Μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τα αποτελέσματα στο κύπελλο Ελλάδος και στα play off του ελληνικού πρωταθλήματος έχει πλέον η συζήτηση για τον Πέδρο Μαρτίνς και για το αν τελείωσε ο κύκλος του. Επειδή έχει φουντώσει θα ήθελα να κάνω κάποιες παρατηρήσεις χρήσιμες νομίζω σε όσους σε αυτή συμμετέχουν – και είναι πολλοί. Σε όσους ουρλιάζουν εναντίον των προπονητών γιατί αυτοί δεν κέρδισαν ένα ματς δεν έχω να πω τίποτα: θα συνεχίσουν να αντιμετωπίζουν το ποδόσφαιρο με μια παθιασμένη οπαδική γραφικότητα που δεν με αφορά. Θέλω να αναφερθώ όμως σε κάποιους άλλους που τελευταία αναρωτιούνται για την έλλειψη θεαματικότητας του ποδοσφαίρου του εφετινού Ολυμπιακού και που τονίζουν πλέον σε κάθε ευκαιρία ότι ο πρωτοπόρος του πρωταθλήματος φέτος δεν έπαιξε μπάλα και δεν ήταν καλός. Αναφέρομαι σε αυτούς διότι κατανοώ το παράπονό τους, βρίσκω λογική την απαίτησή τους και θεωρώ καλοπροαίρετη την κριτική τους. Αλλά και γιατί τους έχω δυο δυσάρεστες ειδήσεις. Η πρώτη ότι φέτος δεν έπαιξε μπάλα της προκοπής καμία ελληνική ομάδα. Και η δεύτερη ότι πολύ δύσκολα θα παίξει μπάλα της προκοπής – πολύ φοβάμαι – κάποια ομάδα και του χρόνου. Επειδή κι εμένα μου αρέσει το ωραίο ποδόσφαιρο θέλω όσοι το προσδοκούν να έχουν κάποια πράγματα υπόψιν τους και να μην ακούν παραμύθια.
Το μαγικό όνομα
Είναι το ωραίο ποδόσφαιρο που παίζει μια ομάδα αποτέλεσμα παρουσίας ενός προπονητή; Λυπάμαι που θα σας χαλάσω τα όνειρα, αλλά όχι. Αν αύριο ο Μαρινάκης τρελαινόταν, πουλούσε δέκα καράβια και έφερνε τον Γκουαρντιόλα και του έδινε το τωρινό υλικό του Ολυμπιακού αμφιβάλω πολύ αν ο Ολυμπιακός θα έπαιζε πολύ καλύτερα: λίγο σίγουρα, γιατί κάποια θα προσπαθούσαν να κερδίσουν την προσοχή και την στήριξή του, αλλά πολύ καλύτερα αμφιβάλω.
Δεν είναι η παρουσία ενός προπονητή που κάνει μια ομάδα καλύτερη: είναι η δουλειά του και φυσικά τα χρήματα που η ομάδα θα του δώσει να ξοδέψει, αν βέβαια η ομάδα τον κάνει απόλυτο αφεντικό – γίνεται όλο και πιο σπάνια στην Ελλάδα. Αν το να φέρεις ένα προπονητή αρκούσε από μόνο του στο να δεις καλύτερο ποδόσφαιρο η ΑΕΚ θα έπαιζε την καλύτερη μπάλα στον κόσμο. Εχει αλλάξει τόσους προπονητές τα τελευταία χρόνια, που έστω κατά τύχη ένας θα αποδεικνυόταν ότι έχει το μαγικό όνομα.
Απλά και ανύπαρκτα
Πάμε παρακάτω. Το θέμα δεν είναι ούτε το όνομα του προπονητή, ούτε καν το βιογραφικό του, που απλά είναι χρήσιμο για να ξέρεις με ποιον έχεις να κάνεις: το τι μπάλα θα παίξει μια ομάδα εξαρτάται από τη δουλειά του προπονητή και μόνο. Τι είναι αυτή η δουλειά είναι μεγάλη συζήτηση. Επειδή μιλάμε για ωραίο ποδόσφαιρο περιορίζομαι να επισημάνω ότι για να το δεις αυτό χρειάζονται δυο πράγματα: το πρώτο να το βάλεις ως προϋπόθεση στον προπονητή, χωρίς αστερίσκους. Το δεύτερο να του δώσεις παίκτες που του είναι απαραίτητοι και χρόνο. Το πρώτο δεν είναι απλό. Το δεύτερο, ο χρόνος δηλαδή, ανύπαρκτος.
Ο σκοπός σκοτώνει την πιθανότητα
Πριν από τους παίκτες και το χρόνο, θέλω να εξηγήσω τους αστερίσκους στους οποίους αναφέρθηκα: αστερίσκος είναι οποιαδήποτε επιπλέον απαίτηση μπορεί να υπάρχει πέραν του ωραίου ποδοσφαίρου. Οποια τέτοια προκύπτει, μειώνει τις πιθανότητες να δεις μια ομάδα να παίζει κάποια στιγμή ωραίο ποδόσφαιρο. Γιατί; Γιατί ο σκοπός από μόνος του σκοτώνει την όποια πιθανότητα – κι αυτό είναι που κατά βάση στην Ελλάδα βλέπουμε. Αν πάρεις ένα προπονητή και του πεις «θέλω ωραίο ποδόσφαιρο, αλλά και πρόκριση στους ευρωπαϊκούς ομίλους και πρωτάθλημα και κύπελλο και ανάδειξη νέων παικτών κτλ κτλ», το πιθανότερο είναι ότι θα φτιάξεις μια ελληνική ομάδα από αυτές που λέμε μεγάλες: δηλαδή μια ομάδα που όταν δεν θα έχει αποτελέσματα, θα ψάχνει προπονητή. Γιατί το λέω; Γιατί όταν στο όποιο σχέδιο μπαίνουν υποχρεώσεις που δεν είναι συνέπεια του ποδοσφαίρου αλλά προαπαιτούμενα, όλα καταλήγουν στο τι αποτέλεσμα υπάρχει στο επόμενο ματς και όχι στο πως αυτό έρχεται.
Επειδή φοβάμαι πως σας μπέρδεψα θα σας το κάνω πιο απλό. Όταν οι άνθρωποι της Λίβερπουλ πήραν τον Κλοπ, τον Οκτώβρη του 2015, του ζήτησαν να φτιάξει μια ομάδα που να παίζει το ποδόσφαιρο που έπαιζε η Ντόρτμουντ την οποία προηγουμένως προπονούσε, πιστεύοντας πως αν αυτό το καταφέρει η ομάδα τους θα φτάσει σε επιτυχίες: περίμεναν κοντά τρία χρόνια – στην Ελλάδα θα είχε φύγει. Οποιος αποκτά τον Γκουαρντιόλα και τον χρυσοπληρώνει, το κάνει γιατί πιστεύει πως το ποδόσφαιρο που οι ομάδες του παίζουν είναι τόσο δημιουργικό ώστε θα οδηγήσει και σε επιτυχίες. Εδώ δεν συμβαίνει τίποτα τέτοιο: εδώ οι αστερίσκοι είναι υποχρεωτικοί.
Πολλά και μεγάλα στοιχήματα
Εχει ένας προπονητής που έρχεται στην Ελλάδα τους παίκτες και το χρόνο που χρειάζεται για να φτιάξει κάτι αληθινά ελκυστικό; Σπανιότατα. Για το ζήτημα των παικτών που έρχονται στην Ελλάδα έχω γράψει τόσα πολλά που δεν θέλω να τα επαναλάβω: όποιος έχει καταλάβει έχει καταλάβει. Τα δυο τελευταία χρόνια έχουν έρθει στην Ελλάδα 50 και βάλε ξένοι παίκτες κι έχουν ξεχωρίσει καμιά δεκαριά: όχι σε κάθε ομάδα, αλλά συνολικά. Ακούω συνέχεια για τις μεταγραφές του Ολυμπιακού που δεν βγήκαν και κοιτάζω τις μεταγραφές των άλλων και γελάω με την παρατήρηση: στον ΠΑΟΚ φέτος βγήκε μόνο ο Κούρτιτς, στον ΠΑΟ ο Παλάσιος, στην ΑΕΚ «ο Τζούμπερ το πρώτο δίμηνο» (το χω ακούσει και το βρίσκω καταπληκτικό…). Φυσικά υπάρχουν πολλοί παίκτες που ήρθαν και παίζουν αλλά άλλο είναι αυτό, άλλο είναι το «βγήκε» μια μεταγραφή. Μεταγραφές που βγαίνουν είναι οι παίκτες που βοηθάνε μια ομάδα σε κάτι να γίνει καλύτερη: ο Ζίφκοβιτς, ο Αϊτόρ, ο Χουάνκαρ, οι στόπερ του Αρη, ο Εμβιλά, ο Στάνκοβιτς – αυτοί είναι παίκτες που ήρθαν τα τελευταία δυο χρόνια κι αληθινά βοήθησαν ομάδες, αλλά τέτοιοι έρχονται όλο και πιο σπάνια. Υπενθυμίζω ότι με αυτά που στην Ελλάδα θεωρούμε πολλά χρήματα (τα 3 και τα 5 εκατομμύρια και το 1 εκατομμύριο συμβόλαιο το χρόνο) μπαίνουν απλά ακριβά στοιχήματα. Και με τέτοια δύσκολα γίνονται θεαματικές ομάδες.
Δεν υπάρχει χρόνος
Τι απομένει; Ο χρόνος. Αν υπάρχει ένας καλός προπονητής, μια διοίκηση που θα τον ακούσει και θα του πάρει κάποιους παίκτες και κάποια καλή μαγιά από το ρόστερ που αυτός θα παραλάβει κάτι μπορεί να γίνει με σκληρή δουλειά σε ένα καλοκαίρι και φυσικά πολλή δουλειά στις προπονήσεις όλη την εβδομάδα. Αλλά για ποιο καλοκαίρι μιλάμε;
Από τότε που οι ελληνικές ομάδες άρχισαν να παίζουν στα προκριματικά του Ιουλίου, το καλοκαίρι «που δούλευαν οι προπονητές» έπαψε να υπάρχει. Το 2010 ο Βαλβέρδε δούλεψε πολύ καλά γιατί ανέλαβε τον Ολυμπιακό εκτός Ευρώπης: έπαιζε με την Κέρκυρα για το πρωτάθλημα κι έκανε ακόμα πειράματα. Προπονητές όπως ο Σίλβα κι ο Μίτσελ δεν έδωσαν ποτέ καλοκαιρινούς προκριματικούς Ιούλιου μήνα: είχαν χρόνο και για να δουν τι χρειάζεται η ομάδα και να κάνουν εισηγήσεις μετά τα φιλικά. Τώρα κανείς δεν έχει αυτή την πολυτέλεια. Κανείς επίσης δεν θα έχει την πολυτέλεια που είχε ο Μαρτίνς που το 2017-18 έπαιξε ένα πρωτάθλημα το οποίο η διοίκηση του Ολυμπιακού γνώριζε πως η ομάδα θα το χάσει και για αυτό του έδωσε χρόνο – υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι θα έμπαινε στους ομίλους του Γιουρόπα λιγκ. Αν αύριο ο Ολυμπιακός άλλαζε προπονητή (σιγά το δύσκολο…) αυτός θα πρεπε να περάσει ένα καλοκαίρι διεκδικώντας είσοδο στους ομίλους του Τσάμπιονς λιγκ (αν αναλάμβανε την ομάδα πρωταθλήτρια): για ποιο χρόνο για δουλειά συζητάμε; Και φυσικά δεν υπάρχει ελληνική ομάδα που θα πετούσε ευρωπαϊκές προκρίσεις που φέρνουν χρήματα για να δώσει χρόνο σε προπονητή. Αυτά είναι παραμύθια.
Δεν ξέρω δυστυχώς
Ανακεφαλαιώνω. Είναι εύκολες οι απαιτήσεις και πρέπει να υπάρχουν. Αν δεν υπάρχουν (και όλοι χαίρονται με νίκες με 1-0 κτλ), προκύπτει ο Ολυμπιακός που βλέπουμε φέτος: η όποια θεαματικότητα του έχει να κάνει αποκλειστικά με τη φόρμα και τη διάθεση κάποιων παικτών του. Οταν υπάρχει πίεση αποτελέσματος, δύσκολα μεταγραφικά ρέμπους και χρόνος ανύπαρκτος, το να συζητάμε για προπονητές είναι ωραίο. Αλλά χρειαζόμαστε κάποιους που να περπατούν στο νερό. Τέτοιους δεν ξέρω δυστυχώς.