Κάθε χρόνο, όταν κάθομαι να γράψω για τις ταινίες που μου άρεσαν πιο πολύ την χρονιά που έφυγε, δυσκολεύομαι να φτιάξω την δεκάδα γιατί αυτές που θα θελα σε αυτή είναι πάντα περισσότερες! Φέτος ήρθαν όλα ανάποδα: δυσκολεύτηκα πολύ να βρω δέκα που χάρηκα! Φταίει για αυτό το (διπλό) κλείσιμο των σινεμά, η απόφαση των παραγωγών να κρατήσουν ταινίες στην άκρη για να τις δούμε όταν τα σινεμά θα ανοίξουν, και το σχετικό μπλέξιμο του σε ποια χρονιά ανήκει μια ταινία καθώς πολλές ταινίες που βλέπουμε μέσα στη χρονιά που προηγήθηκε έχουν ημερομηνία παραγωγής την αμέσως προηγούμενη χρονιά! Δεν είχα αμφιβολία για το δικό μου νούμερο 1 πάντως. Για όλα τα άλλα και κυρίως για τη σειρά αξιολόγησης, δεν είμαι και τόσο βέβαιος…
10) «Κατηγορώ...!» (J' Accuse) του Ρόμαν Πολάνσκι. Βγήκε στις αίθουσες ακριβώς ένα χρόνο πριν και δεν πέρασε απαρατήρητο. Μυθοπλαστικά περιγράφει την γνωστή υπόθεση Ντρέιφους, στην πραγματικότητα ο Πολάνσκι μιλά για την αξία και την ανάγκη μιας δικαιοσύνης που δεν σχετίζεται με την τυπολατρία, αλλά με την ηθική. Για αυτό ο Πολάνσκι επιλέγει να αφηγηθεί την ιστορία όχι από την πλευρά του άδικα κατηγορούμενου λοχαγού Ντρέιφους, μα από αυτή του αντισυνταγματάρχη Ζορζ Πικάρ. Που, πιστός στο καθήκον βοήθησε αρχικά στην καταδίκη του Ντρέιφους, μα δεν σταμάτησε ποτέ να ψάχνει την αλήθεια. Ταινία εποχής για όλες τις εποχές.
9) «Το Κόλπο του Αιώνα» (El Robo del Siglo) του Άριελ Γουίνογκραντ. Βγήκε καλοκαιριάτικα και έσκισε στα θερινά σινεμά. Βασίζεται σε μια αληθινή ιστορία – μια ληστεία τράπεζας που έγινε το 2006 στο Μπουένος Αϊρες. Το ρεσιτάλ των τριών βασικών πρωταγωνιστών (του Γκιγιέρμο Φρανκέλα, του Ντιέγκο Περέτι και του Πάμπλο Ράγκο) ξυπνά εύκολα την αγαπημένη μας συνήθεια να λατρεύουμε τους Λατίνους απατεώνες – πόσο μάλλον όταν έχουν και αυτό το ιδιότυπο χιούμορ που τους κάνει μοναδικούς. Γλυκό και μελωμένο «Το κόλπο του αιώνα» ήταν σαν ανάσα μετά το πρώτο lockdown.
8) «Η Δίκη των 7 του Σικάγο» (The Trial of the Chicago 7) του Ααρον Σόρκιν. Κατά κάποιο τρόπο τους χάλασε όλους. Οι νεοσυντηρητικοί βρήκαν άκαιρη και γεμάτη ιστορικής φύσης ψεγάδια την αφήγηση της πολύκροτης δίκης των οκτώ ακτιβιστών που αναστάτωσαν το Σικάγο το 1968 κατά τη διάρκεια του συνεδρίου των Δημοκρατικών. Οι αριστεροί (Αμερικάνοι και μη…) βρήκαν την ίδια την ταινία πολιτικά άνευρη και κομμάτι μελό – το είδος της ταινίας που ο συναισθηματισμός «σκοτώνει» το πολιτικό μήνυμα. Εγώ ομολογώ ότι πέρασα ωραία: είδα την ταινία ενός δημιουργού που θέλει να αφηγηθεί μια αμερικανική ιστορία χωρίς να βασανίζει το μυαλό του με την ερώτηση ποιον η αφήγηση εξυπηρετεί. Ο Σόρκιν δεν είναι μεγάλος σκηνοθέτης αλλά είναι ο μάστερ της καλύτερης ατάκας – ένας σεναριογράφος που ξέρει την Τέχνη του να σου αποσπά την προσοχή. Όπως στο West Wing, όπως στον πρώτο κύκλο του Newsroom, όπως στο Παιγνίδι της Μόλι, τα κατάφερε και τώρα.
7) Ο Δρόμος της Επιστροφής, (The Way Back) του Γκάβιν Ο’ Κόνορ. Βγήκε τον περασμένο Μάρτιο, λίγο πριν κλείσουν τα σινεμά και ίσα που την πρόλαβα γιατί μετά το κλείσιμο των σινεμά ομολογώ πως δύσκολα θα καθόμουν να δω μια ταινία με τον Μπεν Αφλεκ στο ρόλο ενός πρώην αστέρα του κολεγιακού μπάσκετ (!) που επιστρέφει να κάνει τον προπονητή. Οι κριτικοί το έθαψαν – εγώ το κατάευχαριστήθηκα γιατί μολονότι δεν έχει σχεδόν τίποτα το αληθινό, έχει μια παράξενη αλήθεια, που αφορά τη ζωή, τα σπορ, την επιτυχία και πως όλα αυτά καμιά φορά μπερδεύονται χωρίς μάλιστα να υπάρχει στο μπλέξιμό τους και το συνήθως απαραίτητα αμερικάνικο χάπι εντ. Ο Αφλεκ δεν είναι ο καλύτερος ηθοποιός του κόσμου, ούτε και θα γίνει. Αλλά έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο τύπος έχει ωραίο γούστο. Και στις γυναίκες και στα σενάρια. Και τα δυο είναι από μένα σεβαστά.
6) Σκοτεινά Νερά (Dark Waters) του Τοντ Χέινς. Η σύνοψη του σεναρίου της ταινίας σε κάνει να πιστεύεις πως θα δεις κάτι που έχεις δει δεκάδες φορές: «Ένας μεγαλοδικηγόρος σοκάρεται από όσα ανακαλύπτει στις φάρμες της Δυτικής Βιρτζίνια και αποφασίζει να μηνύσει την DuPont, τη μεγαλύτερη αμερικανική εταιρεία χημικών, για συστηματική μόλυνση της περιοχής». Ε και; λες. Κι αν μείνεις σε αυτό έχεις χάσει μια από τις καλύτερης ταινίες της χρονιάς! Ο Τζειμς Ράφαλο δίνει ρεσιτάλ, αλλά το σπουδαιότερο είναι η ίδια η ιστορία που θα μπορούσε να είναι βάση και για ένα ανατριχιαστικό ντοκιμαντέρ. Δυστυχώς η ταινία βγήκε λίγο πριν κλείσουν τα σινεμά και δεν είχε σε όλο τον κόσμο την επιτυχία που θα της άξιζε. Είναι λίγο τραγική ειρωνεία όλο αυτό: χάρη στο lockdown οι μεγαλοκαρχαρίες της DuPont την έβγαλαν καθαρή πάλι! Οποιος το δει, ακόμα κι αν δεν συγκλονιστεί, δύσκολα το ξεχνάει.
5) Corpus Christi (Boze Cialo) του Γιαν Κομασά. Πολωνέζικο διαμαντάκι που παραλίγο να μην δω εξαιτίας της μέτριας υποδοχής του από το κοινό, γεγονός που ήταν αιτία για να μείνει η ταινία στα σινεμά για λίγο. Τι είναι η πίστη στο Θεό; Τι είναι η εκκλησία; Τι ακριβώς σημαίνει χριστιανική συγχώρεση; Είναι μια δεύτερη ανέλπιστη ευκαιρία ένα είδος θαύματος; Καταλαβαίνω ότι όλα αυτά δύσκολα απασχολούν το μεγάλο κοινό. Κι αυτά όμως να μην ενδιαφέρουν είναι αδύνατο να αγαπάς το σινεμά και να μην ξοδέψεις δυο ώρες για να χαρείς ένα ερμηνευτικό ρεσιτάλ ενός άγνωστου Πολωνού, του Μπαρτόζ Μπιελένια, που κάνει την τρίχα σου να σηκώνεται κάγκελο! Ταινία που δύσκολα ξεχνιέται.
4) Μανκ (Mank) του Ντέιβιντ Φίντσερ. Τι είναι αυτό που έκανε τον Φίντσερ να ασχοληθεί με τη ζωή του πολυτάλαντου Χέρμαν Μάνκιεβιτς; Νομίζω δυο πράγματα. Το πρώτο ότι ο τύπος είναι ένας γοητευτικός χαρακτήρας – ο Φίντσερ, όπως οι ζωγράφοι, αποφασίζει να φιλοτεχνίσει το πορτρέτο του σίγουρος ότι η γοητεία του Μανκ θα γοητεύσει κι εμάς, όπως και τον ίδιο. Ζωγραφίζοντας το προβάλει και το προβάλει ζωγραφίζοντας: όλο είναι αμφίδρομο. Το δεύτερο είναι η σκηνοθετική δυνατότητα της αναπαράστασης μιας μεγάλης εποχής – αναπαράσταση που ο Φίντσερ επιλέγει να είναι ασπρόμαυρη δηλαδή κινηματογραφοφιλική. Προκύπτει μια ταινία ενός διπλά γοητευμένου ανθρώπου. Ακόμα κι αν όλο αυτό σου φανεί μια μεγάλη αμερικανιά (ένας φόρος τιμής σε ένα Αμερικάνο που ένας Αμερικάνος μας λέει πως σφράγισε με τον τρόπο του μια αμερικάνικη εποχή) είναι δύσκολο να μην γοητευτείς κι εσύ κομμάτι…
3) 1917, του Σαμ Μέντεζ. Ηταν φαβορί στα περσινά Οσκαρ, δεν κέρδισε, αλλά για μένα είναι μια ταινία του 2020 γιατί την είδα τον περασμένο Ιανουάριο. Συζητήθηκε περισσότερο για την τεχνική κατασκευή της παρά για την ιστορία της – κι αυτό εμένα όταν μιλάμε για σινεμά πάντα μου αρέσει. Αλλά το πλήθος των αναφορών σε προηγούμενες ταινίες ήταν μάλλον υπερβολικό και η προσπάθεια να δημιουργήσεις ένα αντιπολεμικό δράμα με αποθεωτικές στιγμές πολέμου είναι δύσκολη υπόθεση. Η τεχνική ήταν περισσότερη από την Τέχνη.
2) Τένετ (Τenet), του Κρίστοφερ Νόλαν. Δεν είναι λένε η καλύτερη ταινία του Νόλαν και κάποιοι εκφράζουν και τις αντιρρήσεις της αν το χαώδης σενάριο μπαίνει τελικά σε μια σειρά. Οποιος τα λέει αυτά βλέπει το δέντρο και όχι το δάσος. Εγώ θα θυμάμαι πάντα ότι τον Σεπτέμβριο του 2020, με το μισό πλανήτη να τρέμει για το τι θα ακολουθήσει και χιλιάδες αίθουσες παντού κλειστές ο Νόλαν έβγαλε μια ταινία που κατάφερε να κάνει του κόσμου τα εισιτήρια! Διαβάζω ότι είχε κι ο ίδιος αμφιβολίες για το κατά πόσο ήταν σωστό αυτό ως επιλογή: κακώς πολύ κακώς. Ας του εξηγήσει κάποιος ότι το σινεμά το έχουμε ανάγκη.
1) «Η μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς», του Γιάννη Οικονομίδη. Την είδα δυο φορές μεταξύ Ιανουαρίου και Μαρτίου. Πέρασα καλά και τις δυο κι αυτό δεν θυμάμαι πότε μου χει συμβεί για τελευταία φορά. Ο Οικονομίδης σε ρόλο τρίτου αδερφού Κοέν φτιάχνει μια ταινία ελληνική, που θα ζήλευαν παντού στην Ευρώπη. Τεμαχίζει την ελληνική κοινωνία για να αφηγηθεί ένα μέρος της και στήνει μια παρτίδα σκάκι με τους θεατές που σύντομα καταλαβαίνουν πως έχουν χάσει το παιγνίδια, γιατί ο σκηνοθέτης και δημιουργός λατρεύει αλλά και θυσιάζει σαν πιόνια τους πρωταγωνιστές του. Η ταινία σταμάτησε να προβάλλεται πάνω που είχε πάρει φόρα για να γίνει ένα μεγάλο σουξέ. Για αυτό και μόνο είναι η ταινία μιας χρονιάς στην οποία τα σινεμά κλείσανε γεμάτα κόσμο…