Πριν πολλά πολλά χρόνια, τον καιρό που ακόμα ο Χάρι Κλυν έβγαζε δίσκους, ένα σουξέ του το τραγουδούσε όλη η Ελλάδα: ήταν ένα κοροϊδευτικό πικρό τραγουδάκι, που μιλούσε για την Ελλάδα του Πράσινου Ηλιου, τη χώρα της οποίας οι κάτοικοι πρέπει να ξεσηκωθούν «με Ρόλεξ στα χέρια και γούνες στους ώμους». Σήμερα το ίδιο τραγούδι πολλοί μπορούν να το ακούν και να δακρύζουν από νοσταλγία, όπως ακούν το «Θα σε ξανάβρω στους μπαχτσέδες», το απόλυτο χιτ της 3ης του Σεπτέμβρη, που έχει γίνει πλέον η μέρα που άπαντες χρησιμοποιούν για να μας πείσουν ότι παραμένουν ή ότι κατά βάθος είναι όλοι ΠΑΣΟΚ. Το κάνουν σίγουροι ότι έτσι συμβαίνει με όλους μας επιδιώκοντας και ενίοτε κερδίζοντας την δύστυχη προσοχή μας.
Ολοι ψάχνουν το φλουρί
Φέτος οι εκδηλώσεις λατρείας για το ΠΑΣΟΚ άρχισαν πριν την 3η Σεπτέμβρη. Ο Κώστας Λαλιώτης επανεμφανίστηκε καλοκαιριάτικα για να θυμίσει τις αντιδεξιές αρχές του ΠΑΣΟΚ ζητώντας, λίγο πολύ, ο επόμενος αρχηγός της όποιας νέας παράταξης της Κεντροαριστεράς να πορευτεί με τα πασοκικά λάβαρα, υπερασπιζόμενος πρώτα από όλα τον ίδιο τον Αντρέα και την ιστορική του μνήμη, λες και η χώρα δεν έχει άλλα προβλήματα σοβαρότερα. Λαλιώτη, δηλαδή Αντρέα αλα καρτ, έφτασε να τσιτάρει στη Βουλή ο Κατρούγκαλος, που άλλωστε με το ΠΑΣΟΚ κανένα πρόβλημα δεν είχε κι απλά δεν πρόλαβε να πολιτευτεί μαζί του: πριν κάνει τηλεοπτική καριέρα ως αντιμνημονιακός είχε υπάρξει εξαιρετικός σύμβουλος Υπουργός και Υπουργείων για μια πασοκική δεκαετία. Μέσα στο καλοκαίρι ο Κουρουπλής αποφάσισε να μας θυμίσει ότι το ΠΑΣΟΚ είναι αυτός και στο ίδιο του συνέδριο του ΠΑΣΟΚ επανεμφανίστηκε ο Γιώργος Παπανδρέου για να υπενθυμίσει ότι η κληρονομιά των Παπανδρέου είναι ακόμα δική του, έστω κι αν ένα κομμάτι της το κατασπατάλησε. Και μετά, πριν φύγει το καλοκαίρι, άρχισε η πασαρέλα των υποψήφιων της Κεντροαριστεράς, οι περισσότεροι από τους οποίους βασίζουν την καμπάνια τους σε μια προσπάθεια να μας διαβεβαιώσουν ότι έχουν μεγάλα σχέδια για την ανακαίνιση του ΠΑΣΟΚ, άλλοι φτιάχνοντας ξανά το ΠΑΣΟΚ όπως ήταν και άλλοι παρουσιάζοντας ένα ανανεωμένο ΠΑΣΟΚ, που θα ανταποκριθεί στις ανάγκες μιας εποχής που ένα ΠΑΣΟΚ καλύτερο από το ΠΑΣΟΚ του ΣΥΡΙΖΑ ψάχνει. Δεν είναι καθόλου παράξενο που μέσα σε αυτό το σκηνικό εμφανίστηκε κι ο Αλέξης Τσίπρας να αρθρογραφεί για τον Αντρέα, θέτοντας ρητορικά ερωτήματα του στυλ «ήταν ψεύτης;». Αφού όλοι διεκδικούν το ΠΑΣΟΚ, είναι λογικό να θέλει κι ο Τσίπρας το κομμάτι του μήπως και του ξαναπέσει το φλουρί.
Η κιβωτός του Αντρέα
Γιατί υπάρχει αυτή η λατρεία για το ΠΑΣΟΚ από τον πολιτικό μας κόσμο την στιγμή που ο κόσμος το ΠΑΣΟΚ έπαψε να το ψηφίζει; Για ένα απλό λόγο: γιατί το ΠΑΣΟΚ ήταν εργαλείο πιο πολύ και από πολιτικό κόμμα. Όχι ότι δεν ήταν κόμμα συγκροτημένο: μια χαρά συγκρότηση είχε και μια χαρά εσωτερική ιεραρχία και μια χαρά όργανα – αλλά δεν ήταν η κομματική του οργάνωση το μυστικό της επιτυχίας του. Το ΠΑΣΟΚ υπήρξε ένα είδος Κιβωτού του Αντρέα μέσα στο οποίο μπορούσες να βρεις τα πάντα, και για αυτό, παρόλο που ήταν το πιο προσωποπαγές και αρχηγικό κόμμα που γνώρισε ποτέ η χώρα, άντεξε πολλά πολλά χρόνια μετά το θάνατο του ιδρυτή του. Στο ΠΑΣΟΚ, από τη στιγμή που το κόμμα σκαρφάλωσε στην εξουσία, έφερνε ο καθένας ό,τι είχε: συνυπήρχαν εντός του τα πάντα. Αριστεροσύνη και εκσυγχρονισμός. Λατρεία για την εθνική αντίσταση και το χρηματιστήριο. Αντιδεξιά ρητορική και ευκαιρία για δουλειές. Κυβέρνηση και αντιπολίτευση – κι αν χρειαζόταν εύκολα μπορούσαν να γίνουν και τα δυο ταυτόχρονα. Εθνολαϊκισμός και ευρωπαϊσμός. Ντόπα και εθνική υπερηφάνια. Κιτσαρία και Μουσεία της Ακρόπολης. Συνταγματολόγοι και UFO. Αγρότες, εργάτες, φοιτητές κι όποιος είχε βίλα στην Βούλα. Ποιος πολιτικός δεν θα ήθελε να είναι σε ένα πολιτικό χώρο που του επέτρεπε να λέει ό,τι γουστάρει, μπροστά σε ένα πολιτικό ακροατήριο που τον αποθέωνε, αρκεί να μπορούσε να κάνει διορισμούς και ρουσφέτια; Αυτό ήταν το ΠΑΣΟΚ: ένα τεράστιο μπαλκόνι το οποίο λειτουργούσε ως πασαρέλα υποσχέσεων. Οταν χρήματα υπήρχαν αυτές μπορούσαν να γίνουν και πράξη: σημασία είχε ότι με τους ανθρώπους της πασαρέλας (όχι μόνο βουλευτές, αλλά και συνδικαλιστές, δημάρχους, καθηγητές, στρατιωτικούς, δικαστές κτλ) μια άκρη θα την βρίσκαμε.
Το εγχειρίδιο της πολιτικής
Εχει ενδιαφέρον πως ενώ το ίδιο το ΠΑΣΟΚ (ή ό,τι έχει μείνει από αυτό…) επιχειρεί κατά καιρούς ένα είδος αυτοκριτικής περιορίζοντας την πρακτική των ανεκπλήρωτων υποσχέσεων, οι άλλοι πολιτικοί χώροι την υιοθέτησαν ως τακτική, αποδεικνύοντας ότι το ΠΑΣΟΚ, ως μηχανή προεκλογικών εξαγγελιών, το ζήλευαν. Αντιμνημονιακός, πριν τον Τσίπρα, υπήρξε και ο Αντώνης Σαμαράς π.χ. Σε άλλες περιπτώσεις αποδείχτηκε ότι ευλογούσαν τις πρακτικές του ΠΑΣΟΚ, έστω κι αν ως αντιπολίτευση της κατήγγειλαν: ο Προκόπης Παυλόπουλος διόρισε τη μισή Ελλάδα και ο Αλογοσκούφης έδωσε, χάρη στα περίφημα stage, περισσότερα κοινωνικά επιδόματα από τον Τσοβόλα. Με τον καιρό η πολιτική πρακτική στην Ελλάδα ομογενοποιήθηκε: το ΠΑΣΟΚ δημιούργησε το άτυπο εγχειρίδιο της. Πρέπει να υπόσχεσαι μπαρούφες, όπως το ΠΑΣΟΚ, και να κυβερνάς όπως το ΠΑΣΟΚ διορίζοντας, εξυπηρετώντας και τάζοντας – ακόμα κι αν στο μεταξύ το ίδιο το ΠΑΣΟΚ έχει σταματήσει να υπόσχεται και σοβαρά προβληματίζεται για το αν πρέπει να συγκυβερνά, εσύ πρέπει να το κάνεις. Το κακό είναι ότι δεν υπάρχουν πλέον χρήματα – αν υπήρχαν θα κυβερνούσε ακόμα το ΠΑΣΟΚ βέβαια.
Επενδύοντας σε συναισθηματισμούς
Υπάρχει κάτι περίεργα νοσταλγικό και συγχρόνως απόλυτα αρρωστημένο σε όλο αυτό. Η νοσταλγία έχει να κάνει με μια περίοδο ευημερίας που στα μάτια πολλών ταυτίστηκε με το ΠΑΣΟΚ: στο φαντασιακό του νεοέλληνα υπάρχει ένα «κόμμα – κράτος», που με διάφορους τρόπους τον εξυπηρετούσε και του έδινε λεφτά, αρκεί με αυτό να μπορούσε να βρει μια άκρη. Η χρεοκοπία του κράτους τον οδήγησε στο να εγκαταλείψει το κόμμα, τις πρακτικές του οποίου, όμως, ειδικά όσο τα χρόνια περνάνε, θυμάται με συμπάθεια. Αυτή τη συμπάθεια προσπαθούν να εκμεταλλευτούν σήμερα πολλοί: κανείς δεν έχασε επενδύοντας σε συναισθηματισμούς. Μόνο που η χώρα δεν έχει ανάγκη από λόγια παρηγοριάς και συμπάθειας, ούτε από μελό ιστορίες: το αν ο Ανδρέας ήταν ψεύτης ή γυναικάς ή σοβαρός καθηγητής ή Ολυμπιακός, δεν έχει καμία σημασία – αυτό που είναι απαραίτητο σήμερα είναι δουλειές, επενδύσεις, καλύτερες αμοιβές, καλύτερες κρατικές υπηρεσίες, λιγότερος φόβος για το αύριο. Με το πασοκικό χθες μπορούμε απλώς να κάνουμε πλάκα, όσοι έχουμε τις αντοχές να αντιμετωπίζουμε σπατάλες και υπερβολές με χιούμορ.
Δεν είναι εύκολο να ωριμάζεις: είναι όμως απαραίτητο. Ας αποδεχτούμε ότι είμαστε όλοι ΠΑΣΟΚ – με την ένεση που έχουμε φάει τριάντα χρόνια στα μυαλά δεν θα μπορούσαμε να είμαστε και τίποτα άλλο. Αλλά αυτό δεν είναι λόγος για να λοβοτομηθούμε, ούτε για να νεκρώσει η χώρα κάνοντας πασοκική αυτοψυχάνάλυση: ας το αποδεχτούμε, ως στοιχείο του εαυτού μας, και ας πάμε επιτέλους παρακάτω.
(Να πω την αλήθεια όσο τα έγραφα αυτά μια φωνή μέσα μου έλεγε: «Κύριε Αντώνη δεν τα ξέραμε αυτά. Τώρα που τα μάθαμε Αρχοντούλα μου θα ψηφίσουμε πάλι ΠΑΣΟΚ». Αλίμονό μας…).