Ολες αυτές τις μέρες που ακολούθησαν την εισβολή των στρατευμάτων του Βλαντιμίρ Πούτιν στην Ουκρανία σκέφτομαι τον μεγαλύτερο Ουκρανό που υπηρέτησε ποτέ τους στους σοβιετικούς Ρώσους: τον μεγάλο Βαλερί Λομπανόφκσκι. Την τελευταία φορά που πήγα στο Κίεβο, προ τριετίας για τον τελικό του Τσάμπιονς λιγκ, είχα δει το άγαλμά του έξω από το γήπεδο της Ντιναμό Κιέβου. Ακόμα και το άγαλμα του μεγάλου προπονητή είχε κάτι το μελαγχολικό. Οποιος το φιλοτέχνησε πιο πολύ από τη μορφή του απέδωσε την στιβαρότητα του. Το άκαμπτο και το αινιγματικό της παρουσίας του.
Μυστήριο εντυπωσιακό
Οι μικρότεροι, που δεν έχουν ζήσει την εποχή του Λομπανόφσκι, όταν τους λέω την ιστορία του μεγάλου αυτού Ουκρανού ποδοσφαιρικού στρατηλάτη δυσκολεύονται να καταλάβουν. Στην εποχή του Internet τους φαίνεται απίθανο πως ένας προπονητής μπορεί να αποτέλεσε στα περισσότερα από 35 χρόνια που κράτησε η μεγάλη καριέρα του ένα απόλυτο μυστήριο για τη Δύση. Η Δυτική Ευρώπη γνώρισε τον Λομπανόφσκι και την Ντιναμό Κιέβου τη σεζόν 1973-74, όταν η καταπληκτική αυτή ομάδα με κινητήριους μοχλούς τον Κολοτόφ και τον Βερεμέγιεφ και σκόρερ ένα απίστευτο τεχνίτη που λεγόταν Ολεγκ Μπλαχίν, κέρδισε το Κύπελλο Κυπελλούχων παίζοντας ένα ποδόσφαιρο που έμοιαζε πολύ με αυτό του Αγιαξ, που τότε μεσουρανούσε. Η νίκη της Ντιναμο είχε προκαλέσει τεράστιο ενδιαφέρον για τον προπονητή της. Και για την μέθοδό του, δηλαδή το πρωτοποριακό για τα δεδομένα της εποχής ποδόσφαιρο και την τρομερή άρνησή του να μιλήσει για τη δουλειά του. Ενώ έκανε μια δουλειά για την οποία όλοι μιλούσαν. Και που το 1973 ήταν μόλις 35 χρονών και είχε αρχίσει να δουλεύει ως προπονητής από τα 29 του!
Μέθοδος και δουλειά
Οι ιστορίες για τις μεθόδους του Λομπανόφσκι, που στο μεταξύ είχε αναλάβει και την Εθνική Σοβιετικής Ενωσης στην οποία αγωνίζονταν όλοι οι παίκτες τη Ντιναμό, ήταν εξίσου δημοφιλείς με το ποδόσφαιρο που έπαιζε η ουκρανική ομάδα. Ο Λομπανόφσκι, που όλοι αποκαλούσαν «συνταγματάρχη» γιατί είχε υπηρετήσει για χρόνια στον Κόκκινο Στρατό, εμφανιζόταν ως ο επικεφαλής μιας ολόκληρης ομάδας προπονητών που έκαναν ο καθένας και μια διαφορετική δουλειά: στα χρόνια εκείνα, που ένας αποφάσιζε για όλα και που κάθε σταρ προπονητής ήταν ένας υπερσυγκεντρωτικός διοικητής, αυτό έμοιαζε σχεδόν ανεφάρμοστο. Πολλές φορές ακούγεται στο ποδόσφαιρο πως κάποιος ήταν χρόνια μπροστά: για το μόνο που μπορώ να το πω με βεβαιότητα ήταν ο Λομπανόφσκι. Είχε σπουδάσει μαθηματικά στο Ινστιτούτο Επιστημών του Κιέβου (η αγαπημένη του φράση ήταν ότι «και το ποδόσφαιρο, όπως και η ζωή είναι ένας αριθμός»), μιλούσε για «υποσυστήματα», έμεινε στην πρώτη γραμμή της διεθνούς επικαιρότητας για πάνω από 15 χρόνια καθώς ξεκίνησε με την Δυναμό Κιέβο το 1973 και ήταν και προπονητής της ΕΣΣΔ που έχασε το Εuro του 1988 από την Ολλανδία. Και σε όλα αυτά τα χρόνια αντιμετωπιζόταν (και δικαίως) ως πρωτοπόρος.
Θαυμασμός από τη Δύση
Ο Λομπανόφσκι δεν μιλούσε ποτέ για τις μεθόδους του, πόσο μάλλον για την οργάνωση της δουλειάς του. Παρά τις παραινέσεις της UEFA δεν έκανε ποτέ ένα σεμινάριο προπονητικής. Εχω γράψει και παλιότερα για τους πιστούς συνεργάτες του, για το γεγονός ότι πρώτος προσέλαβε γυμναστές όπως ο Ανατόλι Μαρίνοφ, που είχαν δουλέψει στην προετοιμασία της ομάδας στίβου της Σοβιετικής Ενωσης για τους Ολυμπιακούς της Μόσχας, για το ό,τι στις αρχές του ΄90 ήταν ένας από τους πρώτους που δούλεψε με αναλυτές που χρησιμοποιούσαν ηλεκτρονικούς υπολογιστές που επεξεργάζονταν δεδομένα που είχαν να κάνουν με τη φυσική κατάσταση και τις αγωνιστικές αδυναμίες των ποδοσφαιριστών, για τον τεράστιο θαυμασμό που μιλούσαν για τα μυστηριώδη εργαστήρια του συνταγματάρχη Λομπανόφσκι στη Δύση. Που ειδικά στο μουντιάλ του ‘86 παρουσίασε μια πυραυλοκίνητη ομάδα που έπεσε θύμα της διαιτησίας κι αποκλείστηκε από το Βέλγιο, έχοντας ωστόσο παίξει καταπληκτικό ποδόσφαιρο.
Τζόναθαν Γουίλσον και Σάιμον Κούπερ
Η βιβλιογραφία για τον Λομπανόφσκι υπήρξε ελάχιστη: αν κάποιος θέλει να διαβάσει κάτι για αυτόν πρέπει να βρει ένα αμετάφραστο στην Ελλάδα βιβλίο, το «Behind the Curtain» του Αγγλου δημοσιογράφου Τζόναθαν Γουίλσον. Σε ένα άλλο βιβλίο, («Το ποδόσφαιρο εναντίον του εχθρού» εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα) που αναφέρεται στην πολιτική και στο ποδόσφαιρο κι όχι στο παιγνίδι και την στρατηγική του, ένας άλλος Αγγλος δημοσιογράφος, ο Σάϊμον Κούπερ, ανέφερε ότι η Ντιναμό Κιέβου είχε για χρόνια μια εξαιρετική σχέση με τις κομουνιστικές κυβερνήσεις της Μόσχας, παρότι ουκρανική ομάδα, διότι τα συνεχόμενα ταξίδια της στο εξωτερικό επέτρεψαν στους μικροαξιωματούχους που επιτηρούσαν το σοβιετικό ποδόσφαιρο να αναπτύξουν ένα δίκτυο νόμιμου λαθρεμπορίου: οι υπεύθυνοι της ομάδας τους έφερναν δυτικές ηλεκτρικές συσκευές, ρούχα και φάρμακα με αντάλλαγμα να έχει η Ντιναμό προνομιακή μεταχείριση κι αυτοί τα πουλούσαν. Αναφέρει ακόμα ότι η τρέλα του Λομπανόφσκι για την νίκη οφειλόταν σε κάτι απλό: στο γεγονός ότι στο σοβιετικό πρωτάθλημα, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 70, δεν επιτρεπόταν η ισοπαλία - αν ένα ματς έληγε ισόπαλο ακολουθούσε διαδικασία των πέναλτι. Ο Λομπανόφσκι μισούσε τα πέναλτι και ήθελε η ομάδα του να κερδίζει πάντα στο ενενηντάλεπτο. «Στα πέναλτι» έλεγε, «είμαστε όλοι ίδιοι».
Κάποτε ο Μπλαχίν
Αλλά δεν είναι για αυτό που τον σκέφτομαι συχνά τελευταία. Ο λόγος που αυτό συμβαίνει είναι γιατί κάποτε άκουσα μια εξήγηση για την επιτυχία του που την είχε δώσει ένας δικός μας Ουκρανός, ο μεγάλος Ολεγκ Μπλαχίν. Κάποτε σε ένα τραπέζι, όταν δούλευε στην Ελλάδα, του ζητήθηκε η γνώμη για την επιτυχία του Λομπανόφσκι – για το μεγάλο δηλαδή μυστήριο. Τότε ο Μπλαχίν είπε κάτι που δεν περιμέναμε: πως η επιτυχία του «συνταγματάρχη» είναι ότι κάποτε έπεισε τους Ρώσους πως σε μια Εθνική ομάδα πρέπει να παίζουν οι καλύτεροι παίκτες κι όχι τρεις Ρώσσοι, δυο Ουκρανοί, δυο Γεωργιανοί, ένας Λευκορώσσος κτλ όπως συνέβαινε πριν αυτός αναλάβει την Εθνική ομάδα. «Ο Λομπανόφσκι ήταν ο πρώτος Ουκρανός που έπεισε τους Ρώσους ότι οι Ουκρανοί μπορεί να είναι σε κάτι καλύτεροι από δαύτους. Όχι μόνο τους έπεισε, αλλά τους ανάγκασε και να αφήσουν κατά μέρους τις προκαταλήψεις τους και να τον άφησαν να δουλέψει στην Εθνική με Ουκρανούς» είχε πει ο Μπλαχίν. Η εξήγησή του για την επιτυχία του μεγάλου προπονητή στην Εθνική της ΕΣΣΔ, δεν είχε να κάνει με τις μεθόδους της προπόνησης του ή τους τρομερούς βοηθούς του, αλλά με την ικανότητα του να συμβιβάζει Ρώσους και Ουκρανούς και να πείθει τους πρώτους ότι καλό είναι να χειροκροτούν τους δεύτερους. Στην ιστορία των δυο λαών μετά το 1930 αυτό είναι πραγματικά σπάνιο. Κι αυτές τις μέρες που η ανθρωπότητα αναζητά ένα διαμεσολαβητή το θυμάμαι: είναι δύσκολο ένας τέτοιος να βρεθεί όταν έχουν προηγηθεί δεκαετίες προκατάληψης.
Ο Λομπανόφσκι πέθανε νεότατος: μόλις 63 χρονών στις 13 Μαϊου του 2003. Βλέποντας ό,τι τώρα συμβαίνει θυμάμαι εκείνο τον παλιό στοίχο του Ντίνου Χριστιανόπουλου που αναρωτιόταν αν ο Μακρυγιάννης ήξερε γιατί το τσάκισε το χέρι του. Ο ίδιος δεν πρόλαβε να ρωτήσει τον εαυτό του ή τους Ρώσους «γιατί». Ισως καλύτερα…