Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο δεν ανήκει στους ανθρώπους που μασά τα λόγια του και το έχουμε καταλάβει. Αυτό συμβαίνει γιατί είναι ήδη μεγάλος κι έγινε μεγάλος μακριά μας, τόσο μακριά μας που αμφιβάλω, αν πολλοί στην Ελλάδα καταλαβαίνουν το μέγεθός του. Όπως συμβαίνει με τους μεγάλους οι άλλοι ασχολούνται μαζί τους ευελπιστώντας ότι θα κερδίσουν τα περίφημα πέντε λεπτά δημοσιότητας, που νοιώθουν ότι η μοίρα τους χρωστάει. Ετσι συνέβη και με τον κ. Κωνσταντίνο Καλέμη, «συντονιστή εκπαίδευσης προσφύγων» που παύτηκε από τη δουλειά του, χωρίς κανένας να καταλάβει τι δουλειά ήταν αυτή και πως κάποιος που την έκανε μπορεί να είχε τις δικές του απόψεις. Στο τσουνάμι που ξεσηκώθηκε, άλλοι όπως ο Βελόπουλος καβάλησαν τα κύματα του πληγωμένου εθνικισμού για να υπερασπιστούν τους Ελληνες, άλλοι θυμήθηκαν ότι ο Γιάννης δεν είναι τόσο ακτιβιστής όσο θα πρεπε κι άλλοι είπαν απλά κουταμάρες βγαίνοντας από την ντουλάπα του βολικού μισανθρωπικού φασισμού τους. Αλλά λίγοι προβληματίστηκαν για αυτά που δήλωσε ο Γιάννης Αντετοκούνμπο.
Τι είπε ο Γιάννης
«Η Ελλάδα είναι μια χώρα λευκών, μπορεί να γίνει δύσκολη η ζωή κάποιου με το χρώμα του δικού μου δέρματος. Πηγαίνεις σε πολλές γειτονιές και αντιμετωπίζεις αρκετή αρνητικότητα, ρατσισμό. Οι γονείς μου πάλευαν για εμάς σε καθημερινή βάση. Μας παρείχαν όσα χρειαζόμασταν ακόμη κι αν έπρεπε να πουλήσουν πράγματα στους δρόμους. Η φτώχεια μπορεί να σε ωθήσει στα όριά σου…», είπε μεταξύ άλλων ο σταρ των Μπακς στη συνέντευξή του στην αμερικανική ιστοσελίδα Bleacher Report για τις ανάγκες ενός ντοκιμαντέρ. Πρόσθεσε επίσης, ίσως κάπως υπερβολικά, ότι για πρώτη φορά είδε μαύρο να οδηγεί αυτοκίνητο στις ΗΠΑ - δεν το χε δει ποτέ του μικρός στην Αθήνα. Αυτό το δεύτερο απλά μαρτυρά ποια ήταν η Αθήνα των παιδικών χρόνων του Γιάννη και πόσο άλλαξε – ας μην σταθούμε σε αυτό. Ας προβληματιστούμε λιγάκι για όλα τα υπόλοιπα. Γιατί δεν είναι συμπεράσματα ενός σταρ του ΝΒΑ, αλλά ενός αθώου και μικρού μετανάστη, που εδώ μεγάλωσε.
Η μικρή και η μεγάλη εικόνα
Υπάρχουν δυο εικόνες πίσω από όσα ο Γιάννης δηλώνει. Η μικρή αφορά τον ίδιο, η μεγάλη όλους μας. Η ιστορία του Γιάννη (και του Θανάση και των αδερφών του…) είναι χωρίς αμφιβολία ένα εντυπωσιακό παραμύθι κι από πολλούς ως τέτοιο αντιμετωπίζεται. Ο μικρός που μεγαλώνει στα Σεπόλια, ο Γιάννης που ο μεγαλύτερος αδερφός του τον προστατεύει, ο πιτσιρικάς που πουλάει Cd στο δρόμο και που μεγαλώνοντας γίνεται σταρ στις ΗΠΑ είναι ήρωας ενός παραμυθιού - ακόμα κι αν ο ίδιος δεν θέλει η ζωή του έτσι να αντιμετωπίζεται. Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο χωρά σε κάθε όνειρο – και στα δικά μας, και στα ευρωπαϊκά και στα αμερικάνικα. Τα παραμύθια από τη φύση τους είναι γλυκερά ακόμα κι αν εμπεριέχουν ιστορίες σκληρές και φρικτές. Η Ωραία Κοιμωμένη π.χ δεν είναι μια κοπέλα που νοσηλεύεται γιατί έχει πέσει σε κώμα, αλλά μια κούκλα που την ξυπνά το φιλί του καλού πρίγκιπα. Η Σταχτοπούτα δεν είναι καταπιεσμένη και βασανισμένη, αλλά το κορίτσι που κλέβει την καρδιά του όμορφου σε ένα πάρτι χάνοντας μάλιστα το γοβάκι της. Τα παιδάκια δεν τρομάζουν με τους κακούς λύκους, τις σατανικές μάγισσες και τους αποτρόπαιους βασιλιάδες γιατί οι τόνοι της αφήγησης της μαμάς ή της γιαγιάς είναι γεμάτη γλύκα. Ετσι συμβαίνει και με το παραμύθι των Αντετοκούνμπο: το σπουδαίο του φινάλε κάνει ό,τι προηγήθηκε να μοιάζει περιπετειώδες ίσως, αλλά υπέροχο – κάτι σαν ένα είδος τιμήματος μιας τελικής επιτυχίας που είναι τεράστια. Αλλά πέρα από τα παραμύθια υπάρχει η ζωή η ίδια και η ζωή του μικρού Γιάννη και των αδερφών του στην Αθήνα δεν υπήρξε υπέροχη, μαγική και καταπληκτική ώστε να προκαλεί τη γλύκα της νοσταλγίας.
Ο Γιάννης δεν έχει τις δικές μας αυταπάτες γιατί ξέρει την πραγματικότητα που έζησε: αυτή τη φτώχια, που μπορεί να σε οδηγήσει στα όρια σου και που λίγοι από μας γνώρισαν. Θα ήταν χειρότερα τα πράγματα αν μεγάλωνε στη Νιγηρία; Πιθανότατα και γι’ αυτό διατηρεί και καμαρώνει για το ελληνικό του διαβατήριο. Αλλά δεν μεγάλωσε δίπλα μας ως χαρισματικό πιτσιρίκι προορισμένο να γίνει αστέρι του ΝΒΑ. Μεγάλωσε με τη δική μας αδιαφορία, τη δική μας σκληρότητα, τη δική μας ανοχή – στην καλύτερη των περιπτώσεων. Κι αυτό δεν θα πρεπε να μας σκανδαλίζει γιατί δεν είναι η εκτίμησή του: είναι η αλήθεια.
Είμαστε ή δεν είμαστε;
Και μετά υπάρχει η μεγάλη εικόνα, αυτή που μας αφορά. Είμαστε ή δεν είμαστε ρατσιστές; Αντιμετωπίζουμε ή δεν αντιμετωπίζουμε αρνητικά τους ανθρώπους με βάση το δέρμα τους ή την καταγωγή τους ή την θρησκεία τους; Και μας ενδιαφέρει ή δεν μας ενδιαφέρει αυτή η επισήμανση; Αυτά είναι στην προκειμένη περίπτωση τα ερωτηματικά μπροστά στα οποία μας βάζει ο Γιάννης, αλλά αντί να τα απαντήσουμε προτιμάμε να τον αναθεματίζουμε ή να τον αποθεώνουμε. Αυτά είναι ευκολότερα από τον προσωπικό μας προβληματισμό – θέλω να πω ότι είναι πάντα βολικότερο δημόσια να μιλάμε για τον άλλο (ειδικά για ένα σταρ σαν τον Αντετοκούνμπο σχολιάζοντας τις θέσεις του…) από το να μιλάμε με ειλικρίνεια για τις σκοτεινές πλευρές του εαυτού μας. Γιατί έχουμε και τέτοιες και πολλές μάλιστα.
Ο ρατσισμός δεν έχει να κάνει με όρκους και αρνήσεις. Μπορεί να είσαι ρατσιστής και να πιστεύεις άνετα ότι δεν είσαι. Μπορεί να πιστεύεις ότι δεν είσαι (γιατί αποθεώνεις ένα μπασκετμπολίστα ή γιατί ειλικρινέστατα θεωρείς ότι οι αφροαμερικάνοι σπρίντερ είναι παιδιά μιας ανώτερης φυλής) και κατά βάθος να είσαι γιατί βρίζεις τον τυπάκο που προσπαθεί να σου πουλήσει χαρτομάντηλα στα φανάρια. Το αν είσαι ή δεν είσαι, δεν εξαρτάται από τα είδωλα που έχεις και σε κάποιες περιπτώσεις δεν εξαρτάται και από την ίδια την ιδεολογία που ασπάζεσαι: εξαρτάται αποκλειστικά από την κοινωνική σου συμπεριφορά, ακόμα κι απλά από τον τρόπο που κοιτάζεις τον άνθρωπο που έχεις απέναντί σου. Ο ρατσισμός κρύβεται στο βλέμμα, όχι στα λόγια: δεν είμαστε ρατσιστές γιατί τραγουδάμε τον Αράπη του Ζαμπέτα, μακάρι να ήταν αυτό το πρόβλημα. Είμαστε ρατσιστές γιατί σκεφτόμαστε το θρήσκευμα κάποιου που ζει δίπλα μας ή γιατί δεν θέλουμε τα παιδιά μας να παίζουν με τα παιδιά του ή γιατί δεν θα προσλαμβάναμε ποτέ για δουλειά τον μπαμπά του Γιάννη – ίσως με το πρόσχημα ότι δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε μαζί του. Κι ακριβώς επειδή όλα αυτά έχουμε πρόβλημα να τα αποδεχτούμε δημόσια, προτιμάμε να δείχνουμε ότι βγαίνουμε από τα ρούχα μας με τον Αμερικάνο μπάτσο που σκότωσε τον Φλόιντ ή με τον κάθε Καλέμη που βρίζει το Γιάννη: η καταδίκη τους είναι η ευκαιρία μας για το δικό μας κρυφτούλι.
Αν τα έλεγε ένα πιτσιρίκι
Δεν πιστεύω ότι ο ρατσισμός έχει να κάνει με μια χώρα ή με μια πόλη: έχει να κάνει με τον καθένα μας. Παντού υπάρχουν ρατσιστές – εδώ ίσως έχουμε κυρίως κρυφορατσιστές, που είναι μια ειδική κατηγορία. Αν όσα είπε ο Αντετοκούνμπο τα έλεγε ένα Αφρικανάκι που σήμερα πουλάει ρολόγια και ζώνες στα Σεπόλια δεν θα τα ακούγαμε καν. Η θα του λέγαμε να γυρίσει στην πατρίδα του, αν εδώ δεν του αρέσει και να μην μας ζαλίζει γιατί έχουμε τα δικά μας. Κανείς Καλέμης δεν θα έλεγε τίποτα: θα είχε μάλλον την ίδια συμπεριφορά με μας – θα ήταν σιωπηλός και αδιάφορος γιατί είναι ένας από μας. Η δική του θρασύτητα δεν διαφέρει από τη δική μας αδυναμία για αυτοκριτική. Τι να την κάνεις αυτή; Ο κρυφορατσισμός μας είναι ευκολότερος. Και με μια δόση υποκρισίας σε διευκολύνει και να δυσφορείς με το μαύρο στο φανάρι και να βγαίνεις από τα ρούχα σου με το τέρας, που σκότωσε το Φλόιντ…