Αν δεν έβλεπες τα ματς του ΠΑΟ με τον Αγιαξ και του ΠΑΟΚ με τη Φιορεντίνα και άκουγες ή διάβαζες ό,τι για αυτά ειπώθηκε και γράφτηκε θα πίστευες πως οι ελληνικές ομάδες έπεσαν θύματα βουντού ή κάτι άλλο ανάλογο: στην πραγματικότητα είχαμε πάλι δυο ματς ελληνικών ομάδων που έδειξαν ότι δεν ξέρουν να εκμεταλλεύονται την έδρα τους. Χωρίς έδρα ευρωπαϊκή διάκριση δεν υπάρχει.
Η νύχτα του Γιουρόπα λιγκ ξεκίνησε με υποσχέσεις και τελείωσε με δυο απογοητεύσεις. Ο ΠΑΟ και ο ΠΑΟΚ δεν κατάφεραν να κερδίσουν τον Αγιαξ και την Φιορεντίνα χθες βράδυ, μολονότι αντιμετώπισαν τους αντιπάλους τους σε ιδανικές συνθήκες. Ο ΠΑΟ είχε δυο τρεις παίκτες με προβλήματα πριν το ματς με τους Ολλανδούς, αλλά μόνο ο Ιμπάρμπο δεν τα ξεπέρασε: οι όποιες δυσκολίες υπήρχαν πήγαν στην άκρη από τη στιγμή που η ομάδα του Στραματσόνι προηγήθηκε με 1-0 μόλις στο 5΄όταν ο Μπεργκ εκμεταλλεύτηκε το λάθος του άπειρου τερματοφύλακα Ονανά – καλύτερο ξεκίνημα δεν υπάρχει. Ο ΠΑΟΚ ήταν πλήρης κόντρα στους Ιταλούς και υποδεχόταν την Φιορεντίνα μετά από τέσσερα καλούτσικα ευρωπαϊκά ματς. Οι αντίπαλοι των ελληνικών ομάδων έμοιαζαν, πριν αρχίσει το ματς, ευχαριστημένοι με το να μην χάσουν. Ο Αγιαξ έχει κάνει κάποιες μεταγραφές καλών παικτών (ο Τραορέ ήταν για μένα μια αποκάλυψη), αλλά είναι ακόμα ασύνδετος και στο ολλανδικό πρωτάθλημα κερδίζει με δυσκολία. Η Φιορεντίνα στο Καμπιονάτο έχει κερδίσει μόνο την Κιέβο και το καλοκαίρι πέρασε μια τεράστια κρίση, αφού έχασε παίκτες, δεν πήρε κάποιους που ο Πάολο Σόουζα ήθελε και στις 31 Αυγούστου παραλίγο ν αλλάξει και προπονητή. Παρόλα αυτά η ιταλική ομάδα στην Τούμπα κινδύνεψε ελάχιστα κι αν δεν κέρδισε αυτό συνέβη γιατί το εξαιρετικό παιδί που λέγεται Παναγιώτης Γλύκος έκανε δυο τουλάχιστον σπουδαίες επεμβάσεις: αυτός ήταν ο Mvp του ΠΑΟΚ. Η ερώτησή μου είναι αν τις συγκεκριμένες ομάδες δεν τις κέρδισαν ο ΠΑΟ και ο ΠΑΟΚ τώρα, πότε θα τις κερδίσουν; Αναρωτιέμαι επίσης πως γίνεται να δηλώνουν ευχαριστημένοι παίκτες, προπονητές, δημοσιογράφοι κτλ με αυτού του είδους τις εμφανίσεις. Φαίνεται πως σε εκτίμηση τις δυο αυτές ομάδες τις έχω μόνο εγώ.
Υπάρχει ανάγκη ψυχολόγου
Πιο πολύ και από την νωθρότητα των εμφανίσεων μου έκανε εντύπωση το τι άκουσα για αυτές. Ο ΠΑΟ, λέει, πλήρωσε ένα μπλακ άουτ ψυχολογίας μετά το γκολ της ισοφάρισης, πράγμα που φάνηκε γιατί παραλίγο να δεχτεί και το 1-2 αμέσως μετά. Το ίδιο μπλακ άουτ ψυχολογίας συνέβη και στην επανάληψη, όταν μετά το πέναλτι του 1-2 ήρθε και η αποβολή του Ιβανόφ: αν υπάρχουν τέτοια πράγματα, κακώς ο Γιάννης Αλαφούζος πήρε τον Στραματσόνι – χρειαζόταν προφανώς τον Ασκητή, που είναι καλός ψυχολόγος και σεξολόγος. Η ήττα του, λέει, μπορεί να είναι χρήσιμη γιατί ο ΠΑΟ θα μάθει να προσέχει τις λεπτομέρειες, ενώ αν κέρδιζε προφανώς δεν θα τις πρόσεχε: υποθέτω πως αν χάσει έξι ματς μπορεί για τις λεπτομέρειες η ομάδα να γράψει πρόχειρο διαγώνισμα και να πάρει άριστα. Στη δε Τούμπα υπήρξε ένα αριστούργημα προπονητικής γιατί ο Βλάνταν Ιβιτς έπαιξε 3-5-2 κατά τη διάρκεια του δευτέρου ημιχρόνου, γεγονός που αποτελεί κάποιου είδους πρωτοπορία: εγώ είδα ένα ταμπούρι τρελό και τη συνηθισμένη προσπάθεια να κλέψουμε τη νίκη με κάποια αντεπίθεση – θα μπορούσε μάλιστα και να συμβεί αν ο Ροντρίγκες ήταν στο 93΄προσεχτικός, όμως το ταμπούρι, ταμπούρι ήταν. Αν είναι να παίζεις ταμπούρι, τότε και με τρία στόπερ μπορεί να παίζεις και με τέσσερα και με πέντε – μόνο που «ιδιοφυή κίνηση» αυτό δεν έχω ακούσει κανένα να το λέει και μάλιστα μετά από ισοπαλία. Μόνο εδώ.
Συνηθισμένες κουτοπονηριές
Στην πραγματικότητα ο ΠΑΟΚ και ο ΠΑΟ συνέχισαν να περπατούν στον αδιέξοδο δρόμο που έχουν πάρει τα τελευταία χρόνια οι ελληνικές ομάδες: όποιος τους χαϊδεύει τα αυτιά για τέτοιες εμφανίσεις θα τους δει να παίζουν στην Ευρώπη χειρότερα. Η επιλογή των τριών στόπερ του Στραματσόνι αποδείχτηκε δυστυχώς αναποτελεσματική γιατί οι στόπερ αυτοί δεν μπορούν να καλύψουν τους ακραίους αμυντικούς: ο Τραορέ σκοράρει ανενόχλητος, χτυπώντας στα δεξιά, ενώ στη φάση του πέναλτι κοντά στον Μέστο δεν βρίσκεται κανείς. Ο ΠΑΟ δεν έχει ψυχολογικά προβλήματα: απλά κάνει την κλασσική ιταλική κουτοπονηριά, δηλαδή προσπαθεί αντί να πιέσει τη μπάλα, να καλύψει το χώρο και το αποτέλεσμα είναι ότι οι Ολλανδοί μεταφέρουν τη μπάλα στην περιοχή του Στιλ σχεδόν ανενόχλητοι, αφού ο Λεντέσμα περπατάει κι ο Ζέκα με το Λούντ απλά οπισθοχωρούν. Η αντίδραση του ΠΑΟ μετά το 1-2 είναι γενναιόψυχη, πλην όμως το παιγνίδι του είναι ανοργάνωτο κι αυτό στον Στραματσόνι πρέπει να το επισημάνουν: ο ΠΑΟ έκανε δυο τελικές προσπάθειες προς την εστία του Αγιαξ γιατί, όταν ο Λεντέσμα κλίνεται ή κουράζεται, η μπάλα δεν κυκλοφορεί σωστά. Ομοίως κάποιος πρέπει να εξηγήσει στον Ιβιτς ότι όταν αντιμετωπίζει μια ομάδα με τρεις κεντρικούς αμυντικούς, για να την κερδίσει, χρειάζεται παραπάνω μέσους, που να ακολουθούν τις φάσεις – σε αυτό ο ΠΑΟΚ ήταν εντελώς απροετοίμαστος. Δεν χρειάζεται ισοπέδωση και δεν χρειάζεται και να ψάχνεις κατηγορίες για να δικάσεις ενόχους, αλλά αλίμονο αν μετά από τέτοιες εμφανίσεις μοιράζεις μπράβο, χωρίς μάλιστα να ζητάς λίγο προβληματισμό για το γεγονός ότι πάλι οι έδρες δεν αξιοποιήθηκαν. Πως θα βελτιωθούν οι ομάδες αν δεν έχουμε το κουράγιο να τονίσουμε αγωνιστικά λάθη προφανέστατα; Και πως θα είναι προσεχτικότεροι μελλοντικά οι προπονητές, αν δεν επισημάνουμε πως όσα οι ομάδες τους έδειξαν δεν έφταναν; Απλά ρωτάω – τις απαντήσεις τις ξέρω. Στην Ελλάδα άλλωστε σπανίως γίνεται κριτική για ποδόσφαιρο: τις διοικήσεις μας αρέσει να κράζουμε. Αν με τις διοικήσεις τα έχουμε καλά, όταν υπάρχει ανάγκη αγωνιστικής κριτικής, πετάμε αητό.
Επαγγελματική νίκη
Τουλάχιστον κέρδισε ο Ολυμπιακός και η πρώτη βραδιά στο εφετινό Γιουρόπα Λιγκ δεν ήταν πλήρως απογοητευτική. Δυσκολεύτηκε πολύ ο Ολυμπιακός στη Βέρνη κόντρα στους φιλότιμους Γιουνγκ Μπόις: ειδικά μέχρι να συνηθίσουν οι παίκτες του το πλαστικό χορτάρι κινδύνεψε αρκετά. Η νίκη του ήρθε επαγγελματικά – όχι μόνο γιατί είναι μια νίκη με το επαγγελματικό 1-0 (που πάντα ανήκει πολύ στον προπονητή…), αλλά γιατί ο Ολυμπιακός έφτασε σε αυτή επειδή κάμποσοι παίκτες έκαναν απλά τη δουλειά τους. Ο Ολυμπιακός απλά δεν είχε παίκτες που υστέρησαν. Ο Λεάλι άρπαξε την ευκαιρία κι έδειξε πόσο καλός είναι: η σιγουριά που έδωσε στην άμυνα υπήρξε τεράστια. Η άμυνα απέφυγε τις μεγάλες επιπολαιότητες – ο Ντα Κόστα είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση και δεν μπορεί χωρίς τέτοιες. Ο Μιλιβόγεβιτς κράτησε τις γραμμές κοντά, ο Μάριν είχε τρεις – τέσσερις καλές ενέργειες, ο Καμπιάσο πέτυχε το γκολ, αλλά έπρεπε μετά το 60΄ να αντικατασταθεί, ο Ελιονούσι, ο Σεμπά κι ο Ιντέγιε μόχθησαν, αλλά οι καλές τους στιγμές ήταν λίγες. Ο Μπέντο σωστά χρησιμοποίησε το Μάρτινς, αλλά άργησε να κάνει τις δυο άλλες αλλαγές – ίσως να μην εμπιστεύεται ακόμα το Ρομάο, αλλά και τους μικρούς που αυτή τη φορά ήταν όλοι εκτός 18αδας. Όμως αντίθετα από τους υπόλοιπους ο Ολυμπιακός έχει προσωπικότητα στην Ευρώπη και τη δείχνει – ίσως γιατί γνωρίζει πως η κριτική που κάθε φορά τον περιμένει, αν φανεί κατώτερος των προσδοκιών, θα είναι σκληρή, πρώτα πρώτα από την εξέδρα του. Αυτή είναι μια ουσιαστική διαφορά: ο Ολυμπιακός παίζει για τα μπράβο των οπαδών του, ενώ ο ΠΑΟ και ο ΠΑΟΚ μου φαίνεται ότι παίζουν για τα μπράβο των δημοσιογράφων. Αλλά η επικοινωνία δεν βολεύει πάντα για να παίζεις κρυφτούλι με την πραγματικότητα…