Η υπόγεια συζήτηση για το αν ο Ολυμπιακός πρέπει να αλλάξει προπονητή έχει αρχίσει να φουντώνει κι όποιος δεν το βλέπει, απλά νομίζει ότι η τακτική του στρουθοκάμηλού μπορεί να είναι ένας τρόπος να παίζεις κρυφτούλι με την πραγματικότητα. Το κρυφτούλι δεν είναι λύση: η γκρίνια υπάρχει και κινδυνεύει να μετεξελιχτεί σε λαϊκή αγανάκτηση. Το χω ξαναγράψει: καλώς ή κακώς ο Ολυμπιακός είναι λαϊκή δημοκρατία – όταν ο κόσμος φωνάζει καμία διοίκηση δεν κατάφερε ποτέ να κλείσει τα αυτιά της. Αλλά όποιος ζητά αλλαγές προπονητών κτλ καλό είναι να έχει στα υπόψιν του ότι δεν είμαστε ούτε στο 1980, ούτε στο 1990, ούτε καν στη δεκαετία του 2000. Τώρα η πιθανότητα κάτι τέτοιο να αποδώσει είναι πολύ μικρή. Πέρυσι π.χ όλες οι ομάδες που άλλαξαν προπονητή στην Ελλάδα πήγαν χειρότερα. Υπάρχει όμως «πρόβλημα Μαρτίνς» όπως μια μερίδα του κόσμου ισχυρίζεται; Ας δούμε μερικά δεδομένα.
Η μόνη ομοιότητα
Στα τρία χρόνια που είναι προπονητής του Ολυμπιακού ο Πέδρο Μαρτίνς ο Ολυμπιακός πάντα παίζει άσχημα το πρώτο του εκτός έδρας ματς στο πρωτάθλημα και πάντα το κερδίζει. Το 2018-19 ο Μαρτίνς ξεκίνησε παίζοντας με τον Ολυμπιακό τρία ματς εντός έδρας γιατί ο ΠΑΣ, με τον οποίο έπρεπε τη δεύτερη αγωνιστική να αγωνιστεί στα Γιάννινα, άλλαζε το χλοοτάπητα στους Ζωσημάδες κι αγωνιζόταν στην αρχή της σεζόν συνεχώς εκτός έδρας. Ο Ολυμπιακός βρέθηκε να παίζει πρώτη φορά εκτός έδρας την τέταρτη αγωνιστική και κέρδισε με 0-1 τον Πανιώνιο με γκολ του Χασάν στο 90΄ χωρίς να εντυπωσιάσει. Το 2019-20 πέτυχε νίκη με το ίδιο σκορ στη Λάρισα, κι ενώ η ΑΕΛ τον πίεζε μέχρι τέλους. Πέρσι έφερε ισοπαλία στα Γιάννινα κυνηγώντας το σκορ: στο τέλος είχε ακυρωθεί από το VAR ένα γκολ νίκης του Χασάν. Όμως αυτές οι νωθρές εμφανίσεις στο πρώτο εκτός έδρας ματς είναι η μόνη ομοιότητα ανάμεσα σε ότι συνέβαινε τα προηγούμενα χρόνια και φέτος. Τις τρεις προηγούμενες σεζόν του Πορτογάλου ο πρωταθλητής είχε δώσει και καλά δείγματα γραφής. Την πρώτη και τη δεύτερη χρονιά είχε κάνει σπουδαίες εμφανίσεις στα ευρωπαϊκά καλοκαιρινά προκριματικά: το 2018-19 είχε αποκλείσει την Μπέρνλι και το 2019-20 είχε κάνει τις τρεις προκρίσεις (με Πλιζέν, Μπασάκσεχίρ και Κρασνοντάρ) και είχε φτάσει στους ομίλους του Τσάμπιονς λιγκ. Πέρυσι η ομάδα είχε προκριθεί στο Τσάμπιονς λιγκ αποκλείοντας την Ομόνοια, πριν πάει στα Γιάννινα. Φέτος όλα αυτά λείπουν.
Βασικοί κι αναπληρωματικοί
Τι άλλο λείπει; Οι ξεκάθαρες ιδέες. Την πρώτη χρονιά ο Μαρτίνς είχε καταλήξει στους βασικούς του μέσα στο καλοκαίρι παρά τις 20 και πλέον μεταγραφές: δεν ήταν εύκολο κι αποδείχτηκε πως κάποιες αρχικές του επιλογές δεν ήταν οι καλύτερες. Ετσι έγινε στην πορεία βασικός τερματοφύλακας ο Σα (αντί του Γιαννιώτη που ξεκίνησε), βασικός στόπερ ο Σισέ (αντί του Μιράντα) και μπήκε στην ενδεκάδα στα μέσα Οκτωβρίου ο Γκιγιέρμε (και δεν βγήκε ποτέ): όμως οι Ελαμπντελαουί, Κούτρης, Μπουχαλάκης, Καμαρά, Φορτούνης, Γκερέρο, Ποντέσνε, Χριστοδουλόπουλος ήταν από την αρχή βασικότατοι, όπως κι ο Βούκοβιτς, που άργησε πολύ να χάσει τη θέση του από τον Μεριά. Τη δεύτερη χρονιά είχαν αποκτηθεί πολύ νωρίς ο Βαλμπουενά, ο Σα, ο Σεμέδο κι ο Ελ Αραμπί και η ενδεκάδα εκείνου του καλοκαιριού ήταν η ενδεκάδα των βασικών όλο το χρόνο, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν απέκτησαν δικαίωμα συμμετοχής κι άλλοι. Πέρυσι ο Ολυμπιακός είχε ξεκινήσει με βασικούς τους παλιούς και αναπληρωματικούς τους καινούργιους: από τους παίκτες που αποκτήθηκαν το καλοκαίρι του 2020 μόνο ο Εμβιλά, ο Ραφίνια και ο Χολέμπας πήραν τη φανέλα του βασικού στο σπίτι. Ο Μαρτίνς πάντα χρησιμοποιούσε στη διάρκεια της σεζόν πολλούς παίκτες: το 2018/19 έπαιζαν 27, το 2019/20 26, πέρυσι 30! Αλλά πάντα υπήρχε μια διάκριση βασικών και αναπληρωματικών και μια εσωτερική ιεραρχία. Φέτος έχουν χρησιμοποιηθεί 26 παίκτες (!) στα 9 πρώτα επίσημα ματς και όλοι (αν είναι δυνατόν!) έχουν χρησιμοποιηθεί ως βασικοί σε ένα τουλάχιστον ματς.
Κάποιοι ταλαιπωρήθηκαν πολύ
Φέτος ο Ολυμπιακός έχει σε εννέα ματς, εννέα διαφορετικές ενδεκάδες κι όχι γιατί αλλάζει ένας ή δυο παίκτες από παιγνίδι σε παιγνίδι: αλλάζουν πολλοί. Ενας λόγος που συμβαίνει είναι οι τραυματισμοί και τα προβλήματα που υπήρξαν με τον Covid: Εμβιλά, Ελ Αραμπί, Μασούρας, Λαλά, φυσικά ο Τικίνιο και ο Φορτούνης ταλαιπωρήθηκαν πολύ – στο τέλος προέκυψε και ο χαμός με το Σεμέδο. Είναι αλήθεια πως η προετοιμασία της ομάδας υπήρξε δύσκολη και προβληματική μετά την επιστροφή από την Αυστρία, ενώ δεν είναι λίγοι οι παίκτες που κουβαλάνε πολλά συνεχόμενα ματς την τελευταία διετία. Όμως χωρίς έστω ένα σταθερό κορμό, όταν μάλιστα έχεις κάνει δώδεκα μετραγραφές, είναι δύσκολο να προκύψει μια ομάδα με στοιχειώδη ομοιογένεια. Ο Ολυμπιακός μοιάζει να κάνει ακόμα προετοιμασία κι αυτό που μοιάζει να τον καίει τον Μαρτίνς είναι να «βγουν» οι μεταγραφές. Ο,τι δηλαδή πέρυσι δεν έμοιαζε να τον ενδιαφέρει και πάρα πολύ, όταν η προτεραιότητα ήταν η ύπαρξη μιας βασικής ενδεκάδας, η βελτίωση στην άμυνα (που είχε αλλάξει μετά τις αποχωρήσεις του Τσιμίκα και του Ομάρ) και η αξιοποίηση όλων των έμπειρων και προσαρμοσμένων στην ομάδα μεσοεπιθετικών και κυνηγών χάρη στη συνεχή παρουσία τους: το επέτρεπαν και οι πέντε αλλαγές.
Ηταν η απόδειξη
Αναρωτιόμαστε γιατί ο Ολυμπιακός δεν παίζει καλά. Συμβαίνει γιατί για την ώρα αυτό δεν μοιάζει να είναι προτεραιότητα του προπονητή. Και είναι λάθος του. Ο Μαρτίνς λέει διαρκώς ότι τώρα χρειάζονται νίκες κτλ κτλ. Μετά από τρία χρόνια στην Ελλάδα έχει καταλάβει πως αυτό και μόνο ενδιαφέρει: αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι και κάποιος πρέπει να του το θυμίσει. Την πρώτη του σεζόν στον Ολυμπιακό δεν τον κράτησαν οι νίκες, αλλά ό,τι έβαλε στην ομάδα μια σειρά και ότι ο Ολυμπιακός του έπαιξε από την αρχή ωραίο ποδόσφαιρο. Πριν αποκλείσει τη Μίλαν είχε αποκλείσει την Μπέρνλϊ, αλλά είχε βάλει και του κόσμου τα γκολ στην Λουκέρνη και στην Ντουντελάνζ. Στο πρωτάθλημα το Καραϊσκάκη γέμιζε για τα ματς με τον Ατρόμητο, τον ΠΑΣ, τον Αστέρα, τον Αρη, την Ξάνθη, τον ΟΦΗ κτλ κι ας είχαν υπάρξει στραβοπατήματα σε ντέρμπι με τον ΠΑΟΚ, την ΑΕΚ, τον ΠΑΟ. Η εμπιστοσύνη του κόσμου είχε γεννηθεί γιατί κάτι ωραίο έβλεπε και η πρόοδος παικτών όπως ο Τσιμίκας, ο Μασούρας, ο Μπουχαλάκης, ο Καμαρά, ο Σισέ, ο Ποντένσε, ο ίδιος ο Φορτούνης μαρτυρούσε ότι γίνεται μια καλή δουλειά. Η ίδια η εξέλιξη του παιγνιδιού ήταν η απόδειξη για αυτό. Ο προπονητής πρέπει να το έχει στο μυαλό του: στον ΠΑΟΚ μπορεί να αντιμετωπίζουν τον Λουτσέσκου ως ιερή αγελάδα γιατί κέρδισε το πρωτάθλημα, στην ΑΕΚ και στον ΠΑΟ αρκούν πέντε – έξι δημοσιεύματα για να κερδίζουν οι προπονητές χρόνο. Είναι λογικό ο κόσμος των ομάδων αυτών να ψάχνει κάτι να πιστέψει. Στον Ολυμπιακό ο κόσμος πιστεύει μόνο ό,τι βλέπουν τα μάτια του.
Πιστεύει στην ομάδα;
Τα γράφω αυτά γιατί δεν είναι λύση η αντικατάσταση του Μαρτίνς: από πουθενά δεν μου προκύπτει πως με ένα άλλο προπονητή, που θα παραλάβει μια ομάδα που δεν έχει φτιάξει ο ίδιος, ο Ολυμπιακός θα παίξει καλύτερη μπάλα – το στοίχημα μιας αλλαγής του Μαρτίνς είναι τεράστιο και φέτος ο Ολυμπιακός στοιχήματα έχει βάλει πολλά. Η ερώτηση δεν είναι αν πρέπει να αλλάξει, αλλά αν ο κόουτς πιστεύει στην ομάδα. Οι ασταμάτητες αλλαγές παικτών δημιουργούν αυτή κυρίως την απορία: αν συνεχώς ψάχνεσαι, είναι γιατί σε τρώει η ανασφάλεια, όχι για τη δική σου ικανότητα, αλλά για την ίδια τη δυνατότητα προσφοράς των παικτών τους οποίους έχεις στα χέρια σου.
Κι εγώ δεν καταλαβαίνω πολλά από αυτά που κάνει ο Μαρτίνς: δεν καταλαβαίνω πχ πως γίνεται να επιλέγεται ο Καρμπόβνιοκ, ένα παιδάκι 20 χρονών για να γίνει βασικό δεξί μπακ επειδή στα 19 του έπαιξε καλά ως αριστερός μπακ στην Πολωνία, και την ίδια στιγμή ο δεξιός μπακ Μασούρας, που πέρυσι έπαιξε 28 ματς στην Πολωνία να είναι δανεικός κάπου στην Ολλανδία. Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί έπρεπε να φύγει ο Χασάν, όσο μέτριο κι αν είναι το ξεκίνημα του. Δεν κατάλαβα γιατί δεν έψαξαν αντικαταστάτη του Φορτούνη, αλλά και γιατί δεν κράτησαν τον Κανέ από τη στιγμή που ο Εμβιλά έχει προβλήματα. Αλλά όλες αυτές είναι καλοκαιρινές συζητήσεις και το καλοκαίρι τελείωσε. Τώρα θα πρέπει ο Ολυμπιακός να αρχίσει να παίζει ποδόσφαιρο κι αυτό είναι δυσκολότερο από το να κάνει μεταγραφές. Κι αν υπάρχει ένας προπονητής στον κόσμο που τον φετινό Ολυμπιακό τον ξέρει αυτός είναι ο Μαρτίνς. Για αυτό θα του λεγα «κόουτς παρ’το αλλιώς».