Όλοι συζητάνε για την περίφημη ιστορία της άτυχης καθαρίστριας από το Βόλο, που τιμωρήθηκε με δέκα χρόνια φυλάκιση με απόφαση του Εφετείου γιατί καθώς λέγεται πλαστογράφησε το απολυτήριο του δημοτικού για να προσληφθεί κάποτε στο Δημόσιο. Η ιστορία είναι από αυτές που κάνουν τον κόσμο να βγαίνει από τα ρούχα του κι αφήνουν περιθώρια για πλήθος από σχόλια, που συνήθως καταλήγουν σε κατάρες για ένα σύστημα που σκοτώνει τους φτωχούς ανθρώπους. Το καλό, όταν προκύπτουν αυτές οι ιστορίες, είναι ότι γεννιέται ένα γιγάντιο κύμα συμπάθειας, που συχνά έχει αποτέλεσμα: η απαίτηση του κόσμου για ένα δίκαιο (κι όχι δικαστικό) φινάλε κάθε τέτοιας ιστορίας γίνεται αιτία για να κινητοποιηθούν οι αρχές. Ο Αρειος Πάγος μπορεί ν αποφασίσει την αναστολή της ποινής της κακόμοιρης μεροκαματιάρισας ή μπορεί να της δώσει κάποια στιγμή χάρη ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας – ίσως να της πει και δυο λόγια συμπαράστασης εκ ονόματος όλων μας. Αλλά η συγκεκριμένη ιστορία θα πρεπε να μας προβληματίσει βαθύτερα.
Ο βολικό κατήφορος της καταγγελίας
Το λάθος που γίνεται σε όλες αυτές τις ανάλογες ιστορίες είναι ότι τσουλάμε όλοι με μεγάλη ευχαρίστηση στον κατήφορο της καταγγελίας. Αρχίζουμε και θυμόμαστε ιστορίες αδικίας που έχουμε ακούσει, κάνουμε εύκολες συγκρίσεις και αντιπαραβολές με πράγματα άσχετα – κυρίως πιστεύουμε πως υπήρχε η δυνατότητα να υπάρξει μια άλλη απόφαση κι αυτή δεν βγήκε γιατί στο ειδώλιο του κατηγορουμένου κάθισε μια δόλια γυναίκα. Δεν είναι ακριβώς έτσι. Αλλά κι έτσι να ήτανε αυτό που θα πρεπε να μας προβληματίζει, δεν είναι μόνο το πως η γυναίκα θα βγει από τη φυλακή και θα γυρίσει στην οικογένεια της, αλλά και το πως δεν θα βρεθεί ποτέ ξανά κάποια άλλη στη θέση της.
Τιμωρία και ενοχή
Ας τα πάρουμε με τη σειρά. Πρώτα από όλα η γυναίκα δεν καταδικάστηκε με δεκαπέντε αρχικά και δέκα μετά την έφεση χρόνια φυλάκισης γιατί πλαστογράφησε το απολυτήριο της: καταδικάστηκε γιατί το δικαστήριο έκρινε πως παρανόμως για πολλά χρόνια εισέπραττε αμοιβή για τις υπηρεσίες της από το ελληνικό δημόσιο κατέχοντας μια θέση στην οποία κακώς βρέθηκε. Το δικαστήριο την καταδίκασε για κατάχρηση δημόσιου χρήματος. Αυτό ως αδίκημα είναι σοβαρότερο από την πλαστογραφία. Και μάλιστα την πλαστογραφία ενός απολυτηρίου του δημοτικού.
Εχει καταχραστεί χρήματα αυτή η άτυχη γυναίκα; Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί κάτι τέτοιο: ό,τι έχει πληρωθεί το έχει πληρωθεί γιατι το δούλεψε και η δουλειά της ήταν τόσο σκληρή, που σίγουρα δεν υπήρξε και δίκαιη η αμοιβή της. Αλλά στην ιστορία υπάρχει ένα πρόβλημα: ο νόμος δεν κάνει διακρίσεις ανάμεσα σε όσους κάνουν καλές και σε όσους κάνουν σκληρές δουλειές, ούτε ανάμεσα σε όσους βρίσκονται παρανόμως σε μια θέση. Στην Ελλάδα υπάρχουν κώδικες. Οι κώδικες είναι ο οδικός δρόμος του δικαστή. Ο δικαστής δύσκολα μπορεί από αυτούς να ξεφύγει, πόσο μάλλον όταν το αδίκημα του κατηγορουμένου δεν επιδέχεται αμφιβολίας. Η αλήθεια είναι πως για ανάλογες ιστορίες υπάρχει και νομολογία του Αρείου Πάγου- έχουν βγει βέβαια και διαφορετικές αποφάσεις βασισμένες στην αρχή της αναλογικότητας, αλλά από όσο γνωρίζω όλες είναι καταδικαστικές. Η υπερασπιστική γραμμή είναι πάντα ότι ο κατηγορούμενος δεν έκλεψε: δούλεψε για τα λεφτά που πήρε – είναι μια σοβαρή υπερασπιστική γραμμή. Αλλά ο κώδικας, δηλαδή ο νόμος, δεν έχει τέτοιες προβλέψεις κι επομένως ακόμα και οι κατά περίσταση διαφορετικές αποφάσεις δεν είναι για το δικαστήριο δεσμευτικές.
Μην ξεχνάμε ότι ζούμε σε μια χώρα που τα πλαστά πτυχία πάνε σύννεφο – έχουμε μαϊμού γιατρούς, μαϊμού νοσηλευτές, μαϊμού μηχανικούς κτλ. Σκεφτείτε όλοι αυτοί, όταν τους πιάνανε, να απαλλάσσονταν των κατηγοριών γιατί έχουν δουλέψει για να βγάλουν τα χρήματα τους. Αρα σωστά καταδικάστηκε η καθαρίστρια; Δεν θα τολμούσα να το πω ποτέ, κι όχι γιατί φοβάμαι τις κατάρες που θα μάζευα (ίσως και δίκαια), αλλά γιατί πιστεύω στην διάκριση ανάμεσα στην ενοχή και στην τιμωρία. Μόνο που είναι άλλο το δέντρο και άλλο το δάσος – και καλά είναι να έχουμε το κουράγιο να τα βλέπουμε και για τα δυο.
Ενας νόμος του ’50…
Ξέρετε πότε έχει συνταχθεί ο νόμος που έστειλε στη φυλακή αυτή τη γυναίκα; Στις αρχές του ‘50! Ο λόγος που τότε υπήρχε τρομερή ευαισθησία για την κατάχρηση του δημόσιου χρήματος είναι ότι χρήμα δεν υπήρχε – πόσο μάλλον στα άδεια ταμεία του Κράτους. Ο νομοθέτης ήθελε να δημιουργήσει συνθήκες εκφοβισμού σε όποιον πίστευε πως μπορεί να πάρει το ρίσκο για να τσιμπολογήσει κάτι από τον κρατικό κουμπαρά: η αρχική ποινή ήταν θάνατος – αργότερα μετετράπη σε ισόβια. Ηταν μια άλλη Ελλάδα εκείνη – σκληρή, ανίκανη ακόμα να σταθεί στα πόδια της μετά τον εμφύλιο. Το Κράτος ήταν ο μεγάλος μπαμπούλας: δεν ήθελες και δεν ήθελε να έχεις ιδιαίτερες παρτίδες μαζί του. Αλλά τα χρόνια πέρασαν και άλλαξαν και οι συνθήκες. Και θα πρεπε να αλλάξουν και οι νόμοι, αλλά ποιος άραγε έχει το κουράγιο να το εξηγήσει; Αν κάτι έβγαλε στην επιφάνεια αυτή η ιστορία, πιο πολύ και από ένα ανθρώπινο δράμα, είναι ότι στην Ελλάδα ο νομοθετικός εκσυγχρονισμός είναι λόγια του αέρα – σαν την αναθεώρηση του Συντάγματος που στη Βουλή συζητούσαν καταλήγοντας να λένε ανέκδοτα για τον αντιπρόεδρο του Εδεσσαϊκού. Το δράμα της ιστορίας αυτής είναι ότι δικαστές δικάζουν ανθρώπους με νόμους της δεκαετίας του ΄50, γιατί κανείς δεν έχει ασχοληθεί με το πλαίσιο σοβαρά από φόβο μην κατηγορηθεί ότι το αλλάζει αθωώνοντας τους καταχραστές και τους απατεώνες. Την καθαρίστρια την καταδικάζει ένας νόμος του ‘50 που δεν τροποποιείται γιατί οι πολιτικοί μας φοβούνται τη λαϊκή αντίδραση – την ίδια λαϊκή αντίδραση που σήμερα την αθωώνει. Μόνο που ο πολιτικός κι ο νομοθέτης πρέπει να έχουν το κουράγιο να προβλέπουν κι όχι υποκριτικά να συμπονούν. Κι αν κάτι με διαβολίζει σε όλες αυτές τις ιστορίες είναι ότι η τελική λύση είναι η μετατροπή της δικαιοσύνης σε λαϊκό θέαμα: δίνεται μια λύση που ο κόσμος θεωρεί δίκαιη και μένουν όλα ως έχουν. Αναχρονιστικά και θλιβερά.
Κοιτάξτε μπροστά
Βλέπω κι εγώ μια δύστυχη γυναίκα. Βλέπω όμως και μια χώρα που αιχμάλωτη από λογιών λογιών λαϊκισμούς δεν καταφέρνει να εκσυγχρονιστεί, δηλαδή (μεταξύ άλλων…) να αποκτήσει και μια δικαιοσύνη που να μπορεί κατά περίσταση να κρίνει, χωρίς να είναι αιχμάλωτη νόμων που διατηρούνται για να κάνουν την φιγούρα τους οι κατά καιρούς ρήτορες, που παραμένουν λωποδύτες. Αν αύριο η καθαρίστρια (της συνείδησής μας;) πάρει χάρη, θα μείνει σε ισχύ ένας νόμος που μπορεί να σταθεί αιτία μεθαύριο να προκύψει μια ακόμα τέτοια ιστορία δυστυχίας που να μην τύχει προβολής. Να ξεμπλέξει όσο γρήγορα γίνεται η γυναίκα. Αλλά την ίδια στιγμή να γίνει η ιστορία της μάθημα στους άτολμους νομοθέτες: αρκετά με την Ελλάδα της κακομοιριάς και της συμπόνοιας – κοιτάξτε επιτέλους μπροστά…