Διαβάζω από χθες διάφορα για τον Θόδωρο Πάγκαλο που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 85 χρονων. Το πόσο σημαντικός υπήρξε ο Πάγκαλος το καταλαβαίνεις από το είδος των αφιερωμάτων. Άλλα είναι απολογητικά, άλλα δηλητηριώδη, άλλα γεμάτα ιστορίες, άλλα γεμάτα προσωπικές μνήμες. Ως πληθωρική προσωπικότητα ο Πάγκαλος είχε κι αυτό το χάρισμα: επέτρεπε σε πολύ κόσμο να δηλώνει πως τον ξέρει καλά. Πράγμα για το οποίο πάντοτε προσωπικά αμφέβαλα – ειδικά όταν κι εγώ τον γνώρισα. Ηταν τόσο πολυσχιδής και τόσο bigger than life ο Πάγκαλος που αυτό που νομίζαμε πως γνωρίζαμε για αυτόν ήταν μόνο αυτό που ήθελε να γνωρίζουμε. Και δεν μιλάω για τα πολύ γενικά, αυτά δηλαδή που ξέρουν όλοι, αλλά μιλάω για τις αρετές, τα γούστα του και τις παραξενιές του. Ειδικά αυτές οι τελευταίες ήταν και το περισσότερο υπέροχο.
Έχω ακούσει δεκάδες ιστορίες από τον Πάγκαλο για τον ίδιο τον Πάγκαλο – μπορούσε να λέει ιστορίες για όλους, αλλά εγώ πάντα λάτρευα αυτές που είχαν πρωταγωνιστεί τον ίδιο. Εγώ τον Πάγκαλο τον γνώρισα όταν δεν ήταν Υπουργός, δεν είχε την παραμικρή σχέση με την διακυβέρνηση της χώρας και δεν είχε πια ούτε τον τρομερό κύκλο των υμνητών που αρκετοί πολιτικοί έχουν ακόμα και άθελά τους. Τον γνώρισα σχεδόν απομονωμένο σε ένα υπέροχο σπίτι στο κέντρο της Αθήνας, ήπια αρκετούς καφέδες μαζί του στη Βιβλιοθήκη στο Κολωνάκι, δεν τον είπα ποτέ Θόδωρο, όπως οι πραγματικοί του φίλοι. Και τον αντιμετώπιζα πάντα σαν μια απόλαυση: θα είναι πάντα από τους εντυπωσιακότερους αφηγητές που έχω γνωρίσει κι έχω γνωρίσει πολλούς γιατί η Τέχνη της αφήγησης είναι μια από αυτές που λατρεύω.
Τα τελευταία πενήντα χρόνια
Κανένα από τα αφιερώματα που θα γραφτούν για τον Πάγκαλο δεν μπορεί να συγκριθεί με την δική του ικανότητα να σου διηγείται όχι την ζωή του, αλλά την ίδια την ιστορία της Ελλάδας τα τελευταία πενήντα χρόνια. Οποιος είχε την τύχη αυτό να το ζήσει δεν θα τον ξεχάσει ποτέ τον Πάγκαλο. Επίσης πάντα θα θεωρεί λιγότερο ενδιαφέροντα όλα τα άλλα – εννοώ τις υπουργικές του θητείες, τους απίστευτους καυγάδες του, τις αθυρόστομες εκρήξεις του, τα λάθη του και τα πάθη του. Όταν τον άκουγα τον Πάγκαλο να διηγείται μια απίστευτη διαδρομή πενήντα χρόνων στην πρώτη γραμμή της πολιτικής επικαιρότητας πίστευα ακράδαντα πως ό,τι έκανε κι ό,τι κατά καιρούς είπε, το έκανε και το είπε για να μπορεί μια μέρα να το διηγηθεί. Αυτές οι καταπληκτικές διηγήσεις του είναι σχεδόν αδύνατο να μεταφερθούν αφού χωρίς την φωνή του δεν έχουν την ίδια μαγεία. Για μένα ο Πάγκαλος ήταν ένας καταπληκτικός περιηγητής της ζωής, τυχερός σίγουρα, έξυπνος όσο λίγοι, μοναδικός μπον βιβέρ (με την παλιά κλασική έννοια του όρου), αλλά και άφοβος και γεμάτος από μικρός από ένα παράξενο άγιο θράσος ικανό να τον κάνει συνομιλητή του Νίκου Πουλαντζά ή του Κωνσταντίνου Καραμανλή στο Παρίσι τον καιρό που οι συνομήλικοί του απλά ονειρεύονταν. Αυτό το άγιο θράσος στάθηκε και λόγος για να τσακωθεί κατά καιρούς με πολλούς, για να γίνει μισητός, για να χαρακτηρισθεί εγωπαθής ή νάρκισσος ή αθεράπευτα ξεροκέφαλος. Αλλά από όσο έχω καταλάβει ήταν η ίδια η βενζίνη της διαδρομής του στο σεργιάνι του στον κόσμο. Και το σεργιάνι αυτό ήταν αναμφίβολα καταπληκτικό.
Σκεφτόταν φωναχτά
Δεν θα ξεχάσω ποτέ από τον Πάγκαλο την απόφασή του να σκέφτεται φωναχτά. Δεν ξέρω σε τι ηλικία την πήρε, δεν ξέρω μέσα από ποιου είδους διαδικασία, δεν ξέρω αν ήταν κάτι επιτηδευμένο, αλλά ήταν κάτι σπάνιο. Ο Πάγκαλος δεν ήταν άνθρωπος που μετρούσε τα λόγια του – αν το έκανε δεν θα έλεγε ποτέ το περίφημο «μαζί τα φάγαμε» που του δημιούργησε χιλιάδες προβλήματα. Αλλά στην δική του περίπτωση το πράγμα ήταν κομμάτι διαφορετικό: πραγματικά του ήταν αδύνατον να φιλτράρει τις σκέψεις του χωρίς να τις εκφράσει με ένα αυθορμητισμό στα όρια του παρεξηγήσιμου. Μπορούσε να φέρει τον οποιοδήποτε σε δύσκολη θέση, όχι με αμετροέπεια ή αλαζονεία, αλλά εκστομίζοντας απλά κάτι που έμοιαζε με μεγάλη αλήθεια – και που ο οποιοσδήποτε άλλος αν το σκεφτόταν μάλλον θα το κράταγε για λογαριασμό του. Ο αυθορμητισμός του Πάγκαλου έκανε καμμιά φορά το στόμα του περίστροφο και τις λέξεις σφαίρες πραγματικές. Πυροβολούσε και τον εαυτό του; Σίγουρα. Αλλά του ήταν αδύνατον να κάνει κάτι άλλο όταν σε όλη του την ζωή πίστευε πως για να είσαι πολιτικός πρέπει πρώτα από όλα να έχεις το θάρρος και το θράσος της γνώμης σου. Αλλιώς όπως έλεγε, ήσουν ένας ακόμα άχρηστος.
Η σχέση με τον Ανδρέα
Ηταν καταπληκτική, έτσι όπως φαινόταν μέσα από τις διηγήσεις του πάντα, η σχέση του με τον Αντρέα Παπανδρέου. Ποτέ δεν κατάλαβα αν τον λάτρευε όσο ίσως κανείς άλλος ή αν ένιωθε πως τον φρέναρε με τρόπους περίπου ανυπόφορους – ίσως να συνέβαιναν και τα δυο. Επίσης ποτέ δεν ξεκαθάρισε στις διηγήσεις του αν του έδωσε ή όχι κάποτε το περίφημο δαχτυλίδι της διαδοχής – όχι ότι είχε σημασία.
Η δική μου εντύπωση είναι πως ο Πάγκαλος θεωρούσε τον Αντρέα ένα είδος σκηνοθέτη – και μάλιστα σκληρού και απαιτητικού – ενώ αυτός ήταν και ένοιωθε μεγάλος ηθοποιός και πρωταγωνιστής. Η σχέση «σκηνοθέτη – ηθοποιού» είναι δύσκολη, γοητευτική και συχνά σκληρή καθώς οι απαιτήσεις είναι μεγάλες και οι εντάσεις είναι αδύνατον να λείπουν. Ο Πάγκαλος σκεφτόταν φωναχτά και στην περίπτωση του Αντρέα – έλεγε πχ πως θα ήταν καλύτερη η ζωή του αν είχε μερικούς φίλους παραπάνω. Δεν αποκλείω αυτό να το έλεγε και στον ίδιο: άλλωστε είχε πει χειρότερα – το «μπορεί να είναι δωρολήπτης» που είχε πει το 1990 άλλοι στο ΠΑΣΟΚ της εποχής δεν τολμούσαν να το σκεφτούν και πάντα απορούσα πως ο Αντρέας δεν τον διέγραψε. Αν αυτό δεν συνέβη είναι γιατί η σχέση «σκηνοθέτη – ηθοποιού» έχει και κάμποση πατρική τρυφερότητα.
Το «μαζί τα φάγαμε»
Όταν είπε το «μαζί τα φάγαμε» σκεφτόμουν πως κατά βάθος ίσως και να απολάμβανε την φασαρία που είχε προκαλέσει στην ελληνική κοινωνία: η ισοπεδωτική αυτή ατάκα του δημιούργησε τη βάση ενός προβληματισμού που εκείνη την περίοδο ήταν μέχρι και χρήσιμος. Γελούσα όταν έβλεπα την προσπάθεια πολλών να τον εκφοβίσουν για να σταματήσει να μιλάει και να παρεμβαίνει: όσο πιο πολύ το έκαναν τόσο περισσότερο τον ντόπαραν.
Ο Πάγκαλος ήταν άνθρωπος που μου δινε την εντύπωση πως ήθελε να ξυπνήσει το πρωϊ και να καυγαδίσει για να νιώσει την αδρεναλίνη να κυλάει στο αίμα του. Θα μπορούσε να καυγαδίσει μαζί σου για το αν είναι καλύτερη όπερα η Τουραντότ ή ο Σικελικός Εσπερινός, ή για τον Ολυμπιακό ή για τον Ντελακρουά ή για το ποια είναι η καλύτερη ταβέρνα στην αγαπημένη του Ελευσίνα– αν το είχε ανάγκη κάτι θα έβρισκε. Δεν είχε κανένα πρόβλημα να ρωτήσει την Θάτσερ αν έχει πάει με χοντρό ή να κυκλοφορεί στο δρόμο με κιμονό ή να αποκαλέσει τον Δημήτρη Αβραμόπουλο «κύριο Τίποτα», ξεπερνώντας τα όρια της προεκλογικής ευπρέπειας. Ενας τέτοιος τύπος δεν θα σταματούσε να μιλάει από φόβο: δεν το έκανε την περίοδο της δικτατορίας, σιγά μην τον τρόμαζε η δικτατορία των Social Media.
Σας αφήνω να διαβάσετε τα πολλά αφιερώματα που θα του κάνουν. Μετά τον θάνατο του παραμένει πηγή έμπνευσης. Κυρίως για όσους τον μίσησαν χωρίς καλά καλά να έχουν καταλάβει το γιατί. Οποιοι τον αγάπησαν, το γιατί το ξέρουν.