Την Κυριακή, σε ένα κατάμεστο Σαν Σίρο, μετά το τελευταίο ματς της Μίλαν στη σεζόν και τη νίκη της με αντίπαλο την Βερόνα, ο Ζλάταν Ιμπραϊμοβιτς ανακοίνωσε το αντίο του στο ποδόσφαιρο. Πολύς κόσμος δάκρυσε μολονότι όλοι περίμεναν την ανακοίνωση και παρόλο που ο Ιμπρα είχε σταματήσει στην πραγματικότητα καιρό τώρα. Πιθανότατα συγκίνησε τον κόσμο που από αυτόν περίμενε ένα ακόμα θαύμα - να βρει πχ ένα τρόπο να μην σταματήσει ποτέ.
Συλλογή από πρωταθλήματα
Υπήρχε μια εποχή, στην δεκαετία του 2000-10, που όταν άρχιζε η σεζόν έγραφα ότι υπάρχει μόνο ένα δεδομένο: πως η ομάδα του Ζλάταν Ιμπραϊμοβιτς, όποια κι αν ήταν, θα κερδίσει το πρωτάθλημα. Η πρόβλεψή μου επαληθευόταν σχεδόν πάντα: από το 2001 που πήγε στον Αγιαξ μέχρι το 2016 που πήγε στην Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ ο Ιμπρα κέρδιζε πάντα το πρωτάθλημα με την ομάδα που αγωνιζόταν! Το έκανε με τον Αγιαξ που κατά κάποιο τρόπο μας τον σύστησε, την Γιουβέντους που τον έφερε στην Ιταλία, την Ιντερ στην οποία μεγαλούργησε, την Μίλαν που αγάπησε αληθινά, την Μπάρτσα που δεν τον κατάλαβε και την Παρί που τον χρυσοπλήρωσε. Ουδέποτε πρόβλεψή μου δεν υπήρξε πιο εύκολη.
Η συνταγή του πρωταθλητισμού είναι απλή: για να είναι ικανή να γίνει πρωταθλήτρια μια ομάδα χρειάζεται μια αξιόπιστη άμυνα, ένα τουλάχιστον ηγέτη, δυνατή έδρα, και φυσικά μια επίθεση που να βάζει πολλά γκολ. Αυτό το τελευταίο γίνεται εύκολα, ή αν μια ομάδα έχει ένα πολύ οργανωμένο επιθετικό παιγνίδι, ή αν έχει ένα «μεγάλο μπαμπούλα», δηλαδή ένα ποδοσφαιριστή που με την παρουσία του προκαλεί πονοκέφαλους σε όσους είναι υποχρεωμένοι να τον αντιμετωπίσουν. Αυτό το ρόλο του «μεγάλου μπαμπούλα» στο ολλανδικό, στο ιταλικό και στο γαλλικό πρωτάθλημα ο Ιμπραϊμοβιτς τον υπηρέτησε τέλεια – στην Μπάρτσα το πράγμα ήταν αλλιώς. Όπως διαφορετικά ήταν όλα και στο Τσάμπιονς λιγκ που ποτέ δεν κατέκτησε: ο Ζλάταν έχει κερδίσει εθνικά πρωταθλήματα και κύπελλα με όλες τις ομάδες που έχει αγωνιστεί, ευρωπαϊκό τίτλο όμως δεν κέρδισε ποτέ του. Κι ας ήταν κάποια καταπληκτικά του γκολ στο Τσάμπιονς λιγκ, που είχαν αρχικά εκτοξεύσει την αξία του – δεν έχει άλλωστε βάλει σε αυτό λίγα.
Ειδικότητα οι μαγείες
Ο Σουηδός με το σέρβικο αίμα ήταν φορ πολύ κινητικό, ένα από αυτά που έχουν ως ειδικότητα να ανοίγουν τις κλειστές άμυνες: ήταν ένας εφιάλτης όλων των εξυπνάκηδων προπονητών που πήγαιναν να παίξουν άμυνα με δυνατές ομάδες, τις οποίες θα κορόιδευαν χτυπώντας στην κόντρα. Ο Ζλάταν είναι ψηλός, υπήρξε εξαιρετικός τεχνίτης, ήταν ίσως λίγο αργός αλλά με τη μπάλα ήταν ιδιοφυής: το πιο γνωστό του μαγικό γκολ, αυτό με την Εθνική Σουηδίας κόντρα στους Αγγλους, είναι η απόδειξη ότι μπορούσε να κάνει πολύ γρήγορα κάτι εξαιρετικά δύσκολο με όπλο την ταχύτητα σκέψης και την τεράστια αυτοπεποίθηση.
Αυτού του τύπου τα προσόντα τον καθιστούσαν κακό συναπάντημα για όσους αποφασίζουν να περιμένουν την όποια ομάδα του κλεισμένοι στην περιοχή τους: τέτοιοι αντίπαλοι, ψαρωμένοι συχνά από την δύναμη και την τεχνική του, υπάρχουν πολλοί και στα εθνικά πρωταθλήματα και στη φάση των ομίλων του Τσάμπιονς λιγκ. Στα νοκ άουτ που ακολουθούσαν τις φάσεις των ομίλων απαιτούνταν πάντα παίκτες μαχητές: ακόμα και οι μάγοι έπρεπε να φορούν στολές παραλλαγής. Αυτοί που κέρδισαν τίτλους ήταν κίλερ σαν τον Κριστιάνο Ρονάλντο που δεν συγχωρούσαν τίποτα σκοράροντας στη μία και μοναδική ευκαιρία τους, πεζοναύτες που έπαιρναν την ομάδα στην πλάτη τους σαν τον Μπενζεμά ή εξολοθρευτές συνηθισμένοι να παίζουν πολύ με τη μπάλα στα πόδια όπως ο Μέσι πχ. Ο Ζλάταν δεν ήταν τίποτα από αυτά. Ηταν ένας σπουδαίος καλλιτέχνης που ανέβαζε στροφές όποτε γούσταρε. Και που δεν καταλάβαινε γιατί κάποια ματς ήταν σπουδαιότερα από άλλα: για αυτόν σπουδαία ήταν όσα ο κόσμος ερχόταν να δει αυτόν. Στα ματς που ήταν τόσο μεγάλα, ώστε θα ήταν σημαντικά ακόμα και χωρίς την δική του παρουσία, δεν έβρισκε ποτέ κίνητρο.
Επιδείξεις στο κοινό του
Όταν διάβασα πριν λίγο καιρό την αυτοβιογραφία του («Ζλάταν» εκδόσεις Ψυχογιός) κατάλαβα ότι ο τύπος ήξερε πολύ καλά τα όρια του και έχτισε μια καριέρα κάνοντας επιδείξεις τεχνικής - κυρίως με αντιπάλους του χεριού του. Κάποτε νόμιζα πως το μεγάλο παλκοσένικο του Τσάμπιονς λιγκ δυσκολευόταν να το καταλάβει κι αυτό φαινόταν στη διαφορά των γκολ που σημείωνε σε αυτό σε σχέση με τα όσα έκανε στο πρωτάθλημα. Με τον Αγιαξ είχε πετύχει 35 γκολ στο εύκολο ολλανδικό πρωτάθλημα και μόλις 7 στην Ευρώπη σε τέσσερα χρόνια. Με τη Γιούβε 23 στο πρωτάθλημα και 3 σε δυο χρόνια σε διεθνείς διοργανώσεις. Με την Ιντερ 57 στο Καμπιονάτο (!) και μόλις 6 στο Τσάμπιονς λιγκ το οποίο η Ιντερ κέρδισε κι όταν έφυγε. Με τη Μίλαν είχε 42 και μόλις 5 στην Ευρώπη και με τη Μπάρτσα 16 στο πρωτάθλημα και 3 στο Τσάμπιονς λιγκ σε μια χρονιά που οι Καταλανοί βάζανε 4 γκολ μέσο όρο στους ευρωπαϊκούς τους περιπάτους. Με την Παρί ήταν παντού πρωταγωνιστής: τα χρόνια του εκεί ήταν γεμάτα γκολ και ασίστ σε όλες τις διοργανώσεις, πέτυχε πχ 20 στο Τσάμπιονς λιγκ σε 33 ματς, αλλά και πάλι στην Ευρώπη δεν υπήρξαν διακρίσεις. Αυτό με βοήθησε να καταλάβω πως ο Ιμπρα ήταν μια σπάνια περίπτωση σπουδαίου παίκτη που διασκέδαζε τον κόσμο όταν κι ο ίδιος διασκέδαζε. Οι μάχες ποτέ δεν τον ενδιέφεραν: όχι τυχαία και στο αγγλικό πρωτάθλημα τα κατορθώματά του υπήρξαν λίγα, παρόλο που τα γκολ του ήταν πολλά. Με την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ σημείωσε 28 γκολ σε 46 ματς και κατέκτησε το μοναδικό σοβαρό ευρωπαϊκό τρόπαιο – το Γιουρόπα λιγκ. Αλλά δεν νομίζω ότι ένοιωσε ποτέ του πρωταγωνιστής σε ένα πρωτάθλημα που ο κόσμος δεν πήγαινε κυρίως να δει τον ίδιο, αλλά πολλούς άλλους μεγάλους παίκτες, και πολλές μεγάλες ομάδες. Ο σόουμαν το κοινό του το θέλει μόνο για αυτόν.
Σε όποιον αρέσουμε
Η καριέρα του Ιμπρα δεν είναι μια συλλογή από τίτλους: είναι ένα dvd γεμάτο από highlights. Αν ήταν τραγουδιστής θα είχε βγάλει σαράντα δίσκους και στον καθένα από αυτούς θα είχε ένα τουλάχιστον τεράστιο σουξέ. Οι κριτικοί θα γκρίνιαζαν γιατί θέλει ντε και καλά να βγάζει ένα άλμπουμ κάθε χρόνο – ο κόσμος όμως στις συναυλίες του δεν θα σταματούσε να τραγουδάει. Δεν βρήκα παράξενο ότι από όλες τις ομάδες στις οποίες αγωνίστηκε αγάπησε τη Μίλαν με την οποία οι τίτλοι που κέρδισε ήταν οι λιγότεροι: δεν ήταν το ζητούμενο για τον ίδιο οι τίτλοι, αλλά οι μαγείες που ο κόσμος του περίμενε. Για τον μεγάλο καλλιτέχνη μετρά η αίσθηση πως το κοινό είναι αποκλειστικά δικό του, πως δεν θα υπήρχε χωρίς τον ίδιο και δεν θα ήταν σίγουρα χαρούμενο χωρίς αυτόν. «Επέστρεψα στη Μίλαν πέρυσι να παίξω δυο ματς εδώ και να κρεμάσω τα παπούτσια μου, κι αγωνίστηκα σε ένα πρωτάθλημα. Είχα συμπαίκτες που θα μπορούσαν να είναι παιδιά μου – οι μισοί μου μιλούσαν στον πληθυντικό. Κι ο κόσμος στο δρόμο μου έλεγε πως αφού είμαι εδώ η Μίλαν θα κερδίσει το πρωτάθλημα» είπε την Κυριακή. Αυτό του άρεσε: να του αναγνωρίζουν ικανότητες θαυματοποιού, να ζουν για αυτόν.
Εχοντας στο κεφάλι του την βεβαιότητα ότι είναι μοναδικός απαιτούσε να του φέρονται κι έτσι: οι καυγάδες του υπήρξαν εξίσου καταπληκτικοί με τα γκολ του, οι δηλητηριώδεις ατάκες του έγραψαν ιστορία, η ικανότητα του να προκαλεί δεν θα βρει διάδοχο. Ακόμα και την βραδιά του αντίο του, μην μπορώντας να μπει και να αγωνιστεί εξαιτίας ενός τραυματισμού που όλη την σεζόν τον ταλαιπώρησε θύμισε στον κόσμο ποιος είναι με το μικρόφωνο. Ο Ιμπρα ήταν κεφάτος και την δύσκολη στιγμή του αντίο. Είπε ότι μπορεί να υπήρξε ένας σούπερμαν των γηπέδων, αλλά έχει καρδιά και πονάει. Πως στο Μιλάνο πήγε ευτυχισμένος και με γεμάτο βιογραφικό κάποτε, για να ανακαλύψει πως στο σύγχρονο ποδόσφαιρο υπάρχει κι αγάπη. Είπε πως δεν ξέρει τι θα κάνει στη συνέχεια: κι εγώ έχω μεγάλη περιέργεια.
Οταν οι ελάχιστοι οπαδοί της Βερόνα, που ήταν στο γήπεδο τον αποδοκίμασαν (!) στεναχωρημένοι γιατί η ήττα της ομάδας τους από τη Μίλαν της στέρησε την δυνατότητα να μείνει στην κατηγορία χωρίς συμμετοχή σε μπαράζ, ο ψύχραιμος και μεγάλος ατακαδόρος Ζλάταν τους είπε να συνεχίσουν να τον αποδοκιμάζουν διότι αυτές τους οι αποδοκιμασίες θα είναι το μόνο που θα έχουν να θυμούνται, αν και εφόσον η ομάδα τους υποβιβαστεί! Σκληρό λιγάκι, αλλά έτσι ήταν ο Ιμπραϊμοβιτς. Αν ήξερε το «σε όποιον αρέσουμε», θα το τραγουδούσε κάθε μέρα…