Mετά τον Μάρτν Σκορτσέζε και τον Ρίντλεϊ Σκοτ, ένας άλλος 80χρονος μύθος του σινεμά, ο Μάικλ Μαν επέστρεψε μετά από οκτώ χρόνια απραξίας για να διηγηθεί κι αυτός μια δύσκολη ιστορία κάνοντας πράξη ένα όνειρό του: ήθελε πάντα να αφηγηθεί την ιστορία του Εντσο Φεράρι. Μόνο που αυτή είναι τόσο πολύπλοκη και τόσο γεμάτη με επεισόδια που είναι αδύνατον να μεταφερθεί κινηματογραφικά: ακόμα και τηλεοπτική σειρά να γινόταν θα χρειαζόταν πάνω από τρείς κύκλους. Την περίμενα ομολογώ την ταινία ως ένα είδος αναμέτρησης του Μαν με τον Φεράρι κάτι τέτοιο είναι. Είναι η περίπτωση της ταινίας που καθορίζεται όχι από τον αληθινό της πρωταγωνιστή και την ζωή του (δηλαδή όχι από την αλήθοφάνεια της) αλλά από την αφήγηση (δηλαδή τον σκηνοθέτης της). Θα ήταν σωστότερο ο τίτλος της να ήταν ο «ο Φεράρι του Μάικλ Μάν». Ενας άλλος θα διάλεγε κάτι διαφορετικό να αφηγηθεί από την ζωή του Ιταλού και σίγουρα θα παρουσίαζε έναν άλλο Εντσο Φεράρι.
Βλέπεις πολλά, αλλά…
Ο Μάικλ Μαν διαλέγει από την ογκωδέστατη βιογραφία του Ιταλού οδηγού, εργοστασιάρχη και κατασκευαστή αυτοκινήτων να διηγηθεί μια από τις χρονιές που τα πράγματα δεν πάνε και τόσο καλά. Το 1957 ο Φεράρι έχει μια επιχείρηση στα όρια της πτώχευσης, δυσκολεύεται να βελτιώσει την ασφάλεια των αυτοκινήτων του και χάνει οδηγούς αγώνων, θρηνεί τον πρωτότοκο γιό του και η προσωπική του ζωή, μπερδεμένη και με τα επιχειρηματικά του, είναι γεμάτη ένταση. Η ένταση είναι πάντα αυτό που ενδιαφέρει τον Μάικλ Μαν, δημιουργό του Heat. Σε όλες σχεδόν τις ταινίες του το πλαίσιο στο οποίο η ιστορία διαδραματίζεται είναι ίσως σημαντικότερο από τους πρωταγωνιστές που στα καλά τους και στα κακά τους μοιάζουν πιόνια μιας μοίρας που ο σκηνοθέτης εικονογραφεί. Όμως ο Εντσο Φεράρι δεν είναι πιόνι κανενός. Κι αυτό είναι ένα από θέματα της ταινίας. Που εικαστικά είναι ανώτερη από το σενάριο της γιατί οι αληθινοί πρωταγωνιστές και η μερικότητα στην αφήγηση δεν πάνε μαζί. Ο θεατής βλέπει πολλά και ωραία. Αλλά όχι τόσο τον Φεράρι.
Στο όριο κι ακόμα πιο πέρα
Γιατί αρέσουν οι ταινίες με αυτοκίνητα; Πρώτα από όλα γιατί οι καλές διηγούνται με βάση αληθινά δράματα. Σε αυτές το ζήτημα δεν είναι η νίκη και η ήττα και η δραματοποίησή τους: το πράγμα ξεπερνά τον αθλητισμό. Οι ιστορίες αυτοκινήτου δεν είναι ταινίες θριάμβων των οποίων τα μυστικά ερμηνεύονται ή παρερμηνεύονται: είναι συνήθως ταινίες με θέμα την αγάπη για τον κίνδυνο και την μάχη για επιβίωση. Στο «Φεράρι» μια από τις ωραιότερες σκηνές είναι αυτή στην οποία ο Ιταλός κατασκευαστής εξηγεί στους δημοσιογράφους την αγάπη των οδηγών του για τον κίνδυνο. Ο κίνδυνος στην προκειμένη περίπτωση δεν έχει να κάνει μόνο με την πιθανότητα του ατυχήματος: αφορά τα πάντα. Μπορεί να πληρωθεί ακριβά ένα λάθος φρενάρισμα ή ένα επιπλέον ρίσκο ή ένα κατασκευαστικό λάθος. Αλλά έχουν κόστος και η υπέρμετρη φιλοδοξία, η αίσθηση ότι ελέγχεις τα πάντα, η θέλησή σου να μπεις σε ένα λαμπερό κόσμο ξεπερνώντας άλλους μόνο και μόνο γιατί η τρέλα σου είναι πιο μεγάλη. Οι ταινίες για αυτοκίνητα προσφέρονται για εντυπωσιακές προσωπογραφίες διότι κατασκευαστές και οδηγοί είναι μη συνηθισμένοι άνθρωποι. Ζουν την ζωή στο όριο της. Σπρώχνοντας καμιά φορά εκτός ορίων και τις ζωές των άλλων.
Κρίσεις και αμφιβολίες
Αυτό υπονοεί ο Μάικλ Μαν στο «Φεράρι» του. Ο ήρωας του έχει ξεπεράσει τα όρια παντού – ως επιχειρηματίας, ως τιμ μάνατζερ, ως σύζυγος. Αλλά αυτό που για άλλους θα ήταν ύβρη (και θα οδηγούσε την τιμωρία) στην περίπτωση του Εντσο Φεράρι είναι καθημερινότητα – τρόπος ζωής. Αυστηρά δικός του και τόσο προσωπικός που δεν μας επιτρέπεται καλά καλά να τον κρίνουμε. Μόνο που υπάρχει ένα πρόβλημα: ο τρόπος της αφήγησης δεν επιτρέπει στον θεατή αυτή την αποστασιοποίηση. Βλέπεις διαρκώς πολλά που σχεδόν σου επιβάλουν να τον κρίνεις τον Φεράρι. Και μάλιστα να τον επικρίνεις. Εστω κι αν ο Μάικλ Μαν προσπαθεί να στον δικαιολογήσει στήνοντας έπειτα από κάθε πράξη του μια σκηνή σχεδόν απολογητική για να σου δημιουργήσει αμφιβολίες. Σου λέει πως ίσως αγαπά τους οδηγούς του, ίσως είναι λιγότερο μηχανορράφος από αυτό που όλοι νομίζουν, ίσως ακόμα και όσα συμβαίνουν στην προσωπική του ζωή να έχουν την εξήγησή τους και να μην απλώς βίτσια ενός τύπου που νομίζει πως ο κόσμος είναι στα πόδια του. Αλλά αυτά τα «ίσως» φωνάζουν πως κι αυτός δεν είναι σίγουρος. Κι αν ο αφηγητής δεν είναι σίγουρος, η βιογραφία (πόσο μάλλον όταν έτσι κι αλλιώς χαρακτηρίζεται από μερικότητα) γίνεται μια ιστορία χωρίς απαντήσεις. Δεν γνωρίζεις τίποτα σχεδόν για τον Φεράρι. Και αυτό θα ήταν συγχωρητέο στον Μάικλ Μαν αν υπήρχε μια κάποια συναρπαστικότητα στα επεισόδια που η ταινία διηγείται. Αλλά δεν είδα ούτε κάτι τέτοιο.
Τα δυο προβλήματα
Υπάρχουν δυο τουλάχιστον προβλήματα που μένουν άλυτα. Το πρώτο είναι ότι ο Μάικλ Μαν αποφασίζει να διηγηθεί μια εντελώς ιταλική ιστορία με ένα διεθνές καστ ηθοποιών που δεν μιλάνε ιταλικά και δεν μοιάζουν με Ιταλούς. Ο Ανταμ Ντράιβερ έχει την σωστή όψη, αλλά υποδύεται: δεν γίνεται ποτέ ο Φεράρι γιατί δεν έχει την ιταλική φινέτσα του. Η Πενέλοπε Κρουζ παίζει πάντα το μόνο ρόλο που ξέρει: αυτόν της Πενέλοπε Κρουζ. Με τις υστερίες και τις υπερβολές της ανεβάζει σε κάποιες σκηνές την ένταση – βοηθά και το λατινικό ταπεραμέντο. Αλλά ως Λάουρα Φεράρι δεν έχει την πολυπλοκότητα που ο ρόλος απαιτεί: δεν γίνεται κατανοητό τίποτα που να εξηγεί τις μεταπτώσεις της. Για την Σένλεϊ Γουντλεϊ δεν μιλάω κάν: είναι να απορείς πως μπορεί και να σκεφτει κανείς πως μπορεί να μοιάζει με ιταλίδα μάνα. Όμως το αληθινό λάθος είναι ότι όλοι οι πρωταγωνιστές της ταινίας ενώ ζουν την Ιταλία του ‘50 (την βλέπεις στα καφέ, στα εστιατόρια, στα ξενοδοχεία, στις εφημερίδες, στα αυτοκίνητα, στα σπίτια, στις τηλεοράσεις, στα έξοχα σκηνικά) μιλάνε όλοι αμερικάνικα σαν να τους έχουν φυτέψει σε ένα κόσμο που δεν είναι δικό τους. Το δεύτερο λάθος – που είναι ακόμα πιο ασυγχώρητο – είναι σεναριακό. Δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψιν ότι ο Φεράρι δεν μπορεί να ξεμπλέξει την συζυγικά μπερδεμένη ζωή του γιατί στην Ιταλία του 1950 δεν υπάρχει δυνατότητα διαζυγίου. Η ταινία τον δείχνει μεν εγκλωβισμένο σε ένα γάμο, πλην όμως αποκρύπτει ότι δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι άλλο. Ετσι γεννιέται και σε αυτή την περίπτωση ένα πλαστό «ίσως»: ίσως ο Φεράρι να ήθελε να αλλάξει το πώς ζει, ίσως και ό,τι συνέβαινε να του άρεσε. Από τα πολλά «ίσως» αυτό είναι το πλέον ανυπόφορο γιατί βασίζεται στην αλλοίωση της ίδιας της πραγματικότητας. Στην οποία δεν χωρά κανένα «ίσως».
Σώζεται στο τέλος
Παρόλα αυτά η ταινία αξίζει τον κόπο, έστω και ως χαμένη ευκαιρία. Θα ήταν 40% καλύτερη αν ο Μάικλ Μαν χρησιμοποιούσε Ιταλούς ή έστω Ιταλοαμερικάνους ηθοποιούς. Αλλά και τώρα ο τρόπος που ο σκηνοθέτης κλιμακώνει την ένταση την καθιστά τουλάχιστον ενδιαφέρουσα έστω κι αν είναι μια ταινία στην οποία δεν υπάρχουν αντίπαλοι – κι αυτό για τον Μάικλ Μαν είναι πρόβλημα. Το τελευταίο μισάωρο, με το κρεσέντο των γεγονότων, σώζει την ταινία. Ισως…