Η ΑΕΚ κέρδισε και απέκλεισε τον Ολυμπιακό στο κύπελλο. Το σκορ, που τον κέρδισε ήταν ίδιο με αυτό που είχαμε την Κυριακή στο Καραϊσκάκη (2-1), αλλά ήταν τελείως διαφορετική η εξέλιξη του ματς: αυτή τη φορά η Ενωση κέρδισε πιο εύκολα, όπως άλλωστε περίμενα. Η ΑΕΚ, όπως και πέρυσι στα ματς του κυπέλλου έτσι και φέτος, καρδιοχτύπησε λίγο στο τέλος, όμως αυτό είχε να κάνει περισσότερο με τη δική της απόφαση να γυρίσει στην άμυνα και να υπερασπιστεί το αβαντάζ της και λιγότερο με τον Ολυμπιακό και τις δημιουργικές του ικανότητες. Ομολογώ ότι τίποτα από όσα έγινε δεν μου έκανε εντύπωση και είναι πραγματικά μια από τις λίγες φορές που μια πρόβλεψη μου, σε ό,τι έχει να κάνει και με το αποτέλεσμα αλλά και με την εικόνα του παιγνιδιού, ήταν τόσο εύκολη. Ολο αυτό το έργο το έχω ξαναδεί. Τι έχω ξαναδεί; Μια ομάδα με ένα καλό προπονητή να κερδίζει μια ομάδα που εδώ και κανά χρόνο δεν έχει προπονητή – εξαιρώ τον Γκαρσία, γιατί τώρα ήρθε. Ο Ολυμπιακός έχει καταργήσει την όποια ικανότητα ενός προπονητή να τον βοηθήσει: είτε έχει, είτε δεν έχει προπονητή, είναι ίδιος. Ακόμα κι αν μέσα σε αυτό το διάστημα έχει αλλάξει τριάντα παίκτες.
Εχει δίκιο ο κόσμος
Ακούω από χθες ανάθεμα και κατάρες για όλους. Για τη διοίκηση πρώτα από όλα, για τον Μαρινάκη, για τους παίκτες κτλ: έτσι συμβαίνει πάντα μετά από αποτυχίες κι ο Ολυμπιακός φέτος έχει μπόλικες. Ο κόσμος θα αντιδράσει, θα εξοργιστεί, θα κάνει και χειρότερα, γιατί είμαστε στην Ελλάδα και κανείς δεν θέλει και δεν ξέρει να χάνει. Αλλά το τι κάνει ο κόσμος είναι ένα θέμα, τι λάθη κάνει η ομάδα είναι ένα άλλο. Και σίγουρα ο τελευταίος που φταίει για τα λάθη της ομάδας είναι ο κόσμος της: ας σεβαστούν την πίκρα του κι ας μην του κουνάνε το δάχτυλο. Ούτε αχαριστία δεν υπάρχει, ούτε αγνωμοσύνη, ούτε έλλειψη κατανόησης: όπως σε χειροκροτούν όταν τα καταφέρνεις, έτσι σε αποδοκιμάζουν κι όταν βλέπουν πως οι αποτυχίες σου προέρχονται και από δικά σου λάθη.
Χρονιές που μοιάζουν πολύ
Καλή ομάδα δεν είναι απαραίτητα αυτή που κερδίζει: είναι αυτή που μαθαίνει. Ο Ολυμπιακός π.χ πέρυσι κέρδισε ένα πρωτάθλημα, αλλά κατάλαβε λίγα. Νομίζω πως και στον καιρό του Μαρινάκη συμβαίνει κάτι που είχαμε και στον καιρό του Κόκκαλη και ίσως αυτό να είναι συνέπεια και αποτέλεσμα των πολλών κερδισμένων τίτλων: και ο ένας και ο άλλος υποτίμησαν την δουλειά του προπονητή – υποβίβασαν αρκετά τον προπονητή στην εσωτερική ιεραρχία της ομάδας. Και στις δυο διαχειρίσεις δημιουργήθηκε μια παράξενη εσωτερική ιεραρχία με βάση την οποία πρώτα είναι ο πρόεδρος, μετά οι παίκτες (ειδικά οι παλιότεροι ή οι ακριβότεροι που έχουν και λόγο), μετά τα στελέχη και μετά ο προπονητής, που αλλάζει εύκολα ή επιλέγεται για να κάνει κάποια συγκεκριμένα πράγματα κι όχι για να έχει την ευθύνη της κατασκευής μιας ομάδας.
Είναι εντυπωσιακό πόσο μοιάζει σε πολλά πράγματα η εφετινή χρονιά με την τελευταία χρονιά του Σωκράτη Κόκκαλη στον Ολυμπιακό. Και τότε ο Ολυμπιακός ήταν εκτός της διοίκησης του ελληνικού ποδοσφαίρου – απλώς δεν τον κυνηγούσαν όλοι όπως συμβαίνει σήμερα. Και τότε ο Κόκκαλης έφερε ένα προπονητή το καλοκαίρι με γνώση των προκριματικών για να προκριθεί η ομάδα στους ομίλους, όπως έκανε φέτος ο Μαρινάκης – η διαφορά του Κετσπάγια με τον Χάσι είναι ότι ο πρώτος είναι καλύτερος προπονητής. Και τότε οι προπονητές άλλαζαν σαν τα πουκάμισα και επιστρατεύτηκαν παιδιά της ομάδας κτλ. Και τότε, όπως και τώρα, οι καλοκαιρινές μεταγραφές απαξιώθηκαν. Και τότε η ομάδα μετά τον Ιανουάριο κατέρρευσε μοιάζοντας απροπόνητη. Υπάρχουν μόνο δυο σοβαρές διαφορές. Η πρώτη είναι ότι η τωρινή ομάδα κόστισε πολλά χρήματα – χρήματα που δαπανήθηκαν λάθος. Η δεύτερη ότι ενώ ο Κόκκαλης δεν πίστευε ποτέ στους προπονητές («καλοί είναι μόνο αυτοί που δεν κάνουν ζημιά» έλεγε), ο Μαρινάκης τους πιστεύει. Κι ακριβώς επειδή τους πιστεύει (και ενίοτε πληρώνει ακριβά και τις απαιτήσεις τους) απογοητεύεται πλέον γρήγορα. Ελπίζω να μην απογοητευτεί γρήγορα και από τον Γκαρσία. Αλλά δεν το αποκλείω.
Ενας σατανάς που κάνει αλλαγές
Οι διοικήσεις των ομάδων στην Ελλάδα έχουν μια σπάνια ικανότητα να καθοδηγούν και την σκέψη των οπαδών – ίσως το πράγμα να είναι και αμφίδρομο. Στην συγκεκριμένη περίπτωση ο ρόλος του προπονητή του Ολυμπιακού έχει απαξιωθεί και στο μυαλό των οπαδών – σίγουρα των πιο φωνακλάδων, που δίνουν τον τόνο, αλλά δεν αποκλείω αυτό να συμβαίνει γενικά και με όλους. Ακριβώς επειδή οι προπονητές αλλάζουν εύκολα (όχι τώρα, ιστορικά συμβαίνει αυτό…) οι πιο πολλοί δυσκολεύονται να καταλάβουν και το είδος της δουλειάς του προπονητή. Πιστεύουν π.χ ότι είναι ένα είδος εκλέκτορα, που απλά πρέπει να βάζει τους παίκτες στις σωστές θέσεις ή ακόμα χειρότερα πιστεύουν πως φταίει για όλα, ακόμα και για ένα γκολ που δέχεται μια ομάδα στις καθυστερήσεις. Για τον μέσο οπαδό καλός προπονητής είναι ένας εμψυχωτής, ένας σατανάς που κάνει τρομερές αλλαγές, ένας που κάνει ωραίες δηλώσεις, ένας «που παίζει 4-2-3-1 αλλά που μπορεί να το γυρίσει και σε 3-5-2» και άλλα τέτοια τρελά. Ο καλός προπονητής μπορεί να κάνει πολλά, αλλά βασικά πρέπει να μπορεί να φτιάξει μια ομάδα με συγκεκριμένη ταυτότητα, ικανή να παίξει ποδόσφαιρο ακολουθώντας την δική του κεντρική ιδέα. Το ποδόσφαιρο αυτό μπορεί να είναι αμυντικό, επιθετικό, σκληρό, βαρετό – την ετικέτα θα του τη δώσουμε εμείς που το παρακολουθούμε. Ο σκοπός του προπονητή είναι να παρουσιάσει μια ομάδα, που να προσπαθεί με τους παίκτες που έχει να κάνει σε άμυνα και επίθεση κάτι συγκεκριμένο. Μην μπλέκουμε το παιγνίδι με το αποτέλεσμα. Μια ομάδα πρέπει να έχει ένα τρόπο παιγνιδιού – το αν θα χάσει ή αν θα κερδίσει εξαρτάται από ένα σωρό άλλους παράγοντες, καμιά φορά ανεξάρτητους από τα θέλω του προπονητή.
Με τον ίδιο πάντα τρόπο
Τα ματς με την ΑΕΚ θα μπορούσαν να είναι ένα καλό μάθημα – πικρό, αλλά έτσι συμβαίνει καμιά φορά. Ο Χιμένεθ έπαιξε τρείς φορές σε δεκαπέντε μέρες κόντρα στον Ολυμπιακό παίρνοντας και τις τρεις φορές το αποτέλεσμα που ήθελε, με τρεις διαφορετικές ενδεκάδες: στον Ολυμπιακό μιλούσαν για τους αποκλεισμούς του Ανσαριφάρντ και του Μάριν σαν να πρόκειται για τον Μέσι και τον Ρονάλντο. Ο Χιμένεθ έκανε rotation εμφανίζοντας πάντα μια ομάδα που έπαιξε και στα τρία ματς με τον ίδιο περίπου τρόπο, βασισμένη πάντα στην ίδια ιδέα. Το ποδόσφαιρο της δεν ήταν ελκυστικό και η ιδέα ήταν σχετικά απλή – η εφαρμογή της ήταν όμως άψογη: και στα τρία ματς η ΑΕΚ άφησε τον Ολυμπιακό να φθαρεί στο πρώτο ημίχρονο, επιτρέποντας του να παίξει λίγο παραπάνω με την μπάλα, και τον χτύπησε στην επανάληψη ανεβάζοντας την αγωνιστική της ένταση, δηλαδή τρέχοντας και πιέζοντας περισσότερο. Αυτό έκανε και στο Καραϊσκάκη, αυτό έκανε και χθες: απλά χθες παίζοντας στην έδρα της ήταν περισσότερο αποτελεσματική. Ο Χιμένεθ απέδειξε ότι οι ιδέες είναι απαραίτητες – αρκεί οι παίκτες να έχουν την όρεξη να ακούν τον προπονητή τους. Στον Ολυμπιακό εδώ και ένα χρόνο προπονητής που να τον ακούν οι παίκτες δεν υπήρχε, όσο για τις ιδέες των προπονητών, ας μην τις συζητήσουμε καλύτερα: έχουμε δει τον Ταχτσίδη στόπερ και τον Οφόε σέντερ φορ.
Κουράστηκε να μαθαίνει
Ο Ολυμπιακός, αν του αφήσεις τη μπάλα και σταματήσεις να τον πιέζεις θα σου κάνει ένα γκολ: το έχει κάνει όχι μόνο στον Απόλλωνα και στην Κέρκυρα, αλλά και στην Μπαρτσελόνα και στην Σπόρτινγκ και το έκανε και χθες. Αν, όμως, πιέσεις τα αργά χαφ του και περιορίσεις την κίνηση των κυνηγών του, τον απονευρώνεις, γιατί κάτι οργανωμένο στο παιγνίδι του δεν υπάρχει: όλα, σε άμυνα και επίθεση, είναι ατομικές πρωτοβουλίες. Ο Ολυμπιακός κουράστηκε να μαθαίνει γιατί οι νίκες τον έκαναν να πιστέψει πως τα ξέρει όλα. Αντε να δούμε αν θα τον βοηθήσουν οι ήττες του…