Δεν έχω χαρεί περισσότερο για νικητή μεγάλης διοργάνωσης από όσο χάρηκα για την επιτυχία των Ισπανών στο εφετινό Ευρωμπάσκετ: ο θρίαμβος των Ισπανών, υπέροχος και ξεχωριστός όπως όλοι σχεδόν, δυνάμωσε την πίστη μου στην ομορφιά του αθλήματος και τόνωσε την βεβαιότητα μου πως στο μοντέρνο μπάσκετ αυτό που μετρά πάνω από όλα είναι η δημιουργία και η αποτελεσματικότητα. Αυτά που σε όλα τα σπορ πρεσβεύουν οι καταπληκτικοί Ισπανοί.
Ελεγαν ότι θα έκλαιγαν πικρά
Όταν πριν λίγο καιρό η Εθνική μας διέλυσε την Ισπανία σε ένα φιλικό στο ΟΑΚΑ οι γνώστες του αθλήματος έβγαλαν το συμπέρασμα πως αυτή τη φορά οι Ισπανοί στο Ευρωμπάσκετ θα κλάψουν πικρά και πως θα είναι ιστορική η αποτυχία τους μετά από έξι συνεχόμενες παρουσίες τους στο βάθρο. Είναι αλήθεια πως κι εγώ κάποια στιγμή όταν κοίταξα το ρόστερ τους λύγισα, σαν άπιστος Θωμάς. Δεν είδα τον Ρούμπιο, τον Αμπάλδε, τον Γιούλ, τον Αμπρίνεθ, τον Ιμπάκα, τον Σέρχι Μαρτίνεθ, τον Οριόλα έστω. Μου ήταν δύσκολο να φανταστώ ότι ο Γκαρούμπα στο ΝΒΑ έγινε τόσο καλύτερος και ότι τα αδέρφια Ερνανγκόμεθ μπορεί να γίνουν οι νέοι Γκαζόλ γιατί πήγαν στις ΗΠΑ μικροί. Κυρίως όμως, το ομολογώ, βομβαρδισμένος από τις ελληνικές αναλύσεις για την θεοποίηση της άμυνας, είχα ξεχάσει κι εγώ πόσο τεράστια είναι η ικανότητα των Ισπανών να βρίσκουν λύσεις χάρη στο παιγνίδι τους, δηλαδή χάρη στην παραγωγικότητα και την δημιουργικότητα – τις αληθινές αρετές που κάνουν τον κάθε παίκτη καλύτερο. Από το τελευταίο μάθημα των Ισπανών, δηλαδή την κατάκτηση του Μουντομπάσκετ με σούπερ σταρ τον Ρίκι Ρούμπιο το 2019, έχουν περάσει τρία χρόνια. Και ο χρόνος τρέχει πια τόσο γρήγορα που νομίζεις πως πέρασαν αιώνες. Είχα ξεχάσει. Κακώς βέβαια.
Οι άλλοι κι αυτοί
Για τις ευρωπαϊκές χώρες, που αντιπροσωπεύουν μεγάλες σχολές, η κατάκτηση ενός μεταλλίου σε Ευρωμπάσκετ σε στιγμές που δεν υπάρχει στη διάθεση των προπονητών πληθώρα καταπληκτικών παικτών δεν είναι και τόσο δύσκολη υπόθεση. Μια μάλλον μέτρια Σερβία, με ένα σούπερ σταρ στον πάγκο όμως, όπως ο Ντούσαν Ιβκοβιτς, και με ένα σπουδαίο Τεόντοσιτς έπαιξε τελικό στην Πολωνία το 2009. Οι Ρώσοι το 2011, με μοναδικά αληθινά αστέρια τον Κιριλένκο και τον Σβεντ, πήραν μετάλλιο στην Λιθουανία και παραλίγο να πάρουν και το 2017 με μια από τις φτωχότερες σε ταλέντο ομάδες της ιστορίας τους. Οι ίδιοι οι Λιθουανοί το 2015 έφτασαν μέχρι τον τελικό με άγουρο ακόμα τον θηριώδη Βαλαντσιούνας, παιδάκι τον Σαμπόνις και καλύτερους δυο επιφανείς εργάτες: τον Γιανκούνας και τον Καρνιέτις. Πίσω από αυτές τις επιτυχίες (κι άλλες πολλές παρόμοιες) υπήρχε πάντα η ίδια συνταγή: άμυνα κι ο Θεός βοηθός. Ετοιμοι να παίξουν ανταρτοπόλεμο, όλοι αυτοί οι ωραίοι τύποι που φορούσαν φανέλες ιστορικών ομάδων, τα κατάφεραν γιατί πήγαν στα τουρνουά αυτά με σκοπό να πουλήσουν ακριβά το τομάρι τους. Οι Σέρβοι του Ιβκοβιτς το 2009 μέχρι τον τελικό δεν είχαν δεχτεί πάνω από 80 πόντους σε κανένα ματς. Οι Ρώσοι το 2011 έχασαν στον ημιτελικό από τους Γάλλους, όταν για πρώτη φορά δέχτηκαν πάνω από 70 πόντους. Οι Λιθουανοί το 2015 κρατήσαν στους 64 πόντους την Σερβία του Μπογκντάνοβιτς, του Νέντοβιτς, του Μάρκοβιτς και του Τεόντοσιτς που είχε φτάσει σε αυτόν αήττητη σπέρνοντας τον πανικό. Η άγια άμυνα έχει βοηθήσει πολλούς να κάνουν εκπλήξεις. Αλλά οι Ισπανοί δεν συγκαταλέγονται μεταξύ αυτών που για να διακριθούν σε ένα τουρνουά θα πουλήσουν την ψυχή τους στο διάβολο που λέγεται σκοπιμότητα. Η νίκη πρέπει να είναι πάντα αποτέλεσμα του παραγωγικού τους παιγνιδιού: αλλιώς δεν την χαίρονται.
Από το Βέλγιο στη Γαλλία
Στο εφετινό τουρνουά πήγαν με μια ομάδα υποτίθεται χωρίς μεγάλη ποιότητα. Είχαν μια σοκαριστική ήττα στην αρχή από τους Βέλγους, στο μόνο ματς που επιθετικά υστέρησαν. Και μετά πήραν φόρα κι αφού κέρδισαν με σκληρή άμυνα τους Τούρκους, έριξαν μια κατοστάρα στους Λιθουανούς κι άλλη μια στη Φινλανδία. Στον ημιτελικό έβαλαν 96 στους γηπεδούχους Γερμανούς και στον τελικό σταμάτησαν για τα όλε όλε στους 88 με τους Γάλλους. Σε κανένα άλλωστε τελικό από τους τελευταίους τέσσερις που έχουν κερδίσει δεν έχουν βάλει λιγότερους από 80 πόντους. Οι Γάλλοι πρέπει να είναι ευχαριστημένοι γιατί έχασαν μόνο με 12 πόντους. Το 2011 παρά ένα καλάθι θα μετρούσαν 100 πόντους από τους Ισπανούς. Οι Σέρβοι το 2009 έχασαν από αυτούς με 22. Οι Λιθουανοί το 2015 με 17. Οι τελικοί των Ισπανών είναι παραστάσεις επιθετικού μπάσκετ για ένα ρόλο: είτε αγωνίζονται οι αδερφοί Γκαζόλ, είτε οι αδερφοί Ερνάνγκόμεθ – ο Γουίλι φέτος βγήκε ΜVP της διοργάνωσης και ο Χουάντσο ΜVP του τελικού.
Μια παλιά ιστορία
Η λατρεία των Ισπανών για το επιθετικό μπάσκετ είναι μια παλιά ιστορία. Οι Ισπανοί ήδη από τη δεκαετία του ‘80 έπαιζαν επιθετικά κι αμερικάνικα: απλά έχαναν από χώρες μαμούθ όπως η Γιουγκοσλαβία και ο ΕΣΣΔ, που όντας τεράστιες πληθυσμιακά, επέτρεπαν σε προπονητές να βρίσκουν πιο πολλούς παίκτες – το μπάσκετ δεν είναι σπορ κοινών ανθρώπων. Όταν προέκυψαν οι διασπάσεις, οι Ισπανοί σιγά σιγά τους άφησαν όλους πίσω γιατί απλά ήταν πάντα πιο μπροστά από όλους σε ό,τι έχει να κάνει με τις αντιλήψεις. Είχαν πχ ΝΒΑer από το 1986 – όταν στην Αμερική πήγαιναν οι ευρωπαϊκές ομάδες και έχαναν από τα κολέγια ο μακαρίτης Φερνάντο Μαρτίν έγινε παίκτης (και σημαντικός) των Σιάτλ Σουπερσόνικς. Όταν αργότερα οι Ευρωπαίοι κατέκτησαν τους Αμερικάνους και το επαγγελματικό τους πρωτάθλημα, οι Ισπανοί έστειλαν σε αυτό όλη τους την Εθνική ομάδα και όλοι οι παίκτες τους εκεί έκαναν σπουδαία πράγματα: οι Γκαζόλ, οι Καλτερόν, ο Ρούμπιο, ο Ρούντι, ο Ιμπάκα, οι Ερνάνγκόμεθ, ακόμα κι ο μεγάλος Ναβάρο που γύρισε στη Βαρκελώνη γρήγορα, δεν είχαν στις ΗΠΑ το παραμικρό πρόβλημα προσαρμογής γιατί το μπάσκετ, που είχαν μάθει στην Ισπανία ήταν αυτό που και οι Αμερικάνοι γνωρίζουν και αγαπούν. Τα καλύτερα κολέγια είναι οι ισπανικές ομάδες.
Μπράουν και Σκαριόλο
Το μπάσκετ είναι πρώτα από όλα νοοτροπία και αντίληψη: οι Ισπανοί είναι σχολή τεράστια όχι γιατί κερδίζουν παντού μετάλλια, αλλά γιατί αγαπούν δεκαετίες τώρα να παίζουν με το δικό τους τρόπο που είναι ο πιο αποδοτικός – ενδεχομένως και ο πιο δύσκολος. Όχι τυχαία φέτος που χρειάστηκε να βγάλουν ισπανικό διαβατήριο σε ένα Αμερικάνο διάλεξαν τον Λορέντσο Μπράουν, ένα δημιουργό και σκόρερ, που κι αυτός στο ΝΒΑ έγινε παίκτης: το μπάσκετ που παίζει είναι απολύτως ισπανικό, δηλαδή δημιουργικό και γρήγορο. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι χρόνια τώρα εμπιστεύονται την Εθνική τους στο Σέρτζιο Σκαριόλο, ένα Ιταλό που ισπανοποιήθηκε. Τον είδαν να κερδίζει τίτλους με τη Μάλαγα, χάρηκαν για το γεγονός πως αν και ξένος κατάλαβε το ισπανικό μπάσκετ και τις αρχές του, και του έδωσαν την Εθνική γιατί ως ξένος μπορούσε να είναι πιο αποστασιοποιημένος σε ό,τι έχει να κάνει με τις επιλογές – ενδεχομένως και πιο ψύχραιμος. Αλλά πάντα πιστός στο μπάσκετ που αυτοί ξέρουν.
Ο Σκαριόλο, που πάντα κοιτάζει τι γίνεται στο ΝΒΑ και ήταν και στο τιμ των Ράπτορς όταν αυτοί κατέκτησαν τον τίτλο το 2019, εμφάνισε στο Ευρωμπάσκετ μια αθλητική ομάδα που έπρεπε να εξελιχτεί παίζοντας, δηλαδή σκοράροντας παιγνίδι με παιγνίδι πιο πολύ. Η πρόοδός της, μολονότι βασίστηκε πολύ στους ΝΒΑers (πράγμα λογικό), ήρθε μέσα από μια συνολική δουλειά. Βγήκε μπροστά στα δύσκολα ο γερο Ρούντι, πήρε τη μπακέτα ο Μπράουν, δείξανε την πρόοδό τους ο Χάιμε Φερνάντεθ, ο Πραδίγια, ο Μπριθουέλα: όλοι ανέλαβαν το μερίδιό τους στην ευθύνη που τους αντιστοιχούσε. Αυτό έκαναν οι Ισπανοί στο Ευρωμπάσκετ: έπαιξαν πάλι όλοι μαζί το μπάσκετ που αγαπούν. Οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι, είτε περίμεναν τα πάντα από ένα υπερπαίκτη που θα άλλαζε τη μοίρα τους, είτε απλά δεν ξέρουν να παίξουν το μπάσκετ των Ισπανών. Το μπάσκετ που κερδίζει δηλαδή.
Πρόβλημα δικό μας
Δεν τους γουστάρουμε τους Ισπανούς στην Ελλάδα. Θεωρούμε τον Σκαριόλο απλά τυχερό, τον Ρούντι ένα νούμερο και τις επιτυχίες τους δεν τις καταλαβαίνουμε. Όταν αυτοί είχαν δει ήδη από το 2009 που πάει το μπάσκετ, εμείς στην ομοσπονδία είχαμε ένα τύπο που έλεγε ότι οι μαϊμούδες δεν έχουν θέση στην Ευρώπη. Όταν αυτοί βγάζουν παίκτες χάρη στο αναπτυξιακό τους πρόγραμμα («από 15 χρονών όλα τα παιδιά παίζουν το ίδιο μπάσκετ σε όλες τις Εθνικές» είπε ο Σκαριόλο), εμείς μαθαίνουμε στα παιδιά να πέφτουν στις πινακίδες και να δίνουν βοήθειες στην αδύναμη πλευρά. Όταν αυτοί έχουν πρόεδρο της ομοσπονδίας τους τον Γκαρμπαχόθα εμείς αναρωτιόμαστε «τι θέλουν οι παίκτες και μπλέκουν με τα διοικητικά». Όταν αυτοί θριαμβεύουν με άγνωστους, σε μας φταίνε οι προπονητές. Προβλήματα δικά μας είναι αυτά όμως: όχι δικά τους. Αυτοί απλά κερδίζουν. Φέτος μάλιστα τα κέρδισαν όλα τα πανευρωπαϊκά. Πανάξια…