Ένας φίλος μου υπενθύμισε πως δεν έγραψα τίποτα για τον μεγάλο Μάριο Ζαγκάλο που έφυγε από την ζωή πριν από λίγες μέρες: ήταν παράλειψή μου. Μιλάμε για ένα πρόσωπο μυθικό: τον πρώτο άνθρωπο του ποδοσφαίρου που κέρδισε το μουντιάλ και ως παίκτης και ως προπονητής. Στη Βραζιλία κηρύχτηκε εθνικό πένθος μόλις ο πρόεδρος της ομοσπονδίας της ποδοσφαιρικής συνομοσπονδίας Εντνάλντο Ροντρτίγκες έκανε γνωστή την είδηση του θανάτου του. Στην βαθιά διχασμένη χώρα ο Ζαγκάλο ήταν σύμβολο ενότητας.
Ενας άνθρωπος με τόλμη
Όπως σημειώνει ο Αλεξ Μπέλος στο «Φουτεμπόλ», ένα από τα ωραιότερα βιβλία που έχουν γραφτεί ποτέ για το ποδόσφαιρο η λέξη που χαρακτηρίζει την καριέρα του Ζαλάγκο είναι η λέξη «τόλμη». Ο Μάριο Ζόρζε Λόμπο για όλους «Ζαγκάλο» ήταν ένας προπονητής που του άρεσε να παίρνει ρίσκα, αν και όπως έλεγε υπολογισμένα. Στην ζωή του απέδειξε την αγάπη του για το επιθετικό ποδόσφαιρο με πράξεις. Εβαλε την προσωπική του υπογραφή σε θριάμβους χρησιμοποιώντας ως όπλο του την μεγάλη του εμπειρία στο γήπεδο που αποκόμισε ως ποδοσφαιριστής. Ελεγαν για αυτόν ότι από τον καιρό που έπαιζε ποδόσφαιρο (και υπήρξε σπουδαίος παίκτης) προγραμμάτιζε πως το πώς μια μέρα θα είναι χρήσιμος στον πάγκο. Πίστευε ότι για κάθε προπονητή κάθε στιγμή που περνά σε μια ομάδα θα έπρεπε να είναι μια πηγή έμπνευσης – έλεγε ότι το ποδόσφαιρο απαιτεί μια διαρκή μάθηση. «Δεν υπήρξα ποτέ ποδοσφαιρικά επαναστάτης, αλλά ήμουν ένας «συντηρητικός-προοδευτικός». Αν οι όροι αυτοί σαν φαίνονται ότι συγκρούονται, συγκρούονται μόνο φαινομενικά» έχει πει. Σαφώς και το αριστούργημα του υπήρξε η Βραζιλία που κέρδισε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970. Τότε ως προπονητής της την οδήγησε στην κατάκτηση του τρίτου της μουντιάλ, δείχνοντας σεβασμό τις ιδέες του προκατόχου του Ζοάο Σαλντάνα, αλλά προσθέτοντας όσα είχε μάθει στο γήπεδο κατά τη διάρκεια της υπέροχης περιπέτειας που βίωσε ως παίκτης στη Σουηδία το 1958 όταν είχε κερδίσει το τρόπαιο .
Ο αιωρούμενος μέσος
Το μουντιάλ του ’58 είναι χρήσιμο για να κατανοήσει κανείς το γιατί ο Ζαγκάλο αγάπησε το ποδόσφαιρο που έπαιξε η Βραζιλία του 1970. Το 1958 ήταν μέλος εκείνης της Βραζιλίας στην επίθεση της οποίας υπήρχαν ο Γκαρίντσα, ο Ντιντί, ο Βαβά, ο Πελε κι αυτός. Ο τότε προπονητής του, ο Βιθέντε Φέολα του είχε ζητήσει να θυσιάσει το ταλέντο του και να παίξει για τους άλλους τέσσερις. Ο Ζαγκάλο, που ήταν μικροκαμωμένος και νευρώδης, ένα είδος Ινιέστα της εποχής που έπαιζε όμως κυρίως ως εξτρέμ, μετατοπίστηκε στην μεσαία γραμμή κι έτρεξε για όλους. Βοηθώντας τον Βαβά, καλύπτοντας τον Ντιντί, νουθετώντας τον νεαρό Πελέ και στηρίζοντας τον αέρινο Γκαρίντσα ο Ζαγκάλο ήταν ο παίκτης – κλειδί που δεν έκανε κόλπα με την μπάλα αλλά έδινε στην ομάδα ισορροπία. Το 1958 ο κόσμος ασχολούταν με την καταπληκτική τετράδα της Σελεσόα αλλά οι προπονητές μιλούσαν για τον δικό του ρόλο: τον ρόλο του, όπως έλεγαν τότε, «αιωρούμενου μέσου», δηλαδή του χαφ που είχε την αποστολή να κινείται όπου πήγαινε η μπάλα. Στην πραγματικότητα, αυτό ήταν τότε ο Ζαγκάλο: ένας all around μέσος που συμμετείχε στο επιθετικό παιγνίδι, αλλά που κυρίως δούλευε για να μαζεύει κάθε χαμένη μπάλα ανεβάζοντας στα ύψη την κατοχή μπάλας που έκανε η ομάδα του.
Ο θρίαμβος του 1958 έκανε τον κόσμο να ανακαλύψει τον Πελε. Στα επίκαιρα της εποχής όλοι έτριβαν τα μάτια τους με το ταλέντο του Γκαρίντσα, αλλά η επιτυχία είχε διδάξει στον Ζαγκάλο ότι ο κάθε ποδοσφαιριστής μπορεί να είναι απαραίτητος αν ακολουθεί το πλάνο, παίζοντας στο όνομα ενός κοινού καλού κι ας μην παίρνει αυτός τα χειροκροτήματα για τα οποία έπαιζαν τότε όλοι και ειδικά οι Βραζιλιάνοι. Κάπως έτσι ο Ζαγκάλο αγάπησε το πλάνο και πίστεψε πως όταν βρεις το κατάλληλο όλα είναι δυνατά. Μάλιστα αυτό το έκανε τρέφοντας απόλυτο σεβασμό για τους παίκτες και τις αρετές τους, γνωρίζοντας ότι η δόξα του προπονητή θα ερχόταν μόνο από αυτούς. Δεν θεωρούσε τον εαυτό του γκουρού, αλλά προπονητή που είχε κοινή λογική στη διαχείριση του γκρουπ. Και σε όσους μιλούσαν για ριψοκίνδυνους τρόπους επίθεσης αυτός έλεγε ότι η ομάδα του απλά χτυπά στα αδύνατά σημεία του αντιπάλου.
Μεθοδική επίθεση
Ο Ζαγκάλο δεν διεκδίκησε ποτέ την εφεύρεση ενός διαφορετικού ποδοσφαίρου όπως πολλοί τις δεκαετίες του ‘60 και του ’70 - παρέμεινε πιστός στην πεποίθησή του ότι οι νίκες ανήκουν στους παίκτες και όχι στους προπονητές. Αλλά η δική του τολμη ήταν αυτή που μας έδωσε την δυνατότητα να δούμε την θεαματικότερη Βραζιλία όλων των εποχών και φτάνει να πας να δεις ξανά μερικούς αγώνες της Σελεσάο στο μουντιάλ του 70 για να το καταλάβεις. Στον τελικό κόντρα στην Ιταλία, για παράδειγμα, οι Βραζιλιάνοι είχαν την στρατηγική της υπομονής και περίμεναν ότι στο δεύτερο ημίχρονο θα υπάρχει μια φυσική κατάρρευση των Ατζούρι μετά τον εξαντλητικό ημιτελικό με τη Δυτική Γερμανία. Στο πρώτο ημίχρονο βασανίζουν τους Ιταλούς κάνοντας τους να τρέχουν πίσω από την μπάλα διότι ο Ζαγκάλο έχει φτιάξει μια ομάδα από παίκτες που χαίρονται κυρίως να πασάρουν. Αυτό που είχε καταλάβει ο ίδιος στη Σουηδία το 1958, ότι δηλαδή είναι θεμελιώδες να μπορείς να αφήνεις στην άκρη τον εγωισμό σου ακολουθώντας ένα σχέδιο, το βλέπεις από τους παίκτες του, που είναι σαν για 45 λεπτά να προετοιμάζονται για την τελική τους επίθεση: όταν αυτή ξεκινά είναι ασταμάτητη. Το ματς παραμένει ένα μάθημα κοινής λογικής, αλλά και επιθετικού ποδοσφαίρου. Μόνο που η επιθετικότητα έρχεται μεθοδικά: δεν αποτελεί επίδειξη – κι ας έχει λήξει ο τελικός εκείνος με 4-1.
Η νίκη του 1970
Ο Ζαγκάλο έλεγε ότι δουλειά του προπονητή είναι το μεγάλο σχέδιο και δουλειά των παικτών οι μικρές λεπτομέρειες. Αφηνε απόλυτη ελευθερία στους πρωταθλητές του, γιατί και αυτός ήταν πρωταθλητής, αλλά ήθελε συγχρόνως και να τον ακούν και δεν άντεχε όποιον έλεγε ότι δεν δέχεται να του λέει ένας προπονητής τι θα έπρεπε να κάνει. Ηταν επίσης τρομερά υποστηρικτικός από τον πάγκο: αν έβλεπε έναν από τους παίκτες του να θυμώνει γιατί μια ντρίπλα του δεν πέτυχε, ο Ζαγκάλο δεν του έλεγε να σταματήσει τις ντρίπλες αλλά να ξαναδοκιμάσει. Η συνεχής παρότρυνση των παικτών του ήταν ο τρόπος του να αντιμετωπίζει τις δυσκολίες: ποτέ με φόβο, πάντα με τη μέγιστη εμπιστοσύνη στις δικές του ικανότητες και στις ικανότητες της ομάδας. Ο Ζαγκάλο ήταν ένας καινοτόμος χωρίς να το ισχυρίζεται, και αυτή είναι η πτυχή που περισσότερο από άλλους, τον τιμά.
Οταν πριν το μουντιάλ του 1970 ανέλαβε την Σελεσάο ενώ για αυτόν υπήρχαν πολλές αντιρρήσεις. Οι εφημερίδες της εποχής ήθελαν κάποιο με πυγμή, ικανό να πείσει κάποιους από τους πολλούς κυνηγούς να καθίσουν στον πάγκο καθώς όλοι ήταν αδύνατο να χωρέσουν. Ο Ζαγκάλο είπε πως δεν υπάρχει κάτι ωραιότερο για ένα προπονητή από το να έχει παίκτες που απαιτούν να παίζουν! Χωρίς ποτέ να σηκώσει τον τόνο της φωνής του, υπαγόρευσε τους κανόνες του, φτιάχνοντας μια Σελεσάο καταπληκτική, βασισμένη σε ένα αρχικό σχέδιο που φαινόταν παράλογο. Ο Ζαγκάλο είχε στην επίθεση τους Ζαϊρζίνιο, Γκέρσον, Τοστάο, Πελέ, και Ριβελίνο. Ο Ζαϊρζίνιο φορούσε τη φανέλα με το 10 στη Μποταφόγκο, ο Ζέρσον στη Σάο Πάολο, ο Τοστάο στην Κρουζέιρο, ο Ριβελίνο στην Κορίνθιανς κι ο Πελέ φυσικά στην Σάντος. Ολοι αυτοί είχαν πιστούς προσωπικούς οπαδούς αφού στις ομάδες τους ήταν είδωλα. Η συνύπαρξή τους θεωρούταν και στην Βραζιλία πρόβλημα, αλλά για τον Ζαγκάλο δεν ήταν. Τους εξήγησε τι περίμενε στο γήπεδο, ζήτησε την απόλυτη αφοσίωση στον σχέδιο και δεν συνάντησε ποτέ κανένα εμπόδιο. Πως το έκανε; παραδόξως «δεκάρι» με την ένοια που το έχουμε συνηθίσει δεν έπαιξε κανείς τους! Ο Ζέρσον ήταν οργανωτής από τα μετόπισθεν, ο Ζαιρζίνιο και ο Ριβελίνο έκαναν τα εξτρέμ, ο Τοστάο έπαιζε ελεύθερος αλλά με την υποχρέωση να κάνει πολλή ανασταλτική δουλειά κι ο Πελέ ήταν κάτι σαν ψευτοφόρ πολύ πριν ο Γκουαρντιόλα δώσει στο ρόλο υπόσταση. Ήταν η καλύτερη Σελεσάο όλων των εποχών, αυτή που η FIFA εξέλεξε ως την εθνική ομάδα του αιώνα: ποτέ ο κόσμος δεν θα ξαναείδε μια τέτοια ομάδα.
Παρών και το 1994
Ο Ζαγκάλο δούλεψε πολύ στην Βραζιλία και πολύ στον Αραβικό κόσμο: στην Ευρώπη ποτέ. Επέστρεψε στην Βραζιλία και ήταν τεχνικός διευθυντής της όταν με προπονητή τον Περέιρα αυτή κατέκτησε το μουντιάλ του 1994. Εκείνη η Βραζιλία δεν είχε τίποτα από την Βραζιλία του 1970. Η μάλλον είχε το πιο βασικό: τον σεβασμό στο πλάνο. Που ήταν διαφορετικό μεν, υπαρκτό δε. Κι όπως θα έλεγε κι ο μεγαλύτερος Βραζιλιάνος προπονητής «απολύτως απαραίτητο».
Η μνήμη του θα είναι έτσι κι αλλιώς αιώνια…