Στο εξωτερικό οι αυτοβιογραφίες των μεγάλων προσωπικοτήτων του ποδοσφαίρου (και όχι μόνο…) κάνουν θραύση: αυτή του Φραντσέσκο Τότι, πριν λίγο καιρό, είχε πουλήσει σαράντα δύο χιλιάδες αντίτυπα την πρώτη εβδομάδα της έκδοσής της και οι συνολικές πωλήσεις πέρασε τις διακόσιες χιλιάδες – είχε βοηθήσει κι ο τίτλος «Εγώ ο αρχηγός», που μίλησε στην καρδιά των οπαδών της Ρόμα. Υπάρχει μια dream team αθλητών που αποκαλύπτοντας λεπτομέρειες για τη ζωή τους έγραψαν μπεστ σέλερ: ο Ιμπραϊμοβιτς, ο Ντελ Πιέρο, ο Μέσι, ο Ζανέτι, αλλά και ο Αγκάσι, ο Τζόρνταν, ο Τάισον τα κατάφεραν και ως «συγγραφείς» - βάζω τα εισαγωγικά γιατί τα πιο πολλά από τα βιβλία τα έχουν γράψει επαγγελματίες γραφιάδες (συνήθως αθλητικογράφοι), που είχαν την υπομονή να τους ακούσουν να μιλάνε για μέρες. Όλα αυτά τα βιβλία έχουν συνήθως μια ομοιότητα: είναι διηγήσεις μιας ζωής που έγινε καταπληκτική γιατί ο ταλαντούχος που μιλάει, δούλεψε σκληρά ξεπερνώντας αντιξοότητες που ο αναγνώστης δεν φαντάζεται. Υπάρχουν σε όλες αυτές τις διηγήσεις πατεράδες που πιστεύουν στο ταλέντο των γιών, οικογένειες σκληρές, παιδικά χρόνια γεμάτα όνειρα, απογοητεύσεις και πολλή πίστη. Επίσης αν τα βιβλία αυτά γίνονται εκδοτικές επιτυχίες είναι και γιατί κάποια έχουν και λεπτομέρειες καυγάδων – έστω με μεροληπτική αφήγηση. Διαβάζεις για το τι έγινε ανάμεσα στον Τότι και στον προπονητή του Λουτσιάνο Σπαλέτι ή στον «Ιμπρα» και στον Γκουαρντιόλα και είναι σαν να βλέπεις μπροστά σου το πώς έγιναν όλα. Τα πιο πολλά από αυτά τα βιβλία είναι διασκεδαστικά. Μια μόνο βιογραφία θα μπορούσε να γίνει μάθημα στα σχολεία: αυτή του Γιόχαν Κρόιφ που κυκλοφορεί και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μvpublications με τον τίτλο «Γ1ο4αν».
Και καυγάδες αλλά και ιδέες
Είχε κι ο Κρόιφ πολλούς σκαμπρόζικους καυγάδες στην τεράστια καριέρα του. Ως παίκτης αρνήθηκε να πάει να αγωνιστεί με την Ολλανδία στο παγκόσμιο κύπελλο του 1978, ως προπονητής τσακώθηκε με τους διοικούντες του Αγιαξ αλλά και της Μπαρτσελόνα – ωστόσο σημάδεψε ανεξίτηλα, όχι μόνο την ιστορία των δυο ομάδων, αλλά και την νοοτροπία όσων αποφασίζουν για τις τύχες τους. Αυτός είναι κυρίως ο εκπαιδευτικός χαρακτήρας του βιβλίου: σου δείχνει πως ένας άνθρωπος και το όνειρο του, όχι απλά μπορεί να καθορίσει μια εποχή, αλλά κυριολεκτικά να μεταλαμπαδεύσει τα θέλω του στους επιγόνους του με αποτέλεσμα τη μεταβολή της ίδιας της ιστορίας του ποδοσφαίρου. Ο Πλατινί υπήρξε σπουδαίος ποδοσφαιριστής, ο Ρουμενίγκε εκτός από αυτό είναι και μεγάλος παράγοντας. Ο Μπεκενμπάουερ τα κατάφερε και ως παίκτης και ως προπονητής και ως διοικητής. Χαρισματικοί αρτίστες όπως ο Μπεστ ή ο Μαραντόνα έκαναν χιλιάδες παιδιά να αγαπήσουν το σπορ. Όμως η επίδραση του Κρόιφ στην ποδοσφαιρική ευρωπαϊκή ιστορία είναι κάτι μοναδικό. Χρόνια μετά το θάνατο του, το καταλαβαίνεις βλέποντας τις ομάδες που τιμούν τις ιδέες του να αγωνίζονται στα ημιτελικά του Τσάμπιονς λιγκ: ο Αγιαξ και η Μπαρτσελόνα του οφείλουν ακόμα και σήμερα πολλά. Ισως τα πάντα.
Ρεύμα σκέψης Κρόιφ
Ο Κρόιφ υπήρξε όχι απλά ένας σπουδαίος προπονητής κι ένας χαρισματικός ποδοσφαιριστής, αλλά πολύ περισσότερο ο ιδρυτής ενός ολόκληρου ποδοσφαιρικού ρεύματος: αυτό που ο ίδιος αποκαλούσε «καλό» ή «ωραίο ποδόσφαιρο» έγινε αληθινός σκοπός για τις ομάδες που από τα θέλω του επηρεάστηκαν – «η αναζήτηση του καλού», πρέσβευε ο Κρόιφ, «πρέπει να είναι εξίσου σημαντική με την όρεξη για κατακτήσεις τίτλων». Ο Κρόιφ είχε δει την δύναμη του ωραίου ποδοσφαίρου από τον καιρό που ήταν ακόμα στα γήπεδα: η απώλεια του παγκοσμίου κυπέλλου του 1974 δεν είχε καμία απολύτως αρνητική επίπτωση στην καριέρα του – ήδη το 1975 δήλωνε πως αυτός και οι ομάδες του (ο Αγιαξ και η Εθνική Ολλανδίας) είχαν αλλάξει τον τρόπο που ο κόσμος έβλεπε το ποδόσφαιρο. Το 1988, σε μια συνέντευξή του, είχε πει ότι αμφιβάλει πολύ αν ο μέσος οπαδός θυμάται όλες τις εθνικές ομάδες που κέρδισαν τον Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, όμως κανείς ποδοσφαιρόφιλος δεν θα ξεχάσει ποτέ του τα χρόνια που οι Ολλανδοί άλλαξαν το ποδόσφαιρο. Ο Κρόιφ ένοιωθε ότι περισσότερο και απο ποδοσφαιριστής είναι ο ιδεολογικός πρέσβης ενός ποδοσφαίρου που ήταν διαφορετικό από αυτό που έπαιζαν οι υπόλοιποι και ότι η ποδοσφαιρική του καριέρα βασίστηκε στο γεγονός ότι οι προπονητές του (πρώτος από όλους ο Ρίνους Μίχελς) δεν περιορίστηκαν στο να φτιάξουν μια ομάδα που να κερδίζει, αλλά ήθελαν μια ομάδα που να απογειώνει το ταλέντο των παικτών τους. Όταν έγινε ο ίδιος προπονητής θεωρητικοποίησε την ανάγκη του ποδοσφαιρόφιλου να χαίρεται αυτό που ο ίδιος αποκαλούσε «τίμια νίκη». Ο Κρόιφ δεν σνόμπαρε τις κατακτήσεις τίτλων και τις επιτυχίες: ίσα ίσα. Ήθελε, όμως, αυτές να βασίζονται στην υπεροχή και στην επιθετική οργάνωση του παιγνιδιού της ομάδας: «δεν έχει σημασία να κερδίζεις, αν χάνει το ποδόσφαιρο» έλεγε. Η αγάπη και η προσοχή του στις Ακαδημίες που παράγουν ποδοσφαιριστές οφείλεται στην πίστη του ότι το ωραίο ποδόσφαιρο διδάσκεται και ότι το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να πείσεις τα παιδιά πως μόνο αυτό εξασφαλίζει επιτυχίες και καριέρες. Δεν πίστευε πως χρειάζονται οι ακαδημίες για να πωλούνται παίκτες και να φέρνουν χρήματα, αλλά τις θεωρούσε εκπαιδευτικά απαραίτητες: το πρώτο μέρος μιας αλυσίδας, που δημιουργεί ομάδες που παίζουν ωραίο ποδόσφαιρο.
Τα γιατί της επιτυχίας
Ο Κρόιφ υπήρξε ως ποδοσφαιριστής ένας καταπληκτικός αρτίστας κι όμως ποτέ του δεν είδε το ποδόσφαιρο ως σπορ που επιτρέπει την ατομική επίδειξη. Πίστευε πως μια ομάδα πρέπει να διευκολύνει τους προικισμένους παίκτες της να δείξουν το ταλέντο τους, αλλά και ότι οι παίκτες οφείλουν να θέτουν το ταλέντο τους στην υπηρεσία της ομάδας. Πίστευε ότι το παιγνίδι είναι όμορφο όταν φαίνεται το χέρι του προπονητή, όταν υπάρχουν προσχεδιασμένες δουλεμένες στην προπόνηση φάσεις, όταν η δημιουργία δεν βασίζεται αποκλειστικά στην έμπνευση. Θεωρούσε ότι το ωραίο ποδόσφαιρο το μαθαίνεις και ότι ο ρόλος του προπονητή είναι να το διδάσκει: «ένας προπονητής που δεν διδάσκει, πρέπει να κάνει άλλη δουλειά» έλεγε. Κατά κανόνα χρησιμοποιούσε τις εμφανίσεις του στην κρατική τηλεόραση της Ολλανδίας (στο κανάλι ΝΟS) για να επικρίνει τη σκοπιμότητα, τις εύκολες λύσεις, τον φόβο των μοντέρνων ολλανδικών ομάδων να ποντάρουν στους νέους ποδοσφαιριστές. «Η μεγαλύτερη χαρά για ένα ποδοσφαιριστή είναι να έχει παίξει σε μια συγκλονιστική ομάδα και η μεγαλύτερη χαρά για μια ομάδα είναι να έχει συγκλονιστικούς ποδοσφαιριστές» έλεγε. Αν ζούσε αυτή την εβδομάδα θα ήταν χαρούμενους γιατί ο εφετινός Αγιαξ είναι μια συγκλονιστική ομάδα και γιατί η εφετινή Μπαρτσελόνα εξακολουθεί να έχει πάντα συγκλονιστικούς ποδοσφαιριστές. Διαβάστε την βιογραφία του για να καταλάβετε όχι τον Κρόιφ, αλλά τα μυστικά της επιτυχίας των δυο ομάδων του…