Με το τέλος της φάσης των ομίλων του Εuro2024 θέλω να πω ότι στην διοργάνωση διακρίνω δύο διαφορετικούς τύπους ομάδων. Υπάρχουν εθνικές ομάδες που είναι ένα είδος συνάθροισης πολύ καλών ποδοσφαιριστών, τους οποίους οι εκλέκτορες προπονητές που τους καλούν προσπαθούν να πείσουν να ακολουθούν κάποιες στοιχειώδεις οδηγίες. Και υπάρχουν και κάποιες κανονικές ομάδες που έχουν προπονητές το χέρι των οποίων φαίνεται.
Τα δυο προηγούμενα τουρνουά
Ο διαχωρισμός αυτός δεν είναι κάτι καινούργιο όταν μιλάμε για Εθνικές ομάδες: πάντα υπήρχαν οι ομάδες που είχαν εκλέκτορες κι αυτές που είχαν στον πάγκο τους τεχνικούς. Ωστόσο οι δύο προηγούμενες διοργανώσεις Εθνικών ομάδων, δηλαδή το Εuro2020 και το Μουντιάλ του Κατάρ, για διαφορετικούς λόγους, δεν επέτρεπαν να φαίνεται αυτού του τύπου η διαφοροποίηση. Νόμιζες ότι όλες οι εθνικές ομάδες προσπαθούσαν πρώτα απ’ όλα να είναι ομάδες, δηλαδή να έχουν συγκεκριμένη ταυτότητα, που τους δίνει ο προπονητής τους. Δεν ήταν όμως έτσι: ήταν οι συνθήκες που και στις δύο περιπτώσεις δεν άφηναν να φανεί η διαφορά.
Το Εuro2020 ήταν μια διοργάνωση με γηπεδούχους και φιλοξενούμενος - πολλούς γηπεδούχος αφού διοργανώθηκε σε έντεκα διαφορετικές χώρες. Η τακτική συμπεριφορά των περισσοτέρων ομάδων είχε να κάνει κυρίως με αυτή την συνθήκη: οι γηπεδούχοι ήταν περισσότερο επιθετικοί και οι φιλοξενούμενοι περισσότερο προσεκτικοί. Εδώ φιλοξενούμενοι είναι όλοι πλην των Γερμανών. Η εικόνα των ομάδων δεν επηρεάζεται από έδρες, ούτε υπάρχει ανάγκη διαμόρφωσης μιας στρατηγικής αντιμετώπισης ενός γηπεδούχου - αυτό συμβαίνει μόνο στα ματς της Γερμανίας. Και στο Κατάρ δεν υπήρχαν γηπεδούχοι και φιλοξενούμενοι αλλά εκεί υπήρχε κάτι άλλο: ποδοσφαιριστές με μεγάλη αθλητική φρεσκάδα. Η διοργάνωση είχε γίνει το χειμώνα, οι παίκτες βρέθηκαν εκεί σε φουλ φόρμα και στελέχωναν ομάδες που έτρεχαν. Οι ομάδες που τρέχουν δεν σου επιτρέπουν να δεις κατασκευαστικές διαφοροποιήσεις. Όλες οι ομάδες έμοιαζαν ομάδες σαν αυτές που παίρνουν μέρος στα πρωταθλήματα. Δεν ήταν όλες ίδιες, αλλά δεν σου επιτρεπόταν να καταλάβεις εύκολα ποιες είχαν στο πάγκο τους προπονητή και ποιες εκλέκτορα.
Ψάχνοντας σχήματα
Εδώ το πράγμα είναι πιο απλό. Η Γαλλία, η Αγγλία, η Ολλανδία, σίγουρα το Βέλγιο, σίγουρα η Σερβία, αλλά και η Πορτογαλία και η Πολωνία και η Γεωργία φαίνεται ότι έχουν στον πάγκο τους ομοσπονδιακούς προπονητές που δουλεύουν ως εκλέκτορες, ανεξάρτητα από το αν και πως έχουν προηγουμένως δουλέψει σε ομάδες. Εδώ λειτουργούν ως προσωπικότητες που προσπάθησαν να φτιάξουν Εθνικές ομάδες, βασισμένες πάνω σε μονάδες τις οποίες εμφανώς προσπαθούν να αξιοποιήσουν ψάχνοντας σχήματα που τους βολεύουν. Κάθε φορά που οι ομάδες αυτές αλλάζουν παίκτες το παιγνίδι τους γίνεται κομμάτι χειρότερο ακριβώς γιατί δεν υπάρχει μια κεντρική ιδέα παιγνιδιού αλλά μια ιεραρχία που προβλέπει βασικούς και αναπληρωνατικούς: η Πορτογαλία όταν έκανε rotation έχασε από την Γεωργία.
Από την άλλη η Γερμανία, η Ιταλία η Ρουμανία, η Σλοβενία, η Σλοβακία, η Τουρκία, η Δανία, η Ουκρανία, η Αλβανία και σίγουρα η Αυστρία μας έδειξαν ότι έχουν προπονητές που διάλεξαν κάποιους παίκτες και προσπάθησαν και προσπαθούν να τους κάνουν ομάδα. Κάποιοι τα κατάφεραν και κάποιοι όχι. Αλλά στις ομάδες αυτές διακρίνεται μια προσπάθεια να υπηρετηθεί κάποιο πλάνο – κατά περίσταση διαφορετικό: ο προπονητής παιδεύεται να κάνει κάτι με τους παίκτες που έχει στα χέρια του.
Δεν υπάρχει συνταγή μόνιμης επιτυχίας
Δεν υπάρχει στο ποδόσφαιρο συνταγή που την εφαρμόζεις και κερδίζεις πάντα. Το να έχεις ένα ομοσπονδιακό προπονητή, που σκέφτεται τους ποδοσφαιριστές γιατί βασίζεται σε αυτούς, σε γλυτώνει πολύ συχνά από μεγάλες εντάσεις. Ο σοφός άνθρωπος που κάθεται στον πάγκο και δουλεύει ως ομοσπονδιακός προσπαθεί πρώτα απ’ όλα να έχει ευχαριστημένους τους παίκτες του, ελπίζοντας πως αυτοί θα παίξουν για χάρη του. Όσοι από την άλλη διαχειρίζονται τις εθνικές σαν κανονικές ομάδες, ελπίζουν ότι θα φτάσουν σε αποτελέσματα μέσω της έντασης του παιχνιδιού που προκύπτει ευκολότερα όταν υπάρχει συνοχή, ομαδικότητα και δουλειά στις προπονήσεις. Όμως και στη μία και στην άλλη περίπτωση εμφανίζονται προβλήματα.
Ο Ντεσάν και ο Σάουθγκειτ, όταν οι μονάδες τους εγκλωβίζονται ή μένουν από δυνάμεις, μοιάζουν και οι ίδιοι να μην έχουν ιδέες. Χθες έβλεπα το Βέλγιο κι αισθανόμουνα ότι ο Τεντέσκο περιμένει ότι ο Ντε Μπρόιν ή ο Ντοκού η ο Καράσκο κάποια στιγμή θα ντριπλάρουν και τους 11 αντιπάλους και θα μπουν με την μπάλα στα δίχτυα: δεν το λες ακριβώς ποδόσφαιρο. Η διαρκής σκέψη το πώς στην Πορτογαλία θα χωρέσει ο Πέπε πχ ή και ο Ρονάλντο είναι το βάσανο του Μαρτίνεζ, ενώ ο Σανιόλ πρέπει πάντα να ευχαριστεί τον Θεό που υπάρχει ο Κβαρατσκέλια. Από την άλλη οι αλλαγές του Σπαλέτι (και στα πρόσωπα και στο σχηματισμό) δεν βοηθάνε ώστε να προκύψει μια καλή εθνική Ιταλίας. Ο δε Ζουλιάν Νάγκελσμαν, που κοουτσάρει την εθνική Γερμανίας σαν να είναι μια ομάδα που παίρνει μέρος στην Μπουντεσλίγκα, πιστεύει ότι έχει βρει μια εντεκάδα και φοβάται να κάνει την παραμικρή αλλαγή. Προφανώς γιατί ο χρόνος που είχε στη διάθεση του για να φτιάξει την ομάδα του ήταν λίγος, όπως λίγος ήταν και ο χρόνος που έχει Σπαλέτι. Ο Ράνκινκ, που στην Αυστρία είχε περισσότερο χρόνο, έχει φτιάξει κάτι σαφώς ωραιότερο. Ο δε Κεκ που εμφανίζει την Σλοβενία με ένα παλιομοδίτικο αλλά αποτελεσματικό 4-4-2 δείχνει στη διάρκεια των αγώνων πως για έναν καλό προπονητή η αρχική διάταξη δεν είναι παρά μια βάση η οποία εύκολα αλλάζει.
Ποιος ήταν ο καλύτερος
Δεν ξέρω αν στο τέλος θα κερδίσει το τρόπαιο ένας ομοσπονδιακός προπονητής, που σκέφτεται πως να έχει χαρούμενα τα παιδιά του, η ένας τεχνικός που μελετάει αντιπάλους και ψάχνει τρόπους να τους ακυρώσει. Στους ομίλους ο καλύτερος ήταν πάντως ο Ντε λα Φουέντε ο προπονητής της Ισπανίας. Έχει δουλέψει χρόνια στην ομοσπονδία και ξέρει τη δουλειά του ομοσπονδιακού. Και χωρίς αμφιβολία έχει φτιάξει μια ομάδα η οποία έχει και εσωτερική ιεραρχία και πρωταγωνιστές.