Δεν θυμάμαι να έχω δει ποτέ μου σε παιγνίδι ομάδας του Πεπ Γκουαρντιόλα τον τερματοφύλακα της να παίρνει κίτρινη κάρτα για καθυστερήσεις πριν μάλιστα ολοκληρωθεί το πρώτο ημίχρονο, όπως συνέβη χθες βράδυ κατά τη διάρκεια του προημιτελικό του Τσάμπιονς λιγκ ανάμεσα στην Μπάγερν Μονάχου και την Μάντσεστερ Σίτυ που ολοκληρώθηκε με το ισόπαλο 1-1. Ολο αυτό μοιάζει ακόμα περισσότερο παράξενο αν σκεφτεί κανείς ότι η Σίτυ πήγε στο Μόναχο, όχι για να υπερασπιστεί μια νίκη στο γκολ, αλλά κουβαλώντας στις αποσκευές της το καθαρό, βαρύ και μεγάλο 3-0 που επί της ουσίας της είχε δώσει την πρόκριση από τον πρώτο γύρο. Το να μετατρέψει μια ομάδα το δεύτερο παιγνίδι σε τυπική διαδικασία, όταν έχει ένα τέτοιο αβαντάζ μετά το πρώτο παιγνίδι, είναι απολύτως λογικό. Το πώς θα το κάνει ωστόσο μαρτυρά και την νοοτροπία της.
Ποτέ έτσι
Σε άλλους καιρούς μια νίκη με 3-0 μιας ομάδας του Γκουαρντιόλα στο πρώτο ματς θα ήταν λόγος να τη δούμε στη ρεβάνς να κάνει ένα παιγνίδι απόλυτης υπεροχής. Το 2020-21 είχε κάνει έξι νίκες στη σειρά για να παίξει στον τελικό κερδίζοντας άνετα την Γκλάντμπαχ, την Μπορούσια Ντόρτμουντ και την Παρί. Πέρυσι έβαλε πέντε γκολ στην Σπόρτινγκ στην Λισσαβόνα. Δεν θέλω να θυμίσω τι έκαναν σε ανάλογες περιπτώσεις άλλες ομάδες του Πεπ, όπως η Μπαρτσελόνα και η Μπάγερν διότι ίσως δεν έχει νόημα. Όπως και να έχει με τον τρόπο που αγωνίστηκε χθες δεν έπαιξε ούτε καν πέρυσι με τις δυο ομάδες της Μαδρίτης όταν μάλιστα είχε να υπερασπιστεί ισχνές νίκες στο πρώτο ματς. Με την Ατλέτικο είχε κερδίσει με 1-0 και στην ρεβάνς ίδρωσε για να προκριθεί. Με την Ρεάλ είχε πάρει μια νίκη με 4-3 στο πρώτο ματς, προηγήθηκε στο Μπερναμπέου, είχε δυο πολύ μεγάλες ευκαιρίες να τελειώσει το ματς κι αποκλείστηκε στην παράταση, αφού κατάφερε να δεχτεί δυο γκολ στις καθυστερήσεις! Σε κανένα όμως από αυτά τα παιγνίδια δεν άφησε τόσο πολύ τη μπάλα στον αντίπαλο της (η Μπάγερν έκανε χθες 65% κατοχή μπάλας στο πρώτο ημίχρονο) και σε κανένα δεν έπαιξε τόσο κλειστά και τόσο πίσω, σπεκουλάροντας απλά σε αμυντικές αδυναμίες του αντιπάλου της γιατί πλέον έχει τον Χάλαντ. Κάποιος θα μπορούσε να πει πως ειδικά το χθεσινό ματς ήταν απλά μια άσκηση αντοχής απέναντι σε μια επιθετική και δημιουργική ομάδα όπως η Μπάγερν και να πίστωνε μάλιστα στους Βαυαρούς το ό,τι έκλεισαν κι απείλησαν την Σίτυ. Ισχύει, αλλά μόνο εν μέρει.
Πολλά τα χρόνια
Ειδικά φέτος η ομάδα του Πεπ έχει κάνει τα ματς σκοπιμότητας σήμα κατατεθέν! Στο Τσάμπιονς λιγκ έχει μόνο μια εκτός έδρας νίκης: το εντυπωσιακό 4-0 με το οποίο ξεκίνησε την σεζόν της στη Σεβίλλη. Δεν έφερε ισοπαλία μόνο στον Αλιάνζ Αρένα – τόπο μαρτυρίου πολλών. Εφερε το ίδιο αποτέλεσμα (1-1) και με την Λειψία στη φάση των 16 και τότε το ματς ήταν το πρώτο: δεν είχε κάτι να υπερασπιστεί. Κι έφερε κυνικές ισοπαλίες στη φάση των ομίλων και με την Μπορούσια Ντόρτμουντ, αλλά και με την ταπεινή Κοπεγχάγη. Προφανώς υπάρχει μια μετάλλαξη και δεν χρειάζεται να δεις τα αποτελέσματα των παιγνιδιών της για να το καταλάβεις: αρκεί να διαβάσεις την σύνθεσή της. Η προσθήκη του Χάλαντ έφερε την μονιμοποίηση τεσσάρων στόπερ στα μετόπισθεν – ο Ακε μετατράπηκε σε κάτι σαν αριστερό μπακ, ο Στόουνς είναι πάντα έτοιμος να παίξει και στο κέντρο της άμυνας αλλά και δίπλα στον Ρόντρι, τον 3-4-3 μπορεί να γίνει 4-1-4-1 (με τέσσερις βιδωμένους αμυντικούς στα μετόπισθεν), ο Γουόκερ συχνά δεν είναι βασικός γιατί έχει την κακιά συνήθεια να παίρνει πολλές επιθετικές πρωτοβουλίες όπως και ο Κανσέλο που έφυγε. Στο τέλος θα δούμε αν «το- πουλάω-την-ψυχή-μου-στο-διάβολο-που- λέγεται-σκοπιμότητα» θα φέρει το μεγάλο τρόπαιο, αλλά μέχρι να δούμε το φινάλε σημασία έχουν οι λεπτομέρειες. Που λένε ότι ο Πεπ αλλάζει. Γιατί έχει μεγαλώσει. Και οι άνθρωποι όταν μεγαλώνουν αναθεωρούν πολλά. Πρώτα από όλα χάνουν την όποια διάθεσή τους να αλλάξουν τον κόσμο, όπως πιθανότατα νόμιζαν πως μπορούσαν να κάνουν όταν κουβαλούσαν νεανικούς και άλλους ενθουσιασμούς.
Ο Γκουαρντιόλα είναι 52 χρονών – σε μια καλή ηλικία για να δουλεύει ως προπονητής. Πολλοί από τους μεγάλους του παρελθόντος σε αυτή την ηλικία έφτασαν σε μεγάλες ομάδες, έκαναν πρωταθλητισμό, έδειξαν τις ιδέες τους, έχασαν ή κέρδισαν τίτλους πρωταγωνιστώντας. Όμως ο Πεπ δουλεύει από το 2007 και δουλεύει αποκλειστικά σε μεγάλες ομάδες. Αν του χρειαζόταν μια πενταετία για να πάρει την πρώτη του μεγάλη ευκαιρία, αν σε αυτή είχε δουλέψει σε μικρές κατηγορίες ή ως βοηθός όπως όλοι σχεδόν σήμερα θα ήταν κοντά στα 60. Δεν είναι, αλλά είναι σαν να είναι. Για αυτό και σιγά σιγά συντηρητικόποιείται. Δηλαδή μαθαίνει.
Παλιό ισπανικό ποδόσφαιρο
Πιο είναι το πρώτο χαρακτηριστικό της συντήρησης; Η συμφιλίωση με το όποιο παρελθόν. Αυτό κατά βάση είναι η εφετινή Σίτυ και νομίζω η προσθήκη του Χαλαντ αυτό κυρίως πυροδότησε στο μυαλό του προπονητή: ο χρυσός κανόνας της επιτυχίας στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις λέει πως όταν έχω ένα επιθετικό υπερόπλο φροντίζω να φτιάξω μια άμυνα που να κάνει τα γκολ του ακόμα πιο σημαντικά. Αν το γκολ το βρίσκω, και το βρίσκω πάντα διότι πλέον έχω στην επίθεση κάποιον που μπορεί να σκοράρει την τέταρτη φορά που θα αγγίξει την μπάλα και μολονότι προηγουμένως έχει χάσει πέναλτι, όπως έκανε ο Χαλαντ χθες βράδυ στο Μόναχο, το μόνο που έχω να κάνω είναι να εξασφαλίσω πως αυτό το γκολ θα αρκεί για νίκες και προκρίσεις. Κι αν η ομάδα μου νοιώθει σιγουριά θα βρει κι άλλα. Χωρίς να χρειάζεται να πρεσάρει σαν τρελή ή να γυρνά τη μπάλα μανιακά ή να ψάχνει ασίστ αφού προηγουμένως δημιουργήσει αδύνατες πλευρές. Και σε κάθε περίπτωση, αν αυτά τα ξέρει μπορεί πάντα να τα δείχνει εντός έδρας διασκεδάζοντας και το κοινό της.
Η Σίτυ παίζει φέτος το παλιό αγαπημένο ισπανικό ποδόσφαιρο, της προκροφιανικής περιόδου, με το οποίο ο Πεπ μεγάλωσε και τη λογική του οποίου χάρη στον δάσκαλο Κρόιφ αμφισβήτησε. Ο Κρόιφ ήταν ένας αληθινός επαναστάτης, που για αυτό, ίσως, κέρδισε λιγότερα τρόπαια από όσα θα έπρεπε: αν έβλεπε την ομάδα του να κάνει όσα (δεν) έκανε η Σίτυ στο Μόναχο θα έφευγε από τον πάγκο σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Ο Πεπ όχι: είναι πλέον αρκετά ώριμος για να μάθει από όσα έπαθε – δεν θα ξαναδεί την ομάδα του να πετάει προκρίσεις μετά το 90’ απλά γιατί δεν αμύνθηκε σωστά ή γιατί δεν βρέθηκε ένας παίκτης της να κάνει λίγο καθυστέρηση. Και για να φτάσει στο σκοπό φέτος θυμήθηκε το ποδόσφαιρο της Ρεάλ του Σαντιλιάνα, του Ούγκο Σάντσες, του Μπουντραγκένιο, του Μίτσελ, τους καιρούς δηλαδή που όλες οι ισπανικές ομάδες, που ακολουθούσαν το μάνουαλ της νοοτροπίας της Βασίλισσας, έπαιζαν τελείως διαφορετικά εντός κι εκτός έδρας.
Το πράγμα είναι αποτελεσματικό και γίνεται και διασκεδαστικό. Αλλά πως άραγε τον έλεγαν τον προπονητή της Ρεάλ του Μπουντραγκένιο που έπαιζε για να μην χάσει μακριά από τη Μαδρίτη, κι αν έχανε μπορούσε να ανατρέψει πάντα το σκορ στη ρεβάνς; Τον θυμάται κανείς;