Οι φίλοι και οι γνωστοί του αποχαιρέτησαν τον Μανούσο Μανουσάκη, σκηνοθέτη και δημιουργό, έχοντας όλοι να πουν κάτι καλό για αυτόν και δικαιολογημένα. Ο Μανουσάκης βοήθησε πολύ κόσμο. Ανέδειξε ηθοποιούς, σκηνοθέτες και σεναριογράφους, συνέβαλε όσο λίγοι στο να αλλάξει η τηλεόρασή μας, επηρέασε με τον τρόπο του μια ολόκληρη δεκαπενταετία. Γράφτηκαν πολλά αυτές τις μέρες για τα μεγάλα ρεκόρ τηλεθέασης που έκαναν οι τηλεοπτικές σειρές του, μερικές από τις οποίες αποτελούν την ίδια την ιστορία της ιδιωτικής τηλεόρασης. Εφυγε σε ηλικία 76 χρόνων σε μια στιγμή που οι τηλεοπτικές σειρές είναι δυσεύρετες: εννοώ ότι ενώ γυρίζονται πολλές, ελάχιστες τελικά κάνουν κάτι που μπορεί να χαρακτηριστεί επιτυχία.
Η βασική του αρχή
Ο Μανουσάκης έφυγε έχοντας μια παράξενη προσωπική επιτυχία: ό,τι δεν είχε καταφέρει στο σινεμά, όπου δούλευε ήδη από την δεκαετία του ’70, το πέτυχε στην τηλεόραση – δεν μετέφερε στην τηλεόραση την σκηνοθετική του μανιέρα, όπως ο Γιάννης Δαλιανίδης ή ο Κώστας Κουτσομίτης πχ, αλλά βρήκε μια μανιέρα ειδικά για την περίσταση, μια που ελάχιστη ομοιότητα είχε με όσα στο σινεμά προσπάθησε. Ταινίες του Μανουσάκη, όπως η «Σκιάχτρα» πχ η «η Αντίστροφη πορεία», είναι απίθανο να σε κάνουν να πιστέψεις πως ο ίδιος άνθρωπος χρόνια αργότερα έκανε τους «Ψίθυρους Καρδιάς», το «Η αγάπη ήρθε από μακριά», το «Άγγιγμα Ψυχής» ή το περίφημο «Τμήμα Ηθών» με το οποίο επί της ουσίας ξεκινά η τηλεοπτική του καριέρα.
Το «Τμήμα Ηθών» αποτελεί μια ειδική στιγμή στην ιστορία της τηλεόρασής μας. Ο Μανουσάκης έχει την βασική ιδέα. Σκηνοθετεί κάποια επεισόδια, βρίσκει σεναριογράφους και ηθοποιούς και μοιράζεται την δουλειά με πολλούς άλλους σκηνοθέτες. Είναι δημιουργός περιεχομένου, σχεδόν και παραγωγός κι έχει την γενική επίβλεψη: δεν νομίζω πως κάτι τέτοιο είχε γίνει ποτέ μέχρι τότε στην ελληνική τηλεόραση. Το όλο εγχείρημα, ως προς την δομή και τον τρόπο κατασκευής του, μοιάζει πολύ αμερικάνικο. Δεν ξέρω πως ακριβώς το πέτυχε, δεδομένου ότι εκείνη την στιγμή δεν ερχόταν από προσωπικές επιτυχίες. Ολο αυτό μοιάζει ακόμα πιο εντυπωσιακό αν σκεφτείς και την ίδια την θεματολογία της σειράς.
Από το 1992 που ξεκίνησε το Τμήμα Ηθών μέχρι σήμερα, έχουν περάσει 32 ολόκληρα χρόνια. Κι όμως σήμερα για την δημιουργία μιας τέτοια σειράς θα υπήρχε τεράστια διστακτικότητα. Εγινε πιο συντηρητική η τηλεόρασή μας και το κοινό της στο πέρασμα του χρόνου; Όχι. Και τότε και τώρα οι αντιλήψεις για το τι μπορεί να γίνει επιτυχία είναι ίδιες: η βασική προσέγγιση στην τηλεοπτική παραγωγή είναι το «να είμαστε πρωτότυποι, αλλά όχι ενοχλητικοί». Ο Μανουσάκης δεν ενδιαφερόταν για το αν και κατά πόσο μια σειρά του θα ενοχλήσει και κυρίως δεν τον ένοιαζε ποιους και πόσους θα ενοχλήσει. Και πάνω σε αυτή την θέση του έχτισε επιτυχίες που σε ό,τι έχει να κάνει με την τηλεθέαση έμειναν αξεπέραστες.
Σαν να ήταν πραγματικές
Οι πιο πολλές υποθέσεις των επιτυχιών του Μανουσάκη, απομονωμένες από την εικόνα και την διεκπεραίωσή τους, μπορούν να ακούγονται σήμερα έως και κωμικές – ειδικά σε ένα κοινό νεότερων ανθρώπων που δεν έχει ζήσει τον καιρό που αυτές καθήλωναν κόσμο. Οι έρωτες πχ ήταν πάντα ανάμεσα σε όσους δεν επιτρεπόταν να ερωτευτούν με βάση γενικότερες κοινωνικές αντιλήψεις της εποχής, που μεταξύ μας δεν έχουν αλλάξει και πολύ. Ο παπάς και η νεαρή αγιογράφος. Ο νεαρός αρχιτέκτονας και μια τσιγγάνα. Η παντρεμένη επαρχιώτισσά και ο Αλβανός που δουλεύει στα χωράφια του άντρα της. Ο μουσουλμάνος δάσκαλος και η φοιτήτρια. Η νεοδιόριστη καθηγήτρια μαθηματικών και ο μαθητής της. Όλα αυτά στα χέρια ενός άλλου σκηνοθέτη θα μπορούσαν να έχουν αποτελέσματα εντελώς κωμικά. Αλλά ο Μανουσάκης ήταν μάστορας. Μετέτρεπε την τηλεόραση, όχι σε κλειδαρότρυπα, αλλά σε ένα είδος μεγάλης γειτονιάς. Εβαζε τον κόσμο να παρακολουθεί αυτές τις ιστορίες, αλλά κυρίως να τις συζητάει σαν να ήταν πραγματικές. Και να προβληματίζεται για το τέλος τους που δεν ήταν πάντα δεδομένο – πράγμα που μας είχε μάθει ήδη με το Τμήμα Ηθών.
Ο Μανουσάκης κατόρθωνε για χρόνια κάτι που για τα δεδομένα της τηλεόρασης (όχι μόνο της ελληνικής…) έμοιαζε εκτός λογικής: έκανε τεράστια σουξέ με σήριαλ που δεν επέτρεπαν στον τηλεθεατή να ταυτιστεί με τους πρωταγωνιστές τους. Αυτό κι αν ήταν επιτυχία!
Να μην σου τύχουνε
Σε όλο τον κόσμο οι σεναριογράφοι των τηλεοπτικών σειρών παιδεύονται να βρουν πρωταγωνιστές που να επιτρέπουν στο κοινό να νοιώθει ότι θα μπορούσε ακόμα και να βρίσκεται στην θέση τους. Ακόμα και στις ιστορίες με απαγορευμένους έρωτες οι ρόλοι είναι περίπου στερεότυποι: βλέπεις νοικοκυρές και μαμάδες, επιτυχημένες στη δουλειά τους γυναίκες ή άλλες που απλά πλήττουν εντός του γάμου τους να βρίσκονται ξαφνικά μπλεγμένες σε ερωτικές περιπέτειες με μποέμ τύπους, ή ανέμελους πιτσιρικάδες ή ωραίους της διπλανής πόρτας – κι όλα αυτά βέβαια μπορεί να είναι κι αντίστροφα, δηλαδή να υπάρχουν σύζυγοι υπεράνω υποψίας που μπλέκουν με μοιραίες γυναίκες, όπου μοιραία είναι συνήθως μια που κάπως «καλιτεχνίζει» - τραγουδάει, χορεύει, ζωγραφίζει κτλ. Όλα αυτά τα αφόρητα κλισέ επιτρέπουν στο τηλεοπτικό κοινό να βλέπει κάτι που του θυμίζει τα δικά του – συνήθως όσα δεν τολμά, ούτε συνήθως κι έχει σκοπό να τολμήσει: η επιτυχία ενός σήριαλ έρχεται σχεδόν πάντα με την προσφορά μιας ανεκπλήρωτης φαντασίωσης – φυσικά και με μπόλικη ηθικολογία αφού υπάρχουν καλοί αξιολάτρευτοι και κακοί χρήσιμοι. Όχι στην περίπτωση του Μανουσάκη. Στις δικές του ιστορίες οι ρόλοι δεν επέτρεπαν αναγωγές – ήταν ιδιαίτεροι. Και οι ιστορίες δεν ήταν από αυτές που έχουν τύχει σε όλους, ώστε να αισθάνονται οι τηλεθεατές οικειότητα: ίσα ίσα πολλά τα έβλεπες και ήθελες να μην σου τύχουν. Οσο κούκλα και να ήταν η Παπαχαραλάμπους, πόσοι θα ήταν διαθέσιμοι να χάσουν το μυαλό τους με μια τσιγγάνα;
Ολο αυτό ο Μανουσάκης το έκανε καταργώντας και ένα άλλο κανόνα: σπανίως χρησιμοποιούσε σε πρωταγωνιστικούς ρόλους ήδη φτασμένους ηθοποιούς, που κουβαλούσαν στις σειρές του το σουξέ τους. Στον καιρό των μεγάλων επιτυχιών του πόνταρε σχεδόν πάντα σε πρόσωπα καινούργια: μάλιστα μερικοί πρωταγωνιστές του συνδέθηκαν τόσο πολύ με τους ρόλους τους που ακόμα και σήμερα ο κόσμος τους βλέπει και του θυμίζουν εκείνα τα σήριαλ – σαν αυτά να μην ήταν μυθοπλασία, αλλά ντοκιμαντέρ. Ο Γκλέτσος, η Αννα Μαρία Παπαχαραλάμους, η Θεοφανία Παπαθωμά, ο Γιάννης Τσιμιτσέλης, η Θάλεια Ματίκα κι άλλοι πολλοί του χρωστάνε πολλά και πιστεύω το αναγνωρίζουν.
Πάντα κάτι έλειπε
Ο Μανουσάκης ρίσκαρε στην τηλεόραση, όπως σχεδόν κανείς δεν κάνει σήμερα. Το 2015 έκανε και την πιο μεγάλη του κινηματογραφική επιτυχία, το «Ουζερί Τσιτσάνης». Κάποιοι είχαν μιλήσει «για ταινία με τηλεοπτική αισθητική»: ήθελα να τους πω πως αν ένα πρόβλημα υπήρχε στη κατά τα άλλα συμπαθέστατη αυτή δουλειά του σκηνοθέτη, είναι ότι δεν είχε την τηλεοπτική του οξύτητα – το αφηγηματικό ρίσκο που είχαν τα μεγάλα τηλεοπτικά σουξέ του. Ο Μανουσάκης δεν άφησε πολλούς μαθητές για ένα απλό λόγο: η επιτυχία των σειρών του δεν είχε να κάνει με την μανιέρα, δηλαδή με την τεχνική, αλλά με το ρίσκο, δηλαδή με τα μυαλά του. Την σιγουριά του, την γνώση του μέσου αλλά και του κοινού. Το οποίο δεν το παίδευε, αλλά ήξερα και πώς να το εκπλήσσει. Σήμερα η τηλεόραση αυτό το κοινό απλά το ψάχνει αγκομαχώντας, προσπαθώντας να του δείξει όσα θέλει να βλέπει και να ακούει όσα δεν ενοχλούν. Και το κοινό απλά βαριέται.
Ο Μανουσάκης έφυγε γρήγορα, χτυπημένος από λευχαιμία. Υπήρξε κατά κάποιο τρόπο ιδρυτής και μοναδικός δάσκαλος μιας τηλεοπτικής σχολής με αρκετούς απόφοιτους, αλλά κανένα συνεχιστή. Μετά τις επιτυχίες του πολλά σήριαλ έμοιαζαν με αυτά του Μανουσάκη: έγιναν πχ τουλάχιστον τέσσερις σειρές που θυμάμαι που έμοιαζαν με το Τμήμα Ηθών, αλλά από όλες κάτι έλειπε. Το τι είναι απλό: έλλειπε ο Μανουσάκης…