάθλημα μας. Σαν να μην έχει έρθει από μια άλλη χώρα, να μην κουβαλά επιτυχίες, να μην έχει κάνει στη ζωή του το παραμικρό κι έπρεπε εδώ να μάθει τα πάντα. Από εμάς.
Με πολλές απολοϊκότητες
Όταν ήρθε ο Αταμάν πέρυσι το καλοκαίρι περίμενα να διαβάσω για την μέθοδο που ακολούθησε όταν ανέλαβε την Εφές τελευταία στην Ευρωλίγκα και μέσα σε μία χρόνια την μετέτρεψε σε πρωταγωνίστρια. Κανείς δεν εξήγησε πως μία ομάδα που δεν έχει οπαδούς, γιατί δεν έχει ποδοσφαιρικό κοινό, κατάφερε επί των ημερών του να γεμίζει το γήπεδο και να είναι ανταγωνιστική απέναντι σε ομάδες λαοφιλέστατες όπως η Φενέρ και η Γαλατασαράι. Οι επιτυχίες του στην Ευρωλίγκα παρουσιάστηκαν με διάφορες απλοϊκότητας του τύπου «όλα τα έκαναν ο Λάρκιν και ο Μίσιτς» χωρίς στον Τούρκο προπονητή να πιστωθεί το πως κατάφερε να τους κάνει πρωταγωνιστές: θυμίζω ότι τον έναν τον έφερε πίσω στην Ευρώπη όταν γυάλιζε τον πάγκο τον Μπόστον Σέλτικς και τον άλλον τον βρήκε στην Ζαλγκίρις Κάουνας, όπου ο Γιασκεβίτσιους τον είχε για να κυνηγάει τον αντίπαλο σκόρερ και του άφηνε πέντε σουτ στο ματς. Κανείς επίσης δεν εξήγησε πως ο Αταμάν κατάφερε να συνυπάρξουν αυτοί με παίκτες όπως ο Σίμον, ο Μπουμπουά, ο Μούσα, ο Μπραντ που όλοι τους θέλουν να παίζουν πολύ γιατί είναι καλοί παίκτες.
Στη διάρκεια της χρονιάς υπήρξαν περισσότερες παραινέσεις στον Αταμάν πάρα εξηγήσεις της μεθόδου του. Τον συμβούλευαν να πάρει τουλάχιστον ένα ψηλό ακόμα, να βρει τρόπο να αξιοποιήσει τον Βιλντόζα και τον Ματζουκα (!), να μοιράσει τον χρόνο συμμετοχής σε περισσότερους παίκτες γιατί δεν θα αντέξουν κτλ. Κυρίως καταλάβαινες ανάμεσα στις γραμμές ότι το ταβάνι του Παναθηναϊκού ήταν χαμηλό, γιατί για παράδειγμα έχασε τον τελικό του κυπέλλου Ελλάδος.
Ένα βήμα μπροστά
Γιατί συνέβη αυτό; Γιατί κανείς δεν μπήκε στον κόπο να μελετήσει κομμάτι τον Παναθηναϊκό και την εξέλιξη του: στην Ελλάδα ότι δεν είναι σαν αυτό που καταλαβαίνουμε, δεν μας αφορά. Επισημαίνονταν ως αδυναμίες το γεγονός ότι οι παίκτες έπαιζαν πολύ και ότι το ροτέισον ήταν κλειστό, ενώ στην πραγματικότητα αυτά ήταν η δύναμη του Παναθηναϊκό που προετοιμαζόταν από τον προπονητή του για να κερδίσεις την διοργάνωση. Στο Final4 o Αταμάν έκανε πλάκα και στα δύο παιχνίδια γιατί ήταν ένα βήμα μπροστά από τους ανταγωνιστές του: ήξερε σε ποιους παίκτες να βασιστεί για να δει την ομάδα του να παίζει όπως θέλει. Σ’ αυτά ειδικά τα ματς παίζεις με λίγους παίκτες πάντα. Χρειάζεται να βγουν μπροστά ηγετικές προσωπικότητες. Πρέπει, ως ομάδα, να είσαι έτοιμη να παίξεις παραγωγικό μπάσκετ και όχι να ελπίζεις ότι θα κερδίσεις καταστρέφοντας. Κι αν στο ένα ματς την νίκη μπορεί να στην δώσει η άμυνα (έχει συμβεί) το να συμβεί και στα δυο αυτό είναι πλέον αδύνατο.
Το μπάσκετ έχει αλλάξει
Το τι ακριβώς συνέβη με την αντιμετώπιση του Τούρκου (και κατά συνέπεια και του ΠΑΟ) είναι κατά την γνώμη μου απλό. Οι Ελληνες σχολιαστές, που είναι αυτοί που πρέπει να παρουσιάζουν τον τρόπο δουλειάς των προπονητών και τις αρετές και τις αδυναμίες των ομάδων, δυσκολεύονται να καταλάβουν το μπάσκετ του καιρού μας και πόσο αυτό άλλαξε. Οι πιο πολλοί έχουν μείνει στα χρόνια του Ομπράντοβιτς και του Ίβκοβιτς που ήταν καταπληκτικοί προπονητές, αλλά σε άλλες εποχές. Σε εκείνους τους παλιούς καιρούς οι ομάδες δεν έδιναν τέσσερα ματς σε οκτώ μέρες, αλλά έπαιζαν ένα ματς την εβδομάδα στην Ευρωλίγκα και τα διαστήματα της περιόδου χωρίς παιγνίδια ήταν και πολλά. Οι προπονητές μπορούσαν να δουλέψουν με τους παίκτες για να τους βάλουν σε καλούπια, διότι οι προπονήσεις που μπορούσα να κάνουν ήταν πολλές κι ο χρόνος προετοιμασίας των παιχνιδιών τεράστιος. Ήταν εύκολο να δουλέψουν με παίκτες για να τους αλλάξουν ακόμα κι αν αυτοί ήταν ήδη 25 χρονών: τον Σλούκα πχ τον άλλαξε σε πολλά ο Ομπράντοβιτς. Σ’ εκείνους τους καιρούς, ένα ματς μπάσκετ ήταν όντως μια συρραφή φάσεων που νόμιζες ότι είναι δουλεμένες στις προπονήσεις, τόσο στην άμυνα όσο και στην επίθεση. Σήμερα όμως που τα ματς είναι ασταμάτητα, χρόνος δεν υπάρχει για τίποτα τέτοιο. Σήμερα ο προπονητής πρέπει να ξέρει να διαλέγει παίκτες στους οποίους μπορεί να βασιστεί και πρέπει να μπορεί να τους αξιοποιήσει μέσω των παιχνιδιών και όχι μέσω των προπονήσεων.
Ικανοί να αναλάβουν ευθύνες
Στην Ελλάδα γίνεται πολύ κουβέντα για άμυνα και επίθεση: είναι μια λάθος συζήτηση. Στο σύγχρονο μπάσκετ υπάρχει πρώτα απ’ όλα η ατομική απόδοση. Ο παίκτης που έχει ταλέντο, ποιότητα, δυνατότητα παραγωγικής προσφοράς, κάνει τη διαφορά ακριβώς γιατί στηρίζεται στα δικά του προσόντα. Το μπάσκετ του καιρού μας δεν είναι ποδόσφαιρο που μπορεί να κερδίζουν και οι εργάτες πολυτελείας: αν δεν υπάρχει ταλέντο, δηλαδή επιθετική έκφραση, δεν πας πουθενά. Ή για την ακρίβεια το μάξιμουμ που μπορείς είναι να δίνεις συνεχώς μάχες και να κερδίσεις το σεβασμό όποιου τιμά τον ιδρώτα σου. Αλλά αυτά τα μπράβο για την μαχητικότητα είναι στην πραγματικότητα ένα είδος συγκαλυμμένης παρηγοριάς: είναι σαν να σου λένε «μπράβο που προσπαθείς, προσπάθησε κι άλλο», όμως το ζήτημα δεν είναι απλά να προσπαθείς, είναι και να μπορείς και να κερδίσεις. Για να κερδίζεις χρειάζεσαι την καλύτερη δυνατή επικοινωνία με παίκτες που δημιουργούν, που σκοράρουν και που θέλουν να παίζουν πολύ. Οι υπόλοιποι, αυτοί που πατάνε στο παρκέ για να δώσουν ένα ποιοτικό τρίλεπτο, για να παίξουν τρεις άμυνες χρήσιμες και για να βοηθήσουν στα σκριν και τις «αλλαγές» είναι όλοι αναλώσιμοι: αυτό ο Αταμάν το πρεσβεύει χρόνια τώρα, αλλά στην Ελλάδα δεν το καταλαβαίνουμε. Στην Ελλάδα πιστεύουμε ότι υπάρχουν προπονητές που κάνουν τη διαφορά, ενώ στην πραγματικότητα οι προπονητές δεν έχω πια χρόνο ούτε για να κάνουν μια δουλειά. Τι κάνει την διαφορά; Ο χρόνος που οι παίκτες είναι μαζί και οι προικισμένοι παίκτες. Μπορεί να έχεις προικισμένους παίκτες και να μην κερδίσεις τίποτα, γιατί κάποιος άλλος που έχει κι αυτός προικισμένους παίκτες μπορεί να είναι καλύτερος ένα βράδυ. Αλλά χωρίς προικισμένους παίκτες το ταβάνι είναι πάντα χαμηλό και αυτό είναι που ο Αταμάν ξέρει. Ο Αταμάν δεν θα πάρει ποτέ το βραβείο του προπονητή της χρονιάς κτλ. Το πολύ πολύ να κερδίσει κανα δυο Ευρωλίγκες ακόμα. Αφήνοντας τους παίκτες του να παίξουν πολύ, αφού κερδίσουν την εμπιστοσύνη του κι αφού δείξουν ικανοί να αναλάβουν ευθύνες.
Ο Φαλ και ο Μίσιτς
Στην Ελλάδα καλλιεργήσαμε το μύθο του προπονητή που κερδίζει αυτός και μόνο γιατί είχαμε προπονητές όπως ο Ομπράντοβιτς και ο Ιβκοβιτς που σε ένα άλλο μπάσκετ ήταν πρωτοπόροι με τον τρόπο τους. Αλλά η εποχή αυτή πέρασε. Αυτό οι δικοί μας σχολιογράφοι δε λένε ακόμα να το καταλάβουν. Ίσως γιατί νομίζουν ότι αν σταματήσουν να ασχολούνται με το δέντρο, και ασχοληθούν με το δάσος, ο δικός τους ρόλος θα είναι μικρότερος - θα μοιάζουν δηλαδή λιγότερο ψαγμένοι και λιγότερο ειδικοί. Ακούω τις περιγραφές των αγώνων και πολλές φορές αναρωτιέμαι αν το μπάσκετ είναι όντως τόσο δραματικό. Ακούω ότι κάθε άμυνα πρέπει να βγει. Ότι κάθε επίθεση δεν πρέπει να χαθεί. Ότι όλα πρέπει να αρχίζουν από την άμυνα. Ακόμα κι αν είμαστε στο πέμπτο λεπτό του αγώνα και απομένουν 35 λεπτά, το βασικό είναι πάντα η αμυντική προσήλωση στα επόμενα 5 δευτερόλεπτα. Αν στον αντίπαλο μείνει η μπάλα στα χέρια περιμένεις ότι θα μπουν στο παρκέ οι μαζορέτες και θα αρχίζουν να χορεύουν. Καμιά μαζορέτα δεν χόρεψε ποτέ για καμιά άμυνα. Και στατιστική που να μετράει βουτιές και ξύλο δεν υπάρχει. Όλα αυτά βέβαια διαμορφώνουν ακόμα αντιλήψεις: θα αργήσουν να αλλάξουν – δεν ματαιοπονώ.
Αφήστε εμένα. Διαβάστε τι είπε για το παιχνίδι του Παναθηναϊκού ο Μίσιτς πριν αρχίσει το ματς του ΠΑΟ με την Ρεάλ. Και πως ο Φαλ εξήγησε γιατί στον Παναθηναϊκό θα είναι πιο εύκολο να κερδίσει την Ρεάλ από όσο ήταν για τον Ολυμπιακό. Ο Φαλ, κι ο Μίσιτς δεν είναι Ελληνες. Και για αυτό η ματιά τους είναι καθαρότερη.