Και παππάς και γκάνγκστερ

Και παππάς και γκάνγκστερ


«Όταν γεννηθείς στο Little Italy της Νέας Υόρκης έχεις δυο επιλογές: μπορείς να γίνεις ή παππάς ή γκάγκστερ κι εγώ δεν μπορούσα να είμαι ούτε το ένα ούτε το άλλο» έχει πει ο Μαρτίν Σκορσέζε και πιθανότατα αυτή να είναι και η πιο διάσημη ατάκα του. Φέτος έκλεισε τα 80 του χρόνια, συμπλήρωσε τα 60 από την πρώτη ταινία που γύρισε (το άγνωστο στην Ελλάδα What's a Nice Girl Like You Doing in a Place Like This?) και τα 50 από αυτή χάρη στην οποία τον μάθαμε, το «Κακόφημοι δρόμοι». Γιόρτασε όλες αυτές τις επετείους χαρίζοντάς μας μια ταινία έπος με τον τίτλο «Οι δολοφόνοι του ανθισμένου φεγγαριού».

Τα έπη του Σκορσέζε

Ως έπος στα λεξικά της εποχής μας ορίζεται ένα αφήγημα τεράστιο σε έκταση, πολύ γεμάτο με περιστατικά, και  θεματογραφικά φορτωμένο με χαρακτήρες οι ιστορίες των οποίων θα ήταν ενδιαφέρουσες έστω κι αν ο καθένας από αυτούς δεν συναντούσε τους συμπρωταγωνιστές του. Το έπος δεν είναι απλή περιγραφή μιας ιστορίας αλλά μια συρραφή από ιστορίες στο όνομα μιας ενιαίας αφήγησης. Ετσι ήταν κι ο «Ιρλανδός» και η «Σιωπή» και ο «Λύκος της Γουολ Στρίτ», δηλαδή όλες οι τελευταίες ταινίες του Σκορσέζε.  

https://www.athinorama.gr/Content/ImagesDatabase/p/750x422/crop/both/ba/ba92ef48746b454bab1805baf0a0607b.jpg?quality=81&404=default&v=4

Βετεράνος, αλλά όχι κουρασμένος, ο Σκορσέζε έλκεται από ένα είδος που έκανε το σινεμά Μεγάλη Τέχνη. Ίσως να ήθελε και να το ζήσει την περίοδο της μεγάλης ακμής του, τότε που ο γιγαντισμός ήταν συνώνυμο της επιτυχίας του. Το 2012 το βρετανικό περιοδικό Sight & Sound του είχε ζητήσει την δεκάδα των αγαπημένων του ταινιών: ο Σκορσέζε είπε δώδεκα κι αρνήθηκε να κόψει κάποια από αυτές. Εντός της λίστας, δίπλα σε ταινίες που καταλαβαίνεις πως έχει ζηλέψει για την κινηματογράφισή τους («Οδύσσεια του Διαστήματος», «Vertigo») και άλλες που τον άγγιξαν με την αφηγηματική τους στόχευση («Οκτώμισι», «Paisa», «Ashes and Diamonds»), υπάρχουν έπη όπως ο «Πολίτης Κέιν» του Ορσον Γουέλς, ο «Γατόπαρδος» του Βισκόντι, το «The Searchers» του Τζον Φορντ, το «Σαλβατόρε Τζουλιάνο» του Φραντσέσκο Ρόζι. Οκτώ από τις δώδεκα ταινίες που δηλώνει πως λατρεύει έχουν γυριστεί μεταξύ του 1945 και του 1955, τον καιρό που το σινεμά έπρεπε να είναι επικό, γεμάτο, χορταστικό – αποτέλεσμα όχι τόσο έμπνευσης όσο σκληρής δουλειάς πολλών που ένας έπρεπε να διευθύνει. Στα 80 του ο Σκορσέζε είναι σαν να λέει πως τελικά μόνο αυτό το σινεμά αξίζει.

 https://kolossaion.com/wp-content/uploads/movies/photo/h2xrJfmvapa2w0TdhGnoBPFRUu6.jpg

Το σημαντικό περίγραμμα

«Οι δολοφόνοι του ανθισμένου φεγγαριού» είναι η πιο αχρονική ταινία του Σκορσέζε: θα μπορούσε να έχει γυριστεί πριν από τριάντα ή πενήντα χρόνια και να ήταν ακριβώς η ίδια – απλά είναι αμφίβολο αν ο παραγωγός του τότε θα επέτρεπε την διάρκειά της. Σήμερα που ο Σκορσέζε μπορεί να κάνει ό,τι θέλει μας δείχνει ακριβώς τι θέλει να κάνει. Αυτός και ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο, πρωταγωνιστής και ουσιαστικά συμπαραγωγός του, έχουν αγαπήσει το ομώνυμο βιβλίο του Ντέιβιντ Γκραν που στην Ελλάδα κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 2019 και στις ΗΠΑ δυο χρόνια νωρίτερα. Ο Γκραν κάνει ένα είδος ερευνητικής δημοσιογραφίας σκαλίζοντας υποθέσεις προηγούμενων δεκαετιών. Επεσε στην ιστορία των ινδιάνων Οσέιτζ στην Οκλαχόμα, που την δεκαετία του 1920 ήταν οι πιο πλούσιοι Αμερικάνοι γιατί στην γη τους είχε βρεθεί πετρέλαιο. Εδεσε την ιστορία τους με την τότε ίδρυση του FBI κι έγραψε ένα αμερικάνικο αστυνομικό μυθιστόρημα, από αυτά που το περίγραμμα είναι σημαντικότερο από την ιστορία – εννοώ ότι η γαρνιτούρα είναι πιο καλοφτιαγμένη από το κυρίως πιάτο. Ο Σκορσέζε με την καθαρή ματιά του σοφού ανθρώπου είδε στο βιβλίο το πιο ιντριγκαδόρικο μέρος του: άφησε στην άκρη τους μεθοδικούς αστυνομικούς του Χούβερ (που πρωταγωνιστούν) κι ασχολήθηκε με αυτό που θα ασχολούνταν ένας παππάς κι ένας γκάνγκστερ, δηλαδή με τα καθάρματα. Ο παππάς θα χρησιμοποιούσε το παράδειγμά τους για να κάνει ένα είδος κηρύγματος κατά της βουλιμίας και της ματαιοδοξίας, που παραμένουν μερικά από τα  χειρότερα αμαρτήματα. Κι ο γκάγκστερ θα αφηγούνταν την ιστορία για να δείξει πως υπάρχουν και χειρότεροι από δαύτον. Προσοχή: μπορεί να την εξιστορούσε και με ένα είδος θαυμασμού ή κατηγορώντας τους ήρωες του γιατί ενώ είχαν μια σπουδαία ιδέα την εκτέλεσαν λάθος. Αλλά όπως και να έχει κι ο παππάς κι ο γκάνγκστερ θα την χρησιμοποιούσαν κατά το δοκούν, δηλαδή για να κερδίσουν την προσοχή μας.

Σε ένα παράλογο κόσμο

Στις τελευταίες του ταινίες ο Σκορσέζε νοιώθει πως έγινε κατά κάποιο τρόπο και παππάς και γκάγκστερ. Η «Σιωπή» είναι μια ιστορία προσηλυτισμού και κηρύγματος του λόγου του Θεού σε ένα παράλογο κόσμο. Ο «Ιρλανδός» είναι ένα γκανγκστερικό δράμα που επίσης διαδραματίζεται σε ένα κόσμο αφόρητα εκτός λογικής. Ετσι ακριβώς βλέπει πλέον ο Σκορσέζε τον κόσμο μας. Και για αυτόν μιλάει.  

Στους «Δολοφόνους του Ανθισμένου Φεγγαριού» υπάρχει σε πρώτο επίπεδο το ζήτημα της ηθικής και σε δεύτερο η ίδια η πορεία του αμαρτωλού προς την κόλαση – ζητήματα θεολογικά και τα δυο. Αλλά υπάρχει μια αφήγηση σκορσεζική, όπου το κακό μοιάζει κυρίαρχο γιατί είναι συνυφασμένο με την ίδια την ανθρώπινη φύση. Υπάρχει ένα κακό μεταμφιεσμένο, γοητευτικό εν μέρει, όχι ανίκητο αλλά σχεδόν ασταμάτητο γιατί είναι διαβρωτικό. Οι Οσέιτζ, αδυνατώντας να κρατήσουν τις δικές τους παραδόσεις και τις δικές του συνήθειες, κατασπαράζονται, όχι γιατί είναι αβοήθητοι, ή κομμάτι ενός παλιού κόσμου, αλλά γιατί απλά παρασύρονται: η γοητεία, μοιάζει να λέει σχεδόν σαν ιεροκύρηκας ο Σκορσέζε,  είναι επικίνδυνη γιατί βοηθά στον χειρισμό των ανθρώπων – οφείλουμε κατά την γνώμη του να είμαστε υποψιασμένοι κυρίως απέναντί της. Από την άλλη ο Σκορσέζε μοιάζει να θεωρεί πως ο κόσμος μας είναι φτιαγμένος έτσι ώστε να επιβραβεύεται ο μόνος κώδικας επιτυχίας, δηλαδή το θράσος. Ο χαρακτήρας του Ντε Νίρο, ίσως ο πιο ενδιαφέρον της ιστορίας, είναι ενδεικτικός: συζητά με τους Ινδιάνους, είναι ο άνθρωπός τους, δεν ενδιαφέρεται για το πετρέλαιό τους, είναι υπεράνω υποψίας. Και δεν είναι απλά κακός, αλλά είναι ένας διάβολος.

Όλα είναι σοβαρά

Στα 80 του ο Σκορσέζε έχει κάθε δικαίωμα να μας συμβουλεύει μιλώντας αλληγορικά, πόσο μάλλον όταν οι θρησκευτικές του αλληγορίες είναι επικές, σπάνιες. Η ταινία έχει μια παράξενη σκηνοθετική φρεσκάδα – την φρεσκάδα ενός ανανεωμένου ακαδημαϊσμού, τον οποίο ένας ηλικιωμένος δημιουργός δεν μπορεί να αποφύγει. Ο Σκορσέζε προσπαθεί να ελαφρύνει κάπως το βάρος της ταινίας εμφανιζόμενος στο φινάλε κι ο ίδιος για να μας θυμίσει με ένα ιδιαίτερο τρόπο, σχεδόν καμπαρετίστικο, ότι σε τελική ανάλυση μιλάμε για σινεμά και όλα είναι εν τέλει movies. Δεν είναι: στη δική του περίπτωση πάντα όλα ήταν σοβαρά. Η ταινία, αν και θα μπορούσε να είναι μικρότερη, ξεχειλίζει από μια υπέροχη σοβαρότητα, που ουδεμία σχέση έχει με την σοβαροφάνεια. Οι ερμηνείες του Ντι Κάπριο και του Ντε Νίρο είναι οι κατάλληλες. Οσοι εμφανίζονται σε δεύτερους ρόλους είναι πραγματικά διαλεγμένοι. Η διασκευή του σεναρίου καταπληκτική: μάλλον ο συγγραφέας του βιβλίου τώρα κατάλαβε πόσο σπουδαίο ήταν το ύλικό του. Πριν μάθεις να γράφεις, πρέπει να μάθεις να βλέπεις – το δεύτερο είναι πιο δύσκολο από το πρώτο.

Στα 80 του, ενώ στη Νέα Υόρκη το θηριώδες ΤσάιναΤάουν απλώνεται και σιγοτρώει το Little Italy, o Σκορσέζε έγινε με τον τρόπο του και παππάς και γκάνγκστερ. Σε κάθε περίπτωση μεγάλος δημιουργός.