Όταν είδα το «1917» πριν λίγες μέρες αποφάσισα να κάνω ένα πείραμα στον εαυτό μου: να μην γράψω τίποτα για αυτό πριν περάσουν μέρες για να δω τι θα μείνει από δαύτο στο μυαλό μου. Ο λόγος που το έκανα είναι γιατί νομίζω πως οι ταινίες που γίνονται με θέμα τους πολέμους, μικρούς ή μεγάλους, είναι σημαντικές, όχι όταν σε εντυπωσιάζουν αλλά όταν σε ακολουθούν κομμάτι για πάντα. Το να εντυπωσιάσεις φτιάχνοντας μια ταινία με θέμα τον πόλεμο είναι στην εποχή των σπέσιαλ εφέ μάλλον εύκολο και οι λίγοι που είδαν την πρόσφατη Ναυμαχία του Μίντγουεϊ θα με καταλάβουν: το ψηφιακό θέαμα ήταν τόσο εντυπωσιακό, ώστε το μόνο που έλειπε είναι να εμφανιστούν και να επιτεθούν στους Γιαπωνέζους και οι Avengers. Αλλά πολύ αμφιβάλω αν κανείς θυμάται την υπόθεση, μολονότι αυτή ήταν τόσο απλοϊκή ακριβώς για να σου μείνει κάτι από την ιστορία της. Η απλοϊκότητα δεν είναι πάντα ο καλύτερος τρόπος για να αφηγηθείς κάτι – βοηθά όταν λες ανέκδοτα και θες να γελά ο κόσμος: ο πόλεμος είναι μια σοβαρή υπόθεση. Απλοϊκό, μέσα στις εκπλήξεις του, είναι και το σενάριο του 1917. Αλλά όλα τα άλλα είναι σύνθετα.
Μια οικογενειακή ιστορία
Ας τα πάρουμε με τη σειρά. Ο Σαμ Μέντες, γνωστός και αγαπημένος ήδη από τον καιρό του American Beauty, που άντεξε στο χρόνο γιατί πάντα οι πενηντάρηδες θα τρελαίνονται με τις πιτσιρίκες, γοητεύεται από τις στρατιωτικές ιστορίες κι αυτό μας το είχε δείξει και στο Jarhead, το 2005, μια ταινία που διαδραματίζεται στην περίοδο του Πολέμου του Κόλπου – όχι η καλύτερή του. Το 1917 είναι ίσως η πιο προσωπική ταινία του: η προσπάθειά του να στήσει μια ιστορία που εξελίσσεται μια μόλις μέρα στην πρώτη γραμμή του μετώπου του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου είναι τόσο μανιακή, ώστε νομίζεις πως ο ίδιος ήταν εκεί και ανασυνθέτει τις μνήμες του. Φυσικά και δεν ήταν, αλλά η προσπάθειά του έχει κάτι που σε μνήμες στηρίζεται: όπως ο ίδιος ισχυρίζεται η ιστορία που διηγείται, με όλες τις προσεχτικές της λεπτομέρειες, βασίζεται σε αφηγήσεις του παππού του – είναι μια οικογενειακή ιστορία, διότι οι παππούδες καμιά φορά μας επιτρέπουν να κληρονομήσουμε και τις μνήμες τους. Πέρα από αυτό ο Μέντες μας δείχνει και την κινηματογραφοφιλία του και την ικανότητα του. Οι αναφορές σε προηγούμενες ταινίες που έχει αγαπήσει δεν κρύβονται («Οι σταυροί στο μέτωπο» είναι προφανώς μια από τις πιο αγαπημένες του ταινίες, αλλά υπάρχουν κι άλλα), αλλά ο Μέντες δεν κλέβει, ούτε δανείζεται – μάλλον καταθέτει την αγάπη του αποκαλύπτοντας την πηγή της έμπνευσής του. Αυτή του η έμπνευση τον βοηθά σαφώς να χτίσει την ταινία – μεταφορικά και κυριολεκτικά.
Το μεράκι του ζωγράφου
Για το γύρισμά της ανοίχτηκαν πραγματικά χαρακώματα και στήθηκε ένα ολόκληρο χωριό, που με τους φωτισμούς και τις σωστές γωνίες λήψεις έπρεπε να μοιάζει βομβαρδισμένο, ερειπωμένο και καμένο μέσα στη νύχτα. Δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα στην ταινία που να βασίζεται σε εφέ: όλα μα όλα είναι σκηνογραφία – ο Μέντες φιλμάρει σαν να βρήκε πέντε κάδρα σε ένα γαλλικό ή βρετανικό μουσείο αφιερωμένο στον Μεγάλο Πόλεμο και να τα ζωντάνεψε. Η ταινία είναι πέντε κάδρα που αποκτούν ζωή, χάρη στην τεχνική του μονοπλάνου, που πάντως δεν κουράζει γιατί είναι η κάμερα αυτή που ακολουθεί τους ηθοποιούς κι όχι η ηθοποιοί που περνούν από μπροστά της σαν να συμμετέχουν σε μια γιγαντιαίων διαστάσεων θεατρική παράσταση. Ο Μέντες δίνει σε αυτές τις πέντε μεγάλες σκηνές ένα τρομερό εσωτερικό ρυθμό, χωρίς να προσπαθεί να σε βάλει στο κέντρο τους: θέλει να δεις κι όχι να συμμετέχεις – δεν σε πιέζει, δεν σε πιάνει από το λαιμό, δεν σε τραβολογάει για να αισθανθείς τη φρίκη του πολέμου. Θέλει απλά τα μάτια σου πάνω στην ταινία, όχι τόσο για να σου περιγράψει την αίσθηση της απειλής, αλλά για να σε κάνει να δεις την ιστορία που αφηγείται σαν κριτικός ζωγραφικού πίνακα, που μπορεί να εκτιμήσει την αναπαράσταση, το χρώμα και το μεράκι του δημιουργού.
Κι αυτό αναμφίβολα το καταφέρνει τόσο καλά ώστε μολονότι η ιστορία του εξελίσσεται στο 1917, όποιος έχει πάει φαντάρος ανασύρει χάρη στις εικόνες της δικές του θύμησες. Στο πλάνο του φαντάρου που κοιμάται στην αρχή της ταινίας, στην πεζοπορία του, στην φλυαρία των δυο πρωταγωνιστών, στο στριμωξίδι στο ρέο, στις συζητήσεις με αξιωματικούς που θέλουν να ξεφορτωθούν το φαντάρο όσο πιο γρήγορα μπορούν, θα θυμηθείς σκηνές από ένα στρατό που έχεις γνωρίσει – ακόμα κι αν (ευτυχώς για σένα) τον έχεις ζήσει σε συνθήκες ειρήνης.
Πολλά μικρά, λίγα μεγάλα
Αυτή την προσοχή στις μικρές μιλιταριστικές λεπτομέρειες ομολογώ ότι τη λάτρεψα περισσότερο από τις λίγες στιγμές μάχης ή τις σκηνές με τα μεγάλα πλάνα της εφόδου προς ένα αόρατο εχθρό που σπέρνει πτώματα. Στο «1917», τα μικρά είναι πιο σημαντικά από τα μεγάλα για όποιον κάτι από στρατό γνωρίζει: η ταινία είναι σαφώς περισσότερο στρατιωτική παρά ηρωϊκή ή πολεμική. Αναφέρεται σε μια αποστολή, σ’ ένα μικρό πόλεμο μέσα στον πόλεμο – σε αυτό μοιάζει με το σπιλμπεργκικό Στρατιώτη Ράιαν. Αλλά αυτό είναι και το παράξενο όριο της.
Τώρα που οι μέρες πέρασαν μπορώ να πω ότι μου άφησε λίγα – ίσως γιατί δεν ήθελε να μου αφήσει πιο πολλά. Οι μεγάλες πολεμικές ταινίες μου έχουν μείνει στο μυαλό μου στην ολότητά τους και δεν μπορεί να φύγουν ποτέ από αυτό: θυμάμαι όλο το «Σταυροί στο μέτωπο», όπως και ο Μέντες, θυμάμαι όλη την «Αποκάλυψη τώρα» κι ας την είδα τελευταία φορά πριν από είκοσι χρόνια, θυμάμαι την «Απόβαση στη Νορμανδία» κι ακόμα χαμογελάω ενοχικά με τη σκηνή που ο αλεξιπτωτιστής πέφτει στο πηγάδι. Θυμάμαι τον «Αετό που πάτησε στη γη», τη «Γέφυρα του ποταμού Κβάι», που κι αυτή ήταν η ιστορία μιας αποστολής – αν όχι και ηρωϊκής. Στη «Δουνκέρκη» του Κρίστοφερ Νόλαν νόμιζα ότι ήμουν εκεί – στο 1917 έμεινα απλά να παρακολουθώ την αφηγηματική Τέχνη του Μέντες. Τέχνη είπα; Λάθος. Τεχνική θα ήταν σωστότερο. Η ταινία βασίζεται σαφώς σε μια καταπληκτική τεχνική – τόσο σπουδαία, που ο σκηνοθέτης της αξίζει το χειροκρότημά σου: κατασκευαστικά είναι ένα αριστούργημα, αλλά θα σου αφήσει απλά λίγες ωραίες σκηνές νομίζω.
Τέλος διαφωνώ και με το τελικό της μήνυμα. Ο πόλεμος είναι σκληρός, αλλά δεν μπορεί να προβάλλεται ως η επιτομή της ματαιότητας: ο ηρωϊσμός δεν είναι πράξη ματαιοδοξίας – δεν παίζεις κορώνα γράμματα τη ζωή σου για να μπεις στα βιβλία της ιστορίας. Αν ρισκάρεις τη ζωή σου το κάνεις γιατί πιστεύεις στην αποστολή κι όχι γιατί απλά εκτελείς διαταγές. Ο παππούς του Μέντες, όταν του είχε αφηγηθεί αυτές τις ιστορίες, νομίζω ότι το έκανε γιατί ένοιωθε περήφανος και θα θελε να ναι για αυτόν περήφανος και ο εγγονός του. Ο Μέντες κινηματογράφησε το ανδραγάθημα του παππού, αλλά ξέχασε κομμάτι την υπερηφάνεια του…