Η Μεγάλη Παρασκευή είναι η πιο σημαντική μέρα της Μεγάλης Εβδομάδας – η αληθινή κορύφωση του Δράματος. Η Μεγάλη Εβδομάδα είναι σαν ένα μεγάλο θεατρικό δράμα, με πράξεις και κανόνες. Ξεκινά με την θεαματική είσοδο του Ιησού στα Ιεροσόλυμα κι ολοκληρώνεται το βράδυ της Ανάστασης, αλλά η Μεγάλη Παρασκευή είναι η στιγμή της κορύφωσης – η ώρα μιας μεγάλης θλίψης. Είναι επίσης η αληθινή ξεχωριστή γιορτή της Ορθοδοξίας – σχεδόν όλες τις άλλες γιορτές τις έχουν και οι Δυτικοί και τις γιορτάζουν περίπου με τον ίδιο τρόπο. Αλλά είναι γιορτή η Μεγάλη Παρασκευή; Ναι είναι. Ισως μάλιστα η πιο μεγάλη από όλες.
Ο καθένας με τον τρόπο του
Ως έθνος φοβόμαστε τη θλίψη. Αν προσέξετε, ακόμα και στις Εθνικές μας γιορτές οι αναφορές στους νεκρούς είναι ελάχιστες. Καλά καλά δεν υπάρχουν ούτε επίσημες καταμετρήσεις τους – δεν γνωρίζουμε π.χ πόσα ακριβώς παιδιά μας χάθηκαν στο αλβανικό έπος. Ενώ άλλοι λαοί χτίζουν τις εθνικές τους μυθολογίες με αναφορές σε τεράστια νούμερα πεσόντων, εμείς προτιμάμε να κάνουμε το αντίθετο, δηλαδή να μιλάμε για λίγους που κράτησαν πολλούς – είτε στις Θερμοπύλες μας, είτε στο Χάνι της Γραβιάς, είτε στην Πίνδο: οι ωδές μας είναι πάντοτε για ένα ηγέτη, στρατηγό ή πολέμαρχο ή έστω ένα χαμένο Ανθυπολοχαγό. Ο λόγος είναι ότι αγαπάμε τη λογική της θυσίας – της θυσίας του ενός, με τον οποίο ευκολότερα ταυτιζόμαστε. Αυτόν τον μεγάλο και σπάνιο έναν που θυσιάστηκε, συχνά τον ξεχωρίζουμε και τον αντιμετωπίζουμε ως ήρωα, ακριβώς για να ξεφύγουμε από τη θλίψη του χαμού του. Δεν υπάρχει καμία απολύτως θλίψη για μια πράξη ηρωϊσμού. Δεν πρέπει επίσης να την μπερδεύουμε με το θυμό ή την οργή που συνήθως προκύπτει εκεί που υπάρχει κάτι που μοιάζει με ακατανόητο λάθος ή με αφόρητη αδικία. Η έκφραση «πήγε άδικα», είναι αρκετά ελληνική και μοιάζει με ετυμηγορία. Την ακολουθεί συνήθως μια διαδικασία λογικής κρίσης. Πήγε άδικα; Ολοι συνήθως συμφωνούν. Και μετά ψάχνουν να δώσουν ένα περιεχόμενο στην αδικία- ο καθένας με τον τρόπο του. Όμως η θλίψη είναι κάτι άλλο.
Συνήθως από αυτή γαντζώνεσαι
Η θλίψη δεν έχει κανόνες έκφρασης – είναι βιωματική. Εχει πάντα μια αφορμή. Είναι στην πραγματικότητα η ίδια η προσέγγιση του γεγονότος, είναι ένα είδος αντίδρασης – ακριβώς όπως η χαρά. Η φύση μας επιβάλει να ζούμε αναζητώντας τις χαρές μας και να φοβόμαστε και να παίζουμε κρυφτούλι με τις θλίψεις μας, όμως το ξέρουμε ότι και η θλίψη είναι κι αυτή όλη δική μας: η αντίληψή της μας προσδιορίζει, η επαφή μαζί της μας ωριμάζει, η αποδοχή της μας επιτρέπει να κατανοήσουμε καλύτερα τον κόσμο και τον εαυτό μας – να εμπιστεύεστε τα δάκρια των ανθρώπων περισσότερο από τα γέλια τους. Η θλίψη είναι μια στιγμή αλήθειας γιατί δεν έχει τίποτα το ελαφρύ. Αυτό το υπέροχο, βαθύ, συχνά ακατανόητα βαρύ και συνήθως λυτρωτικό αίσθημα καθορίζει και ξεχωρίζει τους ανθρώπους: η Μεγάλη Παρασκευή είναι η γιορτή της θλίψης, γιατί έρχεται κάθε χρόνο για να μας θυμίσει πως δεν πρέπει να την φοβόμαστε. Φωλιάζει μέσα μας κι όταν βγαίνει στην επιφάνεια είναι καταπραϋντικό – κάτι σαν φάρμακο. Δεν συνοδεύει τις ωραιότερες στιγμές μας, αλλά μπορεί να συνοδεύσει τις πιο δύσκολες, αυτές στις οποίες δεν χωράει κάτι άλλο. Δεν υπάρχει άνθρωπος, που για μια στιγμή να μην έχει πιαστεί από τη θλίψη του, να μην έχει βρει σε αυτή το δεκανίκι για να συνεχίσει, έστω κούτσα κούτσα. Όταν ο πόνος και η πίκρα νοιώθεις ότι σε σακατεύουν, συνήθως γαντζώνεσαι από τη θλίψη για να πας παρακάτω: με την θλίψη τιμάς τη μνήμη όσων έχασες, με τη θλίψη κατανοείς τα σημαντικά που άφησες πίσω. Μην την μπερδεύεται με την κατάθλιψη – αυτή είναι ασθένεια. Η θλίψη είναι εκτόνωση, έκφραση, ομολογία: κάποιες φορές είναι μια βαθιά ανθρώπινη εσωτερική προσευχή. Δεν θα έπρεπε να λείπει στο εορτολόγια μια μέρα αφιερωμένη στη δύναμή και την ανάγκη της. Κι αυτή είναι η Μεγάλη Παρασκευή.
Στο όνειρό του
Η Μεγάλη Παρασκευή δεν έχει παράξενα έθιμα. Ο στολισμός του Επιταφίου έχει προηγηθεί, η μέρα κυλά συνήθως γρήγορα. Η βραδινή Ακολουθία είναι ένα σπάνιο μελόδραμα – μακράν η ωραιότερη εκκλησιαστική τελετουργία. Το «Η Ζωή εν τάφω» είναι η επιτομή της Μεγάλης Εβδομάδας. Ο κόσμος νοιώθει την ανάγκη να ακολουθήσει τους ψαλμούς, χαμηλόφωνα συνήθως, όπως η περίσταση επιβάλει. Συνήθως ψιχαλίζει, ώστε το σκηνικό του δράματος να είναι το κατάλληλο – η σκοτεινιά βοηθά να λάμπει περισσότερο το φως των κεριών την ώρα της περιφοράς. Στα χωριά λένε πως όποιος πάρει ένα από τα λουλούδια με τα οποία ο κόσμος έχει ράνει τον Επιτάφιο και το βάλει κάτω από το μαξιλάρι του θα ονειρευτεί την αγάπη του. Στο όνειρό του θα κλείσει αυτός ο παράξενος εορταστικός κύκλος της θλίψης…