Τριαντατέσσερα χρόνια μετά το Πανευρωπαϊκό του 1987 ένας από τους πρωταγωνιστές του, ο χαρισματικός τότε Σαρούνας Μαρτσουλιόνις έκανε μια δήλωση που αποτελεί ένα πραγματικό απόσταγμα ηλιθιότητας. Είπε ότι πριν από τον τελικό εκείνου το μαγικού τουρνουά κάποιοι Ελληνες προσπάθησαν να δωροδοκήσουν τους Σοβιετικούς παίκτες για να ηττηθούν, αλλά η προσπάθειά τους δεν είχε αποτέλεσμα – δημιούργησε απλά αναστάτωση. Η δήλωση είναι απερίγραπτα βλακώδης διότι αποτελεί καταγγελία μιας απόπειρας που δεν είχε αποτέλεσμα – ο Μαρτσουλιόνις περιγράφει κάποιους Ελληνες, που δεν έχουν ούτε όνομα ούτε επώνυμο, ως μπαγαπόντηδες και συγχρόνως ανίκανους. Χωρίς να το καταλαβαίνει, πως ό,τι λέει είναι τρομερά υποτιμητικό. Όχι για τους Ελληνες που δεν κατονομάζει, αλλά για τον ίδιο και τους συμπαίκτες του. Που δεν σέβεται.
Δεν υπήρχε τιμή εξαγοράς
Σε όλες αυτές τις ιστορίες όπου διάφοροι καταγγέλλουν απόπειρες δωροδοκίας σε τουρνουά Εθνικών ομάδων το στόρι είναι ίδιο. Είτε μιλάμε για το Περού που έπρεπε να δεχτεί μισό τσουβάλι γκολ από την Αργεντινή στο μουντιάλ του 1978, είτε μιλάμε για την Κολομβία που πούλησε το ματς στους Αμερικάνους το 1994, οι διηγήσεις δεν έχουν διαφορές: μια μικρή χώρα αρνείται (πάντα…) να εξαγοραστεί από μια γηπεδούχο που έχει ανάγκη την διάκριση. Οι δήθεν αποκαλύψεις γίνονται από παίκτες ή από παράγοντες συνήθως για να δικαιολογήσουν μια αποτυχία ιστορικών διαστάσεων: είναι ο πιο εύκολος τρόπος για ένα είδος ιστορικής δικαίωσης καθώς ο χαμένος (που συνήθως έχει αντιμετωπίσει σκληρή κριτική για την αποτυχία του) επιχειρεί να γίνει ένα είδος ήρωα, που αρνήθηκε χρήματα, δεν υπέκυψε σε πιέσεις, λύγισε από την υποψία ή την ανασφάλεια κτλ.
Συνήθως όλες αυτές οι δήθεν αποκαλύψεις γίνονται για να μείνει μια ουρά αμφιβολίας: ο παίκτης που ισχυρίζεται ότι δεν τα πήρε, αφήνει πίσω του βοτσαλάκια καχυποψίας – αυτός αρνήθηκε, οι υπόλοιποι ποτέ δεν ξέρεις. Το ίδιο φάνηκε να κάνει και ο πολύς Μαρτσουλιόνις. Μόνο που άθελά του έκανε ένα λάθος: δυσφήμισε όχι τους Ελληνες, που κατά την ομολογία του δεν τα κατάφεραν να δωροδοκίσουν την ομάδα του, αλλά την ίδια την ομάδα του που εμφανίζεται ως μια ομαδούλα της σειράς που κάποιοι μπαγαπόντηδες θα μπορούσαν να εξαγοράσουν. Κάποιος να του θυμίσει ότι έπαιζε στη μεγάλη Σοβιετική Ενωση – πράγμα που μάλλον ξέχασε. Η Σοβιετική Ενωση ήταν μεγαθήριο. Και τα μεγαθήρια δεν πλησιάζονται. Αν αυτός έβλεπε τους θρύλους με τους οποίους αγωνιζόταν ως ζήτουλες που περίμεναν κάποιον να τους εξαγοράσει, ο άνθρωπος έχει πρόβλημα. Σοβαρό.
Η δική μου εντύπωση είναι ότι το είδος της αποτυχίας της συγκεκριμένης τεράστιας ομάδας παραμένει τόσο ασήκωτα μεγάλο, ώστε τον οδηγεί ακόμα και δεκαετίες αργότερα να την μικραίνει, μήπως και κάνει λιγότερο αφόρητη την ήττα της. Το πιστεύω γιατί θυμάμαι καλά την εποχή κι όχι μόνο την ομάδα του Μαρτσουλιόνις.
Το ξήλωμα του πουλόβερ
Είναι πολύ σπάνιο να βρεις στα παγκόσμια χρονικά μια ομάδα που να έπαθε τέτοια ζημιά από μια άλλη σαν αυτή που έπαθε εκείνη η Σοβιετική Ενωση από την Εθνική Ελλάδος. Το 1987 η Σοβιετική Ενωση ήρθε στην Αθήνα όχι απλά για να κερδίσει το τρόπαιο, αλλά για να κάνει περίπατο. Ένα μόλις χρόνο πριν είχε χάσει στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ισπανίας από τους Αμερικάνους με ένα μόνο καλάθι: όλο το γήπεδο είχε αποθεώσει την τεράστια προσπάθεια της, που είχε δείξει στους Γιάνκιδες ότι πέρασαν οι καιροί που μπορούσαν να κερδίζουν τίτλους κατεβάζοντας παιδάκια από τα κολέγια. Η ήττα από την Ελλάδα είχε θυμώσει τόσο τους Σοβιετικούς ώστε ο κόουτς Γκιομέλσκι είχε πει ότι η ομάδα του έπαιξε στο ΣΕΦ «σε συνθήκες Μαυριτανίας».
Ένα χρόνο αργότερα οι Σοβιετικοί κατέκτησαν στη Σεούλ το χρυσό Ολυμπιακό Μετάλλιο κερδίζοντας αυτή τη φορά τα Αμερικανάκια και δείχνοντας ότι η ήττα στον Πειραιά ήταν αποτέλεσμα των συνθηκών – φυσικά και τις απουσίας του Σαμπόνις. Μόνο που ένα χρόνο αργότερα στη Σερβία οι Ελληνες τους νίκησαν πάλι κι αυτό έβαλε σε τέλμα το μπάσκετ τους για χρόνια: δεν τα κατάφεραν στο Παγκόσμιο του 1990 όταν και διαλύθηκαν από τους Γιουγκοσλάβους, εξαφανίστηκαν από τα μετάλλια ως Ρώσοι στο Πανευρωπαϊκό του 1991 στη Ρώμη, έγιναν σάκος του μποξ από την ντριμ τιμ στους Ολυμπιακούς του 1992, έχασαν το 1993 στη Γερμανία από τους γηπεδούχους. Οσο μεγάλωνε η παρακμή τους τόσο οι ήττες του 1987 και του 1989 από τους Ελληνες πονούσαν: τους στέρησαν πρωτιές που στο μυαλό τους απλά τους περίμεναν.
Είναι όμως μόνο αυτό; Όχι φυσικά. Το 1987 οι μεταρρυθμίσεις του Γκορμπατσόφ επέτρεπαν για πρώτη φορά στους καλύτερους Σοβιετικούς παίκτες να φύγουν για το ΝΒΑ. Ο Μαρτσουλιόνις ήταν από τους πρώτους που έκανε όνειρα να περάσει τον Ατλαντικό και τελικά τα κατάφερε. Μόνο που αυτό το δικαίωμα ήταν προφανώς συνυφασμένο με επιτυχίες της Εθνικής: το δούναι και λαβείν ήταν δεδομένο. Φανταστείτε λοιπόν το είδος της πίκρας του νεαρού Μαρτσουλιόνις μετά την ήττα στο ΣΕΦ. Φανταστείτε τον τρόμο του ότι θα χάσει το ίδιο το ταξίδι στο όνειρο. Φανταστείτε την απόγνωσή του στη σκέψη ότι ένα πανίσχυρο Κράτος θα του χρεώσει ένα αθλητικό διασυρμό. Όχι τυχαία το εισιτήριο για την Αμερική ο Λιθουανός το πήρε δυο χρόνια αργότερα ως επιβράβευση για το χρυσό στη Σεούλ.
Αν τα βάλεις όλα κάτω είναι να απορείς πως την απόπειρα δωροδοκίας δεν την κατήγγειλε το 1987 αμέσως μετά το ματς: ψέματα θα έλεγε και τότε, απλά η πίκρα του θα τα έκανε να μοιάζουν ως παρηγοριά. Ενώ σήμερα είναι απλό απόσταγμα πίκρας. Ο Βολκόφ π.χ που δεν νοιώθει ότι έχασε δυο χρόνια καριέρας στο ΝΒΑ επειδή κέρδισαν οι Ελληνες είπε ότι με όλα αυτά που άκουσε πέφτει από τα σύννεφα.
Το κάνουμε και μόνοι μας
Ο Παναγιώτης Φασούλας έκανε μια δημόσια έκκληση με αφορμή τη σαχλαμάρα του Μαρτσουλιόνις: ζήτησε να κινηθεί νομικά εναντίον του παίκτη το Υφυπουργείο Αθλητισμού διότι, όπως σωστά είπε, η ομοσπονδία μπάσκετ είναι αυτή τη στιγμή ανύπαρκτη. Ο Νίκος Φιλίππου ήταν περισσότερο καυστικός: «Ασχοληθήκαμε τότε, το 1987, μαζί του επειδή όντως ήταν μεγάλος παίκτης. Και τον νικήσαμε. Με το να ασχολούμαστε τώρα μαζί του, δίνουμε αξία σε έναν ηλίθιο» είπε. Συμφωνώ περισσότερο με το Φιλίππου: απέναντι σε ηλιθιότητες δεν χρειάζεται να τοποθετείσαι. Διότι η ηλιθιότητα από τη φύση της σε παρασέρνει σε συζητήσεις από τις οποίες μπορείς μόνο να βγεις χαμένος. Η Εθνική μας έπαιξε ημιτελικό με τους Γιουγκοσλάβους Παρασκευή βράδυ: τι απόπειρα θα μπορούσε να γίνει μέσα σε μια μέρα; Ποιος θα την επιχειρούσε όταν ήδη η παρουσία της ομάδας μας στον τελικό ήταν ένα θαύμα από μόνη της;
Όμως κάνω λάθος κι εγώ τσιμπώντας. Δεν μπορεί να υπάρξει ορθολογιστική αντιπαραβολή επιχειρημάτων: η ηλιθιότητα είναι μια μαύρη τρύπα που σε ρουφάει. Στη χώρα μας μαύρες τρύπες καχυποψίας, κουτοπονηριάς και μπουρδολογίας φτιάχνουμε πολλές μόνοι μας. Δεν έχουμε ανάγκη κι από εισαγόμενες…