Δεν είχα σκοπό να γράψω κάτι για να αποχαιρετήσω τον μεγάλο Τάκη Μουσαφίρη, γιατί για αυτόν θα μιλάνε πάντα τα τραγούδια του – τραγούδια που κανείς άνθρωπος της διανόησης ή της μουσικής δεν χαρακτήρισε «μεγάλα», γιατί στην Ελλάδα ανάμεσα σε διάφορα προβλήματα έχουμε και την υποχρέωση πολλών να πετροβολούν το «σουξέ». Ο Μουσαφίρης έκανε επιτυχίες, τεράστιες επιτυχίες, κι ακριβώς επειδή πολλοί δεν μπορούσαν τις επιτυχίες του να τις καταλάβουν απέφευγαν να τον κατατάξουν στην κατηγορία των σημαντικών, ενώ είχε κερδίσει το δικαίωμα να είναι σε αυτή με την μοναδικότητα του.
Κόντρα στο ρεύμα
Ο Μουσαφίρης ήταν μια παράξενη περίπτωση τραγουδοποιού του λαϊκού πενταγράμμου που σταδιοδρόμησε σε μια εποχή που οι τραγουδοποιοί έπρεπε να είναι όλοι έντεχνοι. Εγραφε μελωδίες και στίχους κι αυτό που τον ξεχώριζε από άλλους που έκαναν την ίδια δουλειά είναι ότι προτιμούσε τα τραγούδια του, αντί να τα λέει ο ίδιος να τα δίνει σε τραγουδιστές που τα απογείωσαν. Εχω την εντύπωση πως αν τα «σκότωνε» ο ίδιος τραγουδώντας άτεχνα, όπως πολλοί άλλοι, σήμερα θα ορκίζονταν στο όνομά του όσοι αμήχανα τον αποχαιρέτησαν γιατί θα είχε ξοδέψει την καριέρα του ως cult θέαμα που θα άνηκε σε λίγους. Ενώ αυτός προτίμησε - και πολύ σωστά - να την χαρεί με τους πολλούς. Με όλους εμάς δηλαδή που έχουμε τραγουδήσει τα τραγούδια του χωρίς πολλές φορές να γνωρίζουμε ότι είναι δικά του.
Τα τραγούδια των άλλων
Ο Μουσαφίρης ήταν ένας εξαιρετικά γαλαντόμος άνθρωπος, τόσο γαλαντόμος ώστε αφιέρωσε το υπέροχο ταλέντο του στους τραγουδιστές τους οποίους αγαπούσε και θαύμαζε. Ο Μουσαφίρης είχε το σπάνιο ταλέντο να αναδεικνύει φωνές χάρη στις μελωδίες και τους στίχους του. Ετσι όλα του σχεδόν τα τραγούδια, ενώ ήταν προσωπικές του δημιουργίες κι ολόδικά του περνούσαν στο λαϊκό υποσυνείδητο ως επιτυχίες των τραγουδιστών του. Το «Πες μου που πουλάν καρδιές» και το «Κάνε κάτι να χάσω το τραίνο» είναι για όλους μας τραγούδια «του Δημήτρη Μητροπάνου». Ο «Ταξιτζής» και το «Λέγε με παλιόπαιδο» του Στράτου Διονυσίου. Το «Μια ζωή πληρώνω» είναι της Ρίτας Σακελαρίου. Είναι όλων αυτών επιτυχίες: δεν χωρά αμφιβολία. Αλλά τίποτα από αυτά δεν θα υπήρχε χωρίς το Μουσαφίρη, και είναι τραγούδια τόσο ανθεκτικά που τα σιγοτραγουδάμε ακόμα κι εμείς που φωνή δεν έχουμε σιγοντάροντας όποιον άλλο τα ερμηνεύει. Ακόμα κι αν οι πρώτες τους εκτελέσεις υπήρξαν οι καλύτερες και οι επόμενες δεν μας ενοχλούν καθόλου: γιατί η δύναμη των τραγουδιών ήταν πρώτα από όλα απόδειξη της Τέχνης και της τεχνικής του δημιουργού τους.
Διαδρομή ζωής με σεμνότητα
Ο Μουσαφίρης υπήρξε ένας σπάνιος τεχνητής του λαϊκού σουξέ, ένας αληθινός μάστορας ικανός με λίγες και απλές λέξεις και πάντα καθαρές μελωδίες να σκαρώσει τραγούδια που θα ακούγονται πάντα όσο υπάρχουν άνθρωποι που ψάχνουν σε αυτά ένα αποκούμπι. Οσοι έβλεπαν στην Τέχνη του αυτή μια ευκολία λίγα έχουν καταλάβει από τη ζωή: δεν είναι ποτέ εύκολο να κάνεις επιτυχία το στίχο «σε μια στοίβα καλαμιές αποκοιμήθηκα», αν αυτό δεν το έχεις κάνει και δεν μπορείς να ξεκλειδώσεις την αλήθεια του.
Ο Μουσαφίρης δεν διεκδίκησε τίποτα πιο πολύ από το δικαίωμα να κάνει τη δουλειά του, δηλαδή να οδηγεί τραγουδιστές με δυνατότητες στους Ολυμπους της επιτυχίας. Η φυσική του σεμνότητα είχε πάντα να κάνει με τη διαδρομή της ζωής του. Μουσική έμαθε από τους γονείς του στα Γιάννινα. Ηθελε να παίζει κιθάρα και να γράφει τραγούδια κι αυτό έκανε στις μπουάτ της Αθήνας στις αρχές του ’70 πριν ακόμα συναντήσει το Μητροπάνο. Ηθελε να βγάζει δίσκους με αυτούς που θεωρούσε τους καλύτερους Ελληνες τραγουδιστές κι όχι να διευθύνει την Φιλαρμονική Ορχήστρα της Βιέννης. Ηξερε ότι στον κόσμο αρέσουν τα απλά πράγματα. που λένε με κώδικες αλήθειες της ζωής. «Και μόνο που με κοιτάς λιώνω». «Ένα τραγούδι πες μου ακόμα». «Και τότε μόνος και τώρα μόνος». «Σε αγαπάω ακόμα, ακόμα για σένα ζω». Την ίδια στιγμή χάρη σε αυτά τα σχεδόν συνθηματολογικά στιχάκια μας υποχρέωνε να τραγουδάμε για πολλά σπάνια. Για «ένα μολυβένιο ουρανό». Για «μάτια ηλεκτρισμένα». Για κάποιον που ταξίδευε και γινόταν «νύχτα λίγο λίγο». Για «μια μεθυσμένη Κυριακή». Για πάρα πολλά που δεν τα θυμάμαι γιατί έχω μάθει μόνο να τα μουρμουράω χωρίς κι εγώ να γνωρίζω πάντα ότι ήταν δικά του.
Εκεί γύρω στις 4 το πρωί…
Με τη σεμνότητα του και την παραγωγικότητα του ο Μουσαφίρης ήταν πάντα κοντά μας χωρίς να διεκδικεί χειροκροτήματα και μπράβο και μεγάλα λόγια. Αλλά όταν τα μαγαζιά ήταν ακόμα ανοιχτά εκεί γύρω στις 4 το πρωϊ ο Μουσαφίρης ήταν σαν να καθόταν μαζί μας και να τον αποθεώναμε αφού το πρόγραμμα, όποιος κι αν τραγουδούσε, ήταν και κομμάτι δικό του. Ο «Ξένος», το «εγώ δεν ήμουνα αλήτης», η βεβαιότητα πως «αν θα με κόψουν στη μέση διπλά θα σ αγαπώ», το «τέρμα ως εδώ» που φώναζε όλο το μαγαζί σαν να είμασταν σε διαδήλωση, το καταγγελτικό «όλους και όλα τα σιχάθηκα», η «αλήτισσα» που παραμένει ακόμα η μοναδική απόδειξη πως η αλητεία δεν είναι αποκλειστικό ανδρικό προνόμιο, ο ύμνος «Φοβάμαι τη νύχτα» παραμένουν οι χρυσές στιγμές του soundtrack κάθε ξημερώματος, που έχει αγαπήσει ο καλός ξενύχτης. Και το soundtrack αυτό που είναι η κληρονομιά του, τώρα που ο Μουσαφίρης έφυγε, θα γίνει ακόμα πιο αγαπητό, πιο τίμιο, πιο δικό μας.
Μυστικέ μου έρωτα…
Ο Μουσαφίρης θα ήταν τεράστιος αν είχε γράψει μόνο το «Μυστικό Ερωτα» και τίποτα άλλο: θα αρκούσε αυτή η σπάνια λαϊκή ελεγεία για να του δώσει μια θέση στην ελληνική μουσική για πάντα. Το έγραψε το 1982 κόντρα στο ρεύμα της εποχής και το δωσε στην ανερχόμενη τότε Κατερίνα Στανίση. Το τραγούδι δεν παίχτηκε σχεδόν ποτέ εκείνα τα χρόνια στο σοβαροφανές πασοκικό ραδιόφωνο και φυσικά δεν απέκτησε βίντεο κλιπ. Ο δίσκος της Στανίση δεν πούλησε εκατομμύρια και κάποιοι, που τον αγαπούσαν, τότε μπορεί και να του είπαν ότι το τραγούδι πήγε χαμένο. Αλλά επειδή είναι σπαρακτικό και υπέροχο τραγούδι καθώς τα χρόνια περνούσαν μεγάλωσε παραμένοντας συνεχώς στην επικαιρότητα.
Ο ίδιος ο έρωτας μπορεί να είναι και μυστικός, αλλά κανείς πριν από το Μουσαφίρη δεν το είχε υπογραμμίσει. Ισως αυτός ο μυστικός έρωτας ήταν ο έρωτας του δημιουργού για την ίδια την τέχνη του: ένας έρωτας που καίει σαν φωτιά σε οδηγεί στο να βρεις λέξεις και μελωδίες, γίνεται συνταγή ζωής βασισμένη στο πάθος. Κι αν κάποιοι δεν το κατάλαβαν δεν τρέχει και τίποτα. Όπως σωστά έχει γράψει προλέγοντας όλους μας κύριος ήρθε και κύριος έφυγε…