Στη σειρά «παιδικοί μας ήρωες που φεύγουν από τη ζωή» ήρθε η στιγμή που μας είπε αντίο κι ο Λουίς Σεζάρ Μενότι, ο προπονητής που οδήγησε την Αργεντινή στην πρώτη κατάκτηση του παγκοσμίου κυπέλλου το 1978. Τότε τον ανακάλυψε η Ευρώπη, όχι απλά ως καλό προπονητή, αλλά και ως πρωταγωνιστή μιας απίθανης λατινοαμερικάνικης ιστορίας: ο Μενότι έγινε ο πρώτος προπονητής που χρειάστηκε να απολογείται για το μεγαλύτερο ποδοσφαιρικό του κατόρθωμα. Για την ακρίβεια να απολογείται γιατί αυτός ένας δηλωμένος τότε κομμουνιστής κι αργότερα κοσμοπολίτης αριστερός συνεργάστηκε με την χούντα του Βιντέλα για να κερδίσει το μεγάλο τρόπαιο.
Ενας ωραίος φιγουρατζής
Δεν ήταν σαφές ούτε πότε ακριβώς γεννήθηκε ο Μενότι. Ως ημερομηνία γέννησης του αναγραφόταν στο διαβατήριο του η 5η Νοεμβρίου 1938, ωστόσο κάποτε είπε ότι αυτή ήταν μόνο η ημερομηνία κατά την οποία ο πατέρας του είχε κάνει τον κόπο να πάει και να τον δηλώσει στο ληξιαρχείο, ενώ στην πραγματικότητα είχε έρθει στον κόσμο μερικές εβδομάδες νωρίτερα, στις 22 Οκτωβρίου.
Για τον τόπο που γεννήθηκε δεν υπήρχε πάντως αμφιβολία: γεννήθηκε στο Ροζάριο και ήταν παιδί μιας εύπορης οικογένειας που μεγάλωσε σε ένα τεράστιο κτήμα στα περίχωρα μιας πόλης που την δεκαετία του ΄60 καμάρωνε για τα μοντέρνα της εστιατόρια, την μεγάλη της καθολική εκκλησία του Βασιλιά Χριστού, το Rosario Golf Club, μια σπάνια πολυτέλεια και το διεθνές της αεροδρόμιο Rosario- Islas Malvinas . Όταν σε νεαρή ηλικία έχασε τον πατέρα του - ιδιοκτήτη μιας μεταλλουργικής εταιρείας - ο Σέζαρ Λουίς χρειάστηκε να αποφασίσει αν θα ασχοληθεί με την οικογενειακή επιχείρηση ή θα συνεχίσει να σπουδάζει κι έκανε το δεύτερο: αυτή έχει πει ήταν η πιο δύσκολη απόφαση που πήρε ποτέ. Αφήνοντας την επιχείρηση βρήκε χρόνο για τα πάντα: υπήρξε κολυμβητής, μπασκετμπολίστας, έπαιξε ακόμα και μποξ, αλλά τον κέρδισε το ποδόσφαιρο, η μια από τις δυο αγάπες του. Η άλλη ήταν η πολιτική: ακολουθώντας τα βήματα του περονιστή πατέρα του, έφτασε τελικά στο κομμουνιστικό κόμμα και υπήρξε μέλος του ήδη από τη δεκαετία του 1950.
Αργεντινή, ΗΠΑ, Πελέ
Στα διάφορα που γράφτηκαν αυτές τις μέρες πήρε το μάτι μου ότι δεν ήταν καλός ποδοσφαιριστής: δεν ισχύει. O «Λιγνός» όπως τον αποκαλούσαν ξεκίνησε την καριέρα του στην Ροζάριο Σεντράλ μικρός και μόνο απαρατήρητος δεν πέρασε αφού έφτασε και στην Εθνική Αργεντινής παίζοντας λίγα ωστόσο παιγνίδια μεταξύ του 1962 και του 1963. Ηταν ελάχιστα πειθαρχημένος και όπως έλεγε κι ο ίδιος κομμάτι αναιδής. Το '64 μετακόμισε στη Ράσινγκ, τα επόμενα δύο χρόνια στη Μπόκα και στη συνέχεια βρέθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου όπως έχει πει «για τεχνίτες που έκαναν κόλπα πλήρωναν καλύτερα και δεν είχαν πολλές απαιτήσεις». Για ένα χρόνο διασκέδασε και στη Βραζιλία παίζοντας για τη Σάντος όπου ήταν η ρεζέρβα του Πελέ. «Σκεφτόμουν ήδη να γίνω προπονητής και δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από το να είμαι με τον Πελέ και αυτούς τους απίστευτους παίκτες» εξήγησε ενώ καμάρωνε ότι είχε υπάρξει συμπαίκτης και με τον Σίβορι και τον Ντι Στέφανο. Ο Μενότι δεν ήταν από αυτούς που έμοιαζαν πως θα γίνουν προπονητές όσο ακόμα αγωνιζόταν. Αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς αν ήθελε να παραμείνει στο ποδόσφαιρο στο οποίο τόσο διασκέδαζε.
Στην Εθνική των Στρατηγών
Το 1973 οδήγησε την Ουρακάν στην κατάκτηση του πρωταθλήματος για πρώτη φορά: η επιτυχία θεωρήθηκε ένα θαύμα. Το 1974, όταν η Αργεντινή απέτυχε στο μουντιάλ της Δυτικής Γερμανίας ο κόσμος ήθελε να τον δει στην εθνική ομάδα, που είχε ανάγκη από ένα θαυματοποιό. Στο ντεμπούτο του ο Μενότι οδήγησε την Αργεντινή σε μια ισοπαλία με την Ισπανία και δήλωσε πως αν οι παίκτες του δεν τον ακολουθούν θα τους διώξει όλους! Στο μεταξύ όμως προέκυψε το πραξικόπημα του '76 κι αν κάποιος κινδύνεψε να φύγει αμέσως από την Εθνική ήταν αυτός. Τις μέρες του πραξικοπήματος η Εθνική Αργεντινής ήταν σε περιοδεία στην πρώην Σοβιετική Ένωση, την Πολωνία και την Ουγγαρία: υπήρξε διάταξή άμεσης επιστροφής της, αλλά ο Μενότι αρνήθηκε λέγοντας πως για αυτόν υπάρχει μόνο το προπονητικό του πρόγραμμα. Πολλά χρόνια αργότερα ο Μενότι θα δηλώσει ότι οι στρατιωτικοί ήξεραν τα πάντα για τον ίδιο και τις πολιτικές του ιδέες. «Κάθε μήνα καλούσαν τον Αντόνιο Καντίγιο, τον πρόεδρο της ομοσπονδίας και του ζητούσαν να με διώξει. Δεν ήξερα τον πρόεδρο, αλλά δεν ήθελε να με δει να φεύγω: υπέβαλα τρεις φορές την παραίτησή μου και αυτός το απέρριψε» έχει εξηγήσει.
Μόνο αυτός θα μπορούσε
Ο Οσβάλντο Αρντίλες, play maker τότε της Σελέστε, χρόνια αργότερα εξήγησε ότι «το καθεστώς ήξερε τις πολιτικές ιδέες του Μενότι, αλλά προσποιήθηκε ότι δεν συνέβη τίποτα. Γιατί κατάλαβαν ότι μόνο αυτός θα μπορούσε να οδηγήσει την Αργεντινή στον παγκόσμιο τίτλο». Παράγοντες της ομοσπονδίας, αλλά και παίκτες είχαν εξηγήσει στους στρατηγούς ότι μόνο ο ξεροκέφαλος κομμουνιστής Μενότι θα μπορούσε να πάρει ό,τι ήταν δυνατόν από αυτή την ομάδα – μέτρησε και ότι δεν είχαν plan Β. Ένα χρόνο πριν την έναρξη του Μουντιάλ στο Μπομπονέρα έγινε κανονική διαδήλωση υπέρ της παραμονής του στην διάρκεια ενός φιλικού ματς με την Πολωνία. Ο κόσμος τραγουδούσε σε όλη τη διάρκεια του αγώνα «ο Μενότι δεν πάει πουθενά, ο Μενότι δεν πάει πουθενά». Οι στρατηγοί ήθελαν την διοργάνωση του Παγκοσμίου Κυπέλλου ως ένα είδος βιτρίνας για την Αργεντινή τους: στο φόντο των αγώνων όλοι θα έβλεπαν τεχνητά μια χώρα χωρίς προβλήματα. Οι Οι φτωχογειτονιές του Μπουένος Άιρες γκρεμίστηκαν, μπλοκαρίστηκαν οι μισθοί, τα συνδικάτα καταργήθηκαν, ο Τύπος λογοκρίθηκε, αλλά υπήρχαν νέοι δρόμοι, ολοκαίνουργια αεροδρόμια, φουτουριστικές γέφυρες, γήπεδα τελευταίας γενιάς. Ομως όλα αυτά δεν θα είχαν και μεγάλο νόημα αν ο λαός δεν πανηγύριζε την κατάκτηση του τίτλου. Η Αργεντινή του Μενότι έφτασε στον τελικό, χάρη σε μια νίκη με 6-0 επί του Περού, που ξεσήκωσε θύελλα από υποψίες για χρηματισμό των αντιπάλων. Αλλά το τρόπαιο το κέρδισε. Το βράδυ του τελικού, 25 Ιουνίου, η Αργεντινή κέρδισε στην παράταση την Ολλανδία με 3-1 και το τέλειο σχέδιο που φαντάστηκαν οι στρατηγοί έγινε πράξη. Ο Μάριο Κέμπες, τον οποίο ο Μενότι είχε προτιμήσει από τον νεαρό Μαραντόνα είχε γίνει πρώτος σκόρερ του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Το καθεστώς των στρατηγών μπόρεσε να απολαύσει άλλα πέντε χρόνια παραμονής στην εξουσία.
Απλώς μια δουλειά
Όμως ο Μενότι πιο πολύ και από τους παίκτες του έπρεπε να απολογείται ατελείωτα για εκείνο του το κατόρθωμα. «Τα παιδιά έκαναν την δουλειά τους απλώς έπαιζαν ποδόσφαιρο» επαναλάμβανε πάντα ο κόουτς. Αλλά δεν μπορούσε κι αυτός και οι παίκτες του να μην ξέρουν όσα γινόντουσαν στην χώρα. Ο Μενότι ισχυριζόταν σε όλη του τη ζωή ότι θα είχε κερδίσει αυτό το Παγκόσμιο Κύπελλο ούτως ή άλλως, ακόμη και χωρίς τους στρατιωτικούς στην εξουσία. Ο κόσμος, ωστόσο, δεν έπαψε ποτέ να αναρωτιέται γιατί δεν είπε όχι, γιατί συμφώνησε να ηγηθεί της Αργεντινής των στρατηγών, όντας άνθρωπος της Αριστεράς. Το άλλοθι του Μενότι ήταν ο ιστορικός του λόγος πριν τον τελικό: τότε είχε ζητήσει από τους παίκτες στα αποδυτήρια, να μην κοιτάζουν την κερκίδα των επισήμων, αλλά τον χαρούμενο κόσμο στην κερκίδα. «Δεν κερδίζουμε για αυτούς, κερδίζουμε για να απαλύνουμε τον πόνο του λαού μας» είχε πει μπροστά μάλιστα στον στρατιωτικό επίτροπο. Όταν χρόνια αργότερα οι επικριτές του δημοσίευσαν μια φωτογραφία του όπου πανηγυρίζει με τον στρατηγό Βιντέλα ο Μενότι είπε πως δεν θα την ξαναέβγαζε αλλά τότε ήταν δύσκολο να κάνει αλλιώς. «Με χρησιμοποιούσε το καθεστώς, φυσικά» παραδέχτηκε.
Η επιρροή του Μενότι στο ποδόσφαιρο της Αργεντινής υπήρξε παρόλα αυτά τεράστια. Ο Αργεντίνος, που ένα χρόνο μετά το παγκόσμιο κύπελλο κέρδισε και το μουντιάλ των Νέων με ηγέτη τον Μαραντόνα, έκανε και περάσματα από την Ευρώπη, όμως στην χώρα του ήταν κάτι πολύ περισσότερο από προπονητής. Η Αργεντινή για δεκαετίες υπήρξε χωρισμένη ανάμεσα στους δικούς του οπαδούς, τους θαυμαστές ενός ωραίου επιθετικού ποδοσφαίρου, και τους θαυμαστές του Κάρλος Μπιλάρδο του επόμενου ομοσπονδιακού που κέρδισε το μουντιάλ το 1986, πρεσβεύοντας την πίστη στο αποτέλεσμα. Θυμάμαι πέρυσι στο Κατάρ, όταν η Αργεντινή κατέκτησε το τρίτο της παγκόσμιο κύπελλο, ο προπονητής Λιονέλ Σκαλόνι είχε ξεκινήσει την συνέντευξη Τύπου του θριάμβου λέγοντας πως είναι η μέρα που η Αργεντινή ποδοσφαιρικά ενώθηκε και μπορεί επιτέλους να ξεπεράσει και τον Μενότι και τον Μπιλάρδο.
Χθες πολλά ξένα δύκτια πρόβαλαν για να τον αποχαιρετήσουν τις δηλώσεις του μετά τον τελικό του 1978. Στους δημοσιογράφους που τόνιζαν ότι οι Ολλανδοί έτρεχαν πιο πολύ, ο Μενότι απάντησε καπνίζοντας το αιώνια αναμμένο τσιγάρο του ότι «το σημαντικό είναι να τρέχει η μπάλα κι όχι οι παίκτες». «Πάντα πίστευα ότι στο ποδόσφαιρο μπορείς να σταματήσεις να τρέχεις. Το μόνο πράγμα που δεν μπορείς να σταματήσεις να κάνεις είναι να σκέφτεσαι» είχε πει. Ισχύει και στη ζωή…