Μαρκάροντας με τα μάτια…

Μαρκάροντας με τα μάτια…


Μια από τις παράξενες και για αυτό όχι αδίκως παρεξηγημένες φράσεις του Νίκου Αναστόπουλου είναι το περίφημο «στο ποδόσφαιρο δεν κερδίζει ποτέ ο καλύτερος» - το οποίο δεν θυμάμαι με ποια ακριβώς αφορμή του είχε πει, αλλά αποτελεί σύνθημα του. Επειδή πάντα οι φράσεις αυτές απαιτούν εξηγήσεις θέλω να σας πω τι εννοεί: αυτό που στην πραγματικότητα λέει είναι ότι στο ποδόσφαιρο, αν προσπαθήσεις να καταπλήξεις δείχνοντας πως είσαι καλύτερος, αντί να κερδίσεις σκοράροντας στις ευκαιρίες που δημιουργείς, στο τέλος δεν θα τα καταφέρεις, γιατί το να δείχνεις ότι είσαι καλύτερος χωρίς να σκοράρεις δεν σημαίνει τίποτα. Αυτό το θυμήθηκα χθες βράδυ στο Καραϊσκάκη παρακολουθώντας το Ελλάδα – Βοσνία. Οι Βόσνιοι περισσότερο και από το να κοιτάξουν να τελειώσουν το ματς, προσπαθούσαν να  ας δείξουν πόσο καλύτεροι είναι. Και στο τέλος ήρθε συστημένο το τούβλο του Τζαβέλα για να θυμίσει ότι στο ποδόσφαιρο, όποιος περιορίζεται σε επιδείξεις ποιότητας δεν κερδίζει ποτέ.

Όλα τα απίθανα με τους Βόσνιους

Με τη Βοσνία μας συμβαίνουν πάντα ένα σωρό  πίθανα: τα γραφα και πριν το ματς. Το 1997 τους κέρδισε η Εθνική μας με ένα απίθανο γκολ του Φραντσέσκου – χτύπημα φάουλ απλά πλάγια δεξιά, δοκάρι και μέσα. Τον καιρό του Ρεχάγκελ η Εθνική μας έπαιξε με την Βοσνία στα προκριματικά του Euro του 2008. Στη Βοσνία η Εθνική μας κέρδισε 0-4 εκτός έδρας, χωρίς να είναι καθολικά ανώτερη! Διαιτητής ήταν ένας παλιόφιλος, ο Ρώσσος Μπασκάκοφ, μόνιμος θαμώνας των ελληνικών νησιών το καλοκαίρι. Μέσα σε ένα γήπεδο κόλαση με τους οπαδούς των γηπεδούχων να ανεμίζουν τούρκικες σημαίες, ο Ρώσος μας έδωσε ένα πέναλτι ιστορικό!  Οι Βόσνιοι, που έπαιζαν όλοι στην επίθεση, έμειναν και με δέκα μετά την  αποβολή του σέντερ μπακ Πάπατς, και αφού αρχικά πίεσαν στο τέλος κατέρρευσαν: δέχτηκαν  τρία γκολ στο τελευταία οκτώ λεπτά από  ον Πάτσατζόγλου, το Σαμαρά και τον Κατσουράνη. Στη ρεβάνς στο ΟΑΚΑ τους έβαλε ένα γκολ νωρίς ο Χαριστέας που πήρε τρία ριμπάουντ στην ίδια φάση (!)  κι όταν ισοφάρισαν τους χτύπησαν αμέσως ο Γκέκας και ο Λύμπε πριν μειώσει ο Ιμπίσεβιτς: το τελικό 3-2 δεν ήταν αποτέλεσμα που επι Ρεχάγκελ προέκυπτε συχνά – ήταν κυρίως η δική τους απειρία ο λόγος που είχαμε δει τόσα γκολ.

Όταν ξαναβρήκαν την Εθνική μας στα προκριματικά του μουντιάλ του 2014 πήραν μια μικρή ρεβάνς για όλα αυτά μένοντας αήττητοι και στα δυο ματς. Στο Καραϊσκάκη είχε γίνει ένα κλειστό ματς– το τελικό 0-0 μάλλον ήταν άδικο για την Εθνική μας που είχε δυο δοκάρια και μια τεράστια χαμένη ευκαιρία με το Σαλπιγγίδη κι όλα αυτά ενώ είχε αφήσει τη μπάλα στους Βόσνιους και έψαχνε αντεπιθέσεις. Πήγε να κάνει το ίδιο  όλπο και στο δεύτερο ματς: εκτός έδρας η  άμυνα είναι πιο εύκολη κι επιπλέον έμοιαζε αδύνατο η Εθνική μας να δεχτεί πιο πολλά από ένα γκολ. Όμως ο Σάντος έκανε το μοναδικό σοβαρό του λάθος την τετραετία που ήταν στην Εθνική μας χρησιμοποιώντας τον τραυματία Αβρααμ Παπαδόπουλο πάνω στον Ντζέκο και η Εθνική μας δέχτηκε τρία γκολ σε μια ώρα!

Πριν το ματς αρχίσει στο Καραϊσκάκη τα είχα όλα αυτά στο μυαλό μου και περίμενα τι περίεργο θα συμβεί: εν τέλει μπήκαν ένα γκολ από καραμπόλα στην πλάτη του Καρνέζη (μετά το καταπληκτικό φάουλ του Πιάνιτς) κι ένα γκολ του Τζαβέλα με βολίδα στις καθυστερήσεις κι ενώ όλοι πιστεύαμε πως το ματς έληξε. Όπως σωστά είπε ο Σκίμπε στο τέλος εμείς νομίζαμε ότι κερδίσαμε κι αυτοί ήταν στεναχωρημένοι σαν να έχασαν – ενώ στην πραγματικότητα απλά πήραμε από ένα βαθμό και οι δυο. Όμως αυτός ο βαθμός για την ομάδα μας δεν λέει και πολλά: όσο αγαπησιάρικη κι αν είναι για το πείσμα της κι όσο τυχερός κι αν είναι ο προπονητής της που τη βλέπει να σκοράρει πότε στο πρώτο λεπτό (με την Εσθονία) και πότε στο τελευταίο όπως χθες, η ομάδα μας ρεαλιστικά έχει μικρές πιθανότητες να περάσει τους Βόσνιους και να βρεθεί στα μπαράζ- οι Βέλγοι είναι έτσι κι αλλιώς απλησίαστοι και το ματς μαζί τους στις 25 Μαρτίου τρομάζει.

Ας είμαστε ρεαλιστές

Ας χαρούμε την αποφυγή της ήττας  αλλά ας είμαστε και ρεαλιστές: η Εθνική μας έχει μετριότατους μέσους και χωρίς δουλειά σοβαρή στη μεσαία γραμμή στο μοντέρνο ποδόσφαιρο προκοπή δεν γίνεται. Τακτική παιδεία υπάρχει και φαίνεται: με τη Βοσνία δεν δεχτήκαμε παρά ελάχιστες αντεπιθέσεις στο β ημίχρονο και σχεδόν ποτέ δεν χαρίσαμε φάσεις γιατί βρεθήκαμε στην άμυνα με παίκτες λιγότερους. Η Εθνική μας ήταν σχεδόν πάντα καλά τακτοποιημένη και σχεδόν πάντα στη φάση της άμυνας με 8 και 9 παίκτες πίσω από τη μπάλα. Αλλά ενώ οι αμυντικοί έδωσαν και την ψυχή τους, οι μέσοι (με την εξαίρεση του Σταφυλίδη που έτρεξε για τρεις) σχεδόν παρακολουθούσαν τον Πιάνιτς, τον Λούλιτς, τον Ιμπίσεβιτς και τον Χαϊροβιτς να περνούν δίπλα τους με τη μπάλα στα πόδια. Ο Μανιάτης κάθε φορά που σπρίνταρε χρειαζόταν ένα δίλεπτο για να ξαναβρεί αναπνοές. Ο Σάμαρης υπήρχε στο γήπεδο μόνο όταν είχε τη μπάλα στα πόδια του και χώρο για να παίξει – αν πιεζόταν δεν έκανε τίποτα και η πίεση του στον όποιο αντίπαλο ήταν υποτονική. Ο Μάνταλος, χαμένος κάπου στην άκρη, τη μπάλα την πήρε ελάχιστα, αλλά δεν την κυνήγησε και ποτέ του. Υπήρξαν στιγμές που οι Βόσνιοι άλλαζαν πάσες με την ευκολία που το κάνει η Μπαρτσελόνα χωρίς να έχουν τους μέσους και τους επιθετικούς των Καταλανών: δεν ήταν η δική τους ποιότητα που έκανε την ομάδα μας να υποφέρει – ήταν η αδυναμία των δικών μας παικτών να φιλτράρουν. Αν το ματς έμεινε στο 0-1 και το γήπεδο περίμενε για να πανηγυρίσει τη βολίδα του Τζαβέλα για το τελικό 1-1 χωρίς ν αδειάσει, αυτό συνέβη γιατί στις ελάχιστες φορές που η Εθνική μας πλησίασε την αντίπαλη περιοχή έκανε φάσεις: ο Μήτρογλου από μπαλιά του Σάμαρη στο πρώτο ημίχρονο τρόμαξε τους Βόσνιους, ο Φορτούνης που είχε ένα  δοκάρι στο β ημίχρονο, τους θύμισε πως μπορεί να γίνουμε απειλητικοί από το πουθενά – απλά με κάποιο σουτ. Αλλά αυτές οι φάσεις δεν είναι αποτέλεσμα δημιουργικού παιγνιδιού – είναι απλές αποδείξεις πως οι Βόσνιοι, όσο ταλέντο έχουν στην επίθεση, τόσο προβληματικοί είναι στην άμυνα.

Κάνουν ό,τι μπορούν

Είναι τρομερό ότι το ελληνικό ποδόσφαιρο είναι γεμάτο μέσους που μαρκάρουν μόνο με τα μάτια. Ο Σάμαρης, ο Μάνταλος, ο Ταχτσίδης παίζουν μόνο με τη μπάλα στα πόδια, όσο και όποτε ο αντίπαλος τους το επιτρέπει – το ίδιο και ο Μπακασέτας που χθες έλειπε: από όλους αυτούς μπορεί να παίζει ένας γιατί πρέπει να συνυπολογίσουμε στην ενδεκάδα και τους Μήτρογλου και Φορτούνη,  που παίζουν ως κανονικοί κυνηγοί. Ο Μανιάτης και ο Τζιόλης που έχουν περάσει την καριέρα τους κόβοντας, είναι εκτός κανονικού ρυθμού. Αν με τους Βέλγους παίξει μια ομάδα τόσο στατική, όσο αυτή που είδαμε την Κυριακή, δεν θα υπάρξει ήττα, αλλά διάλυση και θα ναι  κρίμα γιατί σε σχέση με τη διετία Ρανιέρι – Μαρκαριάν βήματα μπροστά γίνανε. Αλλά αυτή η έκφραση νομίζω τα λέει όλα: τα βήματα δεν φτάνουν. Χρειάζονται σπριντ, τάκλιν, πίεση στη μπάλα, κίνηση και δύναμη περισσότερη. Η εθνική μας χρειάζεται στη μεσαία γραμμή  μετάγγιση αίματος. Και δεν βλέπω αιμοδότες, ούτε μεγάλους μαχητές. Μόνο ωραίους πεισματάρηδες, που απλά κάνουν ό,τι μπορούν…