Ο Κρίστιαν Ερικσεν επέστρεψε στην Εθνική Δανίας εννέα μήνες μετά την σοκαριστική του περιπέτεια στο Euro2020. Αγωνίστηκε ξανά για την Εθνική του ομάδα το περασμένο Σάββατο στο φιλικό της Δανίας με την Ολλανδία και του χρειάστηκαν μόλις δύο λεπτά για να σκοράρει – η ομάδα του έχασε με 4-2, αλλά ο ίδιος δήλωσε συγκινημένος που επέστρεψε στην Εθνική σε ένα ματς που έγινε στο γήπεδο του Αγιαξ στο οποίο κάποτε μεγαλούργησε. Αυτή είναι η μεγάλη ποδοσφαιρική ιστορία των ημερών.
Ο Ερικσεν σκόραρε και στο δεύτερο ματς της επιστροφής του την περασμένη Τρίτη κόντρα στους Σέρβους. Αυτό έγινε στην Κοπεγχάγη στο ίδιο γήπεδο που τον Ιούνιο στο ματς με τους Φινλανδούς είχε την πιο σοκαριστική περιπέτεια που είχε ποτέ ποδοσφαιριστής σε τελικά μεγάλης διοργάνωσης. Οι συμπατριώτες του του οργάνωσαν μια αληθινή γιορτή γεμίζοντας το γήπεδο της πρωτεύουσας της Δανίας για ένα φιλικό ματς για πρώτη φορά μετά από τριάντα χρόνια: δεν ήταν ένα ματς οποιοδήποτε. Όλα αυτά (μια διπλή επιστροφή με δυο γκολ σε δυο γήπεδα στα οποία ο Ερικσεν έχει γράψει ιστορία), αν ήταν σκηνές ενός σεναρίου για μια ταινία βασισμένη στη ζωή ενός παίκτη που νίκησε το θάνατο σε απευθείας μετάδοση, θα είχαν ως αποτέλεσμα ο παραγωγός να παρακαλάει τον σεναριογράφο να σταματήσει τις υπερβολές – μπορεί και να τον συμβούλευε να προτείνει το σενάριο στη Μάρβελ που στις ιστορίες υπερηρώων ειδικεύεται.
Ο,τι η πραγματική ζωή μπορεί καμιά φορά να μας δώσει πραγματικές ιστορίες πιο θεαματικές από τις φανταστικές το ξέρουμε, αλλά η περίπτωση του Ερικσεν σε αφήνει άναυδο. Η επιμονή του Δανού να συνεχίσει να παίζει ποδόσφαιρο, σε πείσμα όλων των γιατρών και των δικών του ανθρώπων που μετά την επέμβαση στην καρδιά τον συμβούλευαν να σταματήσει έχει κάτι το ηρωϊκό – με τον τρόπο που αντιλαμβάνονται τον ηρωϊσμό οι Γιαπωνέζοι που πιστεύουν πως ήρωας δεν είναι όποιος φτάσει στην κορυφή, αλλά όποιος αφού φτάσει σε αυτή κατρακυλήσει στο χάος, σηκωθεί και επιστρέψει. Θυμίζω ότι πριν την επιστροφή του στην Εθνική Δανίας ο Δανός πάτησε το χορτάρι φορώντας τη φανέλα της Μπράντφορντ με την οποία υπέγραψε ένα συμβόλαιο έξι μηνών ουσιαστικά χωρίς καμία κάλυψη. Μόνο για να δοκιμάσει αν μπορεί να παίξει. Και μπορεί. Στο μυαλό του μπορεί τα πάντα.
Από την Μπάρτι στο Δανό
Πριν λίγο καιρό είχα γράψει για την απόφαση της Ασλεϊ Μπάρτι να σταματήσει το τένις στα 25 της κι αναρωτιόμουν αν κατανοούμε πόσο εύθραυστη είναι τελικά η ψυχολογία ακόμα και των μεγάλων αθλητών που θαυμάζουμε: η περίπτωση του Ερικσεν είναι η άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος – μαρτυρά ότι αν υπάρχουν αθλητές έτοιμοι να πουν αντίο στα πάντα γιατί δεν αντέχουν την πίεση, υπάρχουν κι αυτοί που δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς την αδρεναλίνη που προκαλεί το στρες του πρωταθλητισμού. Αν η περίπτωση της Μπάρτι μοιάζει για το μέσο άνθρωπο ακατανόητη, η περίπτωση του Ερικσεν έχει κάτι ακόμα περισσότερο ανεξήγητο: όποιος πει ότι τον καταλαβαίνει υπερβάλει.
Ο Δανός έφτασε ένα βήμα από το θάνατο. Τον Ιούνιο πήγε στον άλλο κόσμο και γύρισε. Υπήρξε πρωταγωνιστής σε μια τρομακτική ιστορία – είναι σαν ο Θεός να αποφάσισε να του δώσει μια δεύτερη ευκαιρία. Οποιοσδήποτε κανονικός άνθρωπος θα άρπαζε αυτή την ευκαιρία για να ζήσει εντελώς διαφορετικά: θα απέφευγε οποιοδήποτε άγχος, θα περνούσε τη ζωή του με τους δικούς του, θα τον απασχολούσαν όσα για να γίνει μεγάλος άφησε στην άκρη ή δεν χάρηκε. Θα έδινε συνεντεύξεις όπου θα μιλούσε για όσα πέρασε, θα μοίραζε με απλοχεριά συμβουλές - ίσως ζητούσε και κάποια θέση παραγοντική στην ομοσπονδία της Δανίας: λογικά σε μια χώρα που αγαπούν τους πρώην διεθνείς πιο πολύ από τους καφετζήδες, θα του την έδιναν. Αλλά τίποτα από αυτά δεν έκανε: την περίφημη δεύτερη ευκαιρία θέλει να την αξιοποιήσει για να κάνει όσα έκανε προσπαθώντας να γίνει από απλά καλός παίκτης πρωταθλητής – θέλει δηλαδή να συνεχίσει να πιέζει τον εαυτό του να γίνει καλύτερος. Αυτό είναι που στα σπορ, αντίθετα από όποιον επαναπαύεται, κάνει όποιος αληθινά προοδεύει.
Δεν διαφέρουν πολύ
Η χαρισματικότητα και το ταλέντο σπανίως αρκούν σε ένα αθλητή για να κάνει το μεγάλο βήμα μπροστά. Αυτό που συνήθως τον διαφοροποιεί από τους συμπαίκτες του είναι η θέλησή του να ερευνήσει τις ίδιες του τις δυνατότητες – η όρεξη που έχει να ξεπεράσει τον εαυτό του κι όχι μια φορά: συνέχεια. Αυτή μάχη του αθλητή με τον εαυτό του έχει πάντα κόστος: ο αθλητής θυσιάζει μια ζωή ωραία για να κερδίσει μια ζωή με πόνους, κόπο, απογοητεύσεις, στρες και απαιτήσεις. Είναι παράξενο αλλά θυσιάζει τη ζωή του για θυσίες – θυσίες στο βωμό του σπορ που λατρεύει και με το οποίο συνήθως είναι κολλημένος: αυτό και η ζωή είναι ένα και το ίδιο. Η περίπτωση της Μπάρτι και η περίπτωση του Ερικσεν δεν διαφέρουν: κι αυτή κι αυτός θεωρούν το σπορ που τάχθηκαν να υπηρετήσουν συνώνυμο της ζωής – ένα και το ίδιο ακριβώς. Απλά η Αυστραλέζα θέλει τη ζωή της να την αλλάξει, ενώ ο Δανός θέλει να τη ζήσει όσο περισσότερο γίνεται. Όπως και στην περίπτωση της Μπάρτι έτσι και στην περίπτωση του Ερικσεν γίνεται εύκολα κατανοητό πως τίποτα δεν γίνεται για τα χρήματα: αν η πρώτη τα άφησε, ο δεύτερος έχει τόσα που σίγουρα στην απόφασή του να συνεχίσει ρόλο δεν παίζουν – «η συνολική του αποζημίωση για την περιπέτεια ξεπέρασε τα 10 εκατ ευρώ» έγραψε η Γκαζέτα Ντελο Σπορτ όταν τον περασμένο Ιανουάριο ανακοινώθηκε το συναινετικό διαζύγιο του με την Ιντερ.
Ο Ερικσεν απλά μας δείχνει τη θέληση ενός ποδοσφαιριστή να μην σταματήσει (γιατί το ποδόσφαιρο είναι η ζωή του) – πράγμα που σπανίως εμείς καταλαβαίνουμε έτσι όπως έχουμε μάθει να βλέπουμε παντού «γέρους» και «τελειωμένους». Όπως και η Μπάρτι που σταματά, έτσι κι αυτός που συνεχίζει, απαιτεί την κατανόησή μας. Τόσο όσο κι όλοι αυτοί οι συνάδερφοί του τους οποίους θέλουμε να δούμε να σταματάνε γιατί πέρασαν τα 35 ή γιατί είχαν ένα τραυματισμό ή γιατί δεν θέλουμε οι δυσκολίες που έχουν μεγαλώνοντας να χαλάσουν τις εικόνες που μας έδωσαν όταν τους θαυμάζαμε όταν ήταν νέοι και ωραίοι.
Ο πιο δυνατός
Αν η απόφαση του αντίο ενός αθλητή έχει στα μάτια μου μια παράξενη ιερότητα, η απόφαση του αθλητή να συνεχίζει ξεπερνώντας συχνά κάθε όριο έχει μια παράξενη μεγαλοπρέπεια – η παράταση μιας καριέρας κόντρα στην ίδια την αντοχή του αθλητή, είναι στα μάτια μου ένα είδος προσωπικής περιπέτειας ενός σταρ που αποφασίζει πως έφτασε η στιγμή που θα πορευτεί ως κανονικός άνθρωπος. Εχοντας χάσει συχνά όλα αυτά για τα οποία τον θαυμάζαμε (ταχύτητα, έκρηξη, δύναμη, αντοχή κτλ) ο αθλητής γατζώνεται από την ίδια τη γνώση του σπορ, δηλαδή της ζωής όπως την ξέρει, απλά για να την παρατείνει: το κάνει συνήθως για τον ίδιο και μόνο. Είτε λέγοντας νωρίς αντίο, είτε παρατείνοντας την καριέρα του κόντρα στη λογική, ο αθλητής ορίζει το τέλος. Απλά ενώ το πρόωρο τέλος είναι μια απόφασης, συχνά οδυνηρή, στη δεύτερη περίπτωση το τέλος γίνεται κάτι σαν ασταμάτητη μάχη με το χρόνο την οποία πρέπει να κερδίζεις συνέχεια.Για αυτό χάρηκα όταν είδα το Τζοφ παγκόσμιο πρωταθλητή στα 40 του, τον Μαλντίνι ηγέτη στα 42, τον Ιμπρα μάγκα στα 41 του, τον Κέλεμανς στο μουντιάλ στα 39, τον Μπαλότα να γίνεται πρωταθλητής στα 42, τον Φέντερερ να καταπλήσει στα 38 του, τον Φόρεμαν να γυρίζει στο ρίνγκ σχεδόν πενηντάρης: όλοι παίζανε για την πάρτι τους, όλοι ήταν θηρία.
Οσο πιο πίσω πάει το τέλος της καριέρας του ένας αθλητής, τόσο πιο δυνατός είναι. Ο Ερικσεν είναι ο δυνατότερος όλων – δεν χωρά αμφιβολία…