Αδυνατώ να πιστέψω ότι οι λοιμοξιολόγοι και οι κυβερνώντες δεν περίμεναν την αύξηση της διασποράς του ιού το καλοκαίρι: για να περιμένεις ότι τα κρούσματα θα πληθύνουν χρειάζεται παρά απλή λογική. Τα τεστ θα ήταν υποχρεωτικά περισσότερα, όχι γιατί «άνοιξε ο τουρισμός», αλλά γιατί είχαμε ξανά κανονική σύνδεση με τον υπόλοιπο κόσμο: οι ταξιδιώτες θα ελέγχονταν πλέον ενώ το χειμώνα τα αεροπλάνα δεν πετούσαν, τα πλοία ήταν δεμένα και τα χερσαία σύνορα ήταν κλειστά. Οι μετακινήσεις του πληθυσμού προφανώς και θα προκαλούσαν αύξηση των ασθενών – ειδικά αν σκεφτεί κανείς πως οι προορισμοί ήταν δεδομένοι: αν στην Πάρο το Μάρτιο ζουν τρεις χιλιάδες άνθρωποι και τον Αύγουστο βρίσκονται εκεί δεκαπέντε χιλιάδες, από τη στιγμή που ο ιός υπάρχει αναμεσά μας, είναι φυσιολογικό να διαδοθεί. Νομίζω πως αυτά οι υπεύθυνοι τα περίμεναν – ίσως τους ξέφυγε ο έλεγχος της διασποράς, ίσως να πίστευαν πως θα προσέχαμε λίγο παραπάνω. Αυτό που δεν περίμεναν νομίζω είναι το φούντωμα των θεωριών συνωμοσίας και το είδος της επικίνδυνης ανυπακοής που αυτές μπορεί να προκαλέσουν.
To 45% των ερωτηθέντων σε γκάλοπ της Μetron Analysis δηλώνουν ότι δεν θα κάνουν εμβόλιο. Το 40% ότι δεν θα φορέσει μάσκα. Διαβάζω ότι οι πλέον ανυπάκουοι είναι οι νέοι που δεν φοβούνται: ισχύει και δεν χρειάζεται να είσαι θαμώνας μπιτς μπαρ για να το καταλάβεις. Αλλά όλοι αυτοί οι χιλιάδες που γράφονται ως μέλη στις διαδικτυακές ομάδες που έχουν μότο του τύπου «Κανένα παιδί με μάσκα στο σχολείο», δεν είναι σίγουρα εικοσιπεντάχρονοι μπαμπάδες, ούτε έχουμε να κάνουμε με εικοσάχρονες μανάδες που ξενυχτούν. Είναι άνθρωποι μεγαλύτεροι, μεσήλικες οι πιο πολλοί, που το καλοκαίρι ανακάλυψαν την γοητεία των θεωριών συνομωσίας και βρήκαν τη χαρά της ανυπακοής, που βασίζεται στην δύναμη μιας τάχα μου αμφισβήτησης. Η σε επιχειρήματα που καλοκαιριάτικα γεννήθηκαν σε ένα τραπέζι γεμάτο από καραφάκια τσίπουρο και μπύρες.
Ο Ελληνας έχει έτσι κι αλλιώς την προδιάθεση το καλοκαίρι να απολαμβάνει τις ψευδαισθήσεις του: μιλάμε για μια εποχή που η χαλαρότητα και η ελαφράδα είναι έννοιες ταυτόσημες. Το καλοκαίρι διαβάζουμε αστυνομικά στις παραλίες, όχι δοκίμια και επιστημονικά συγγράμματα. Είναι αποδεδειγμένο από την ΑGB ότι δεν βλέπουμε δελτία ειδήσεων. Τα καλοκαιρινά σουξέ, από τότε που υπάρχει το ελληνικό τραγούδι, είναι ελαφρά και εύπεπτα όπως το καρπούζι. Πιστεύουμε ότι όλα τα ψάρια που τρώμε στα ταβερνάκια μας είναι φρέσκα, ακόμα κι αν έχει τέσσερις μέρες μπουρίνια και φουσκοθαλασσιές. Εχουμε τη βεβαιότητα ότι οι ποδοσφαιρικές μας ομάδες αποκτούν τρομερούς ξένους ποδοσφαιριστές κι ας μην έχουμε ακούσει το όνομά τους ποτέ. Θεωρούμε ότι οι διακοπές είναι μια ευκαιρία «να αδειάσει το κεφάλι μας» - με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Κυρίως καλοκαιριάτικα πίνουμε και φλυαρούμε για όλα όσα το χειμώνα μας προβλημάτισαν. Και φέτος το καλοκαίρι το αγαπημένο θέμα δεν μπορούσε παρά να είναι ο Covid 19. Η καραντίνα και η πανδημία.
Το εφετινό καλοκαίρι έγινε το ιδανικό παλκοσένικο των συνωμοσιολόγων. Οσοι δεν ανήκουν στην κατηγορία αυτή και είναι άνθρωποι λογικοί, απέφυγαν φέτος τα πολλά πολλά και ακόμα κι αν έκαναν διακοπές περιορίστηκαν στο να περνούν τις μέρες τους ζώντας και συζητώντας με τους δικούς τους ανθρώπους – φίλους με τη δική τους λογική κατά βάθος. Δεν ήθελαν να γνωρίσουν άγνωστους, απέφυγαν τις κοινωνικές συναναστροφές, έμειναν λίγο παραπάνω από όσο συνήθως στο ξενοδοχείο ή στο εξοχικό ή διάλεξαν ένα τόπο απομακρυσμένο για να κάνουν τα μπάνια τους σε παραλίες σχετικά άγνωστες, χωρίς ανέσεις, αλλά και χωρίς κόσμο. Αθελά τους αυτοί οι προσεχτικοί φίλοι της λογικής άφησαν το πεδίο ελεύθερο στους υπόλοιπους που κουβαλούσαν από το χειμώνα τη βεβαιότητα ότι «ο ιός δεν υπάρχει», ότι «στα εμβόλια θα βάλουν τσιπάκια», ότι «οι μάσκες προκαλούν άσθμα» κτλ κτλ.
Συνέβη κάτι απλό: οι ασυμπτωματικοί φορείς του παραλογισμού είτε βρέθηκαν μεταξύ τους (και δυνάμωσαν την ένταση της συνωμοσιολογίας τους βρίσκοντας υποστήριξη από άλλους πιο τρελούς) ή είχαν την σπάνια τύχη να απευθυνθούν μόνοι και χωρίς αντίλογο σε ένα ακροατήριο που παρακολουθεί όσα συμβαίνουν με περιέργεια κι ανασφάλεια ψάχνοντας απαντήσεις σε απορίες. Κάποιος π.χ μπορεί να προβληματίζεται για το γιατί πρέπει να κλείνουν τα μπαρ στις δώδεκα τα μεσάνυχτα, ενώ είναι ανοιχτά τις προηγούμενες πέντε ώρες. Ενας λογικός άνθρωπος θα του έλεγε ότι αυτό πρέπει να συμβεί, γιατί οι νέοι μας που τα γεμίζουν, το καλοκαίρι βγαίνουν από το ξενοδοχείο στις 11,30 – πριν οι πιο πολλοί κοιμούνται. Αν αυτός λείπει από την παρέα, θα μιλήσει ο έγκυρος συνωμοσιολόγος, που θα ανασύρει μια από τις λατρεμένες του θεωρίες βάζοντας πάντα και μεγάλες δόσεις κατανόησης για το δράμα των επαγγελματιών του νησιού, τον κόσμο που χάνει τις δουλειές του κτλ. Δεν θα μιλήσει για ένα υγειονομικό μέτρο (του οποίου τα αποτελέσματα πρέπει να δούμε), αλλά θα μιλήσει για την επίθεση που κάνουν στη Μύκονο όσοι τη μισούν κι αμέσως θα κερδίσει την προσοχή του Μυκονιάτη (ή του Παριανού, ή του Καλαματιανού ή του οποιουδήποτε).
Η προκατάληψη του μέσου Ελληνα που πιστεύει πως όλη η γη μισεί τον τυχερό τόπο του, βοηθά για όλα τα υπόλοιπα. Αν σε πείσω πως ένα σκοτεινό κέντρο εξουσίας εξυφαίνει σχέδια για να καταστρέψει τον τόπο σου, μπορώ πανεύκολα να σε κάνω να πιστέψεις ότι δεν υπάρχουν ασθενείς από κορωνοϊό, ότι η μάσκα είναι επικίνδυνη, ότι αυτό που ζούμε είναι ένα παγκόσμιο πείραμα κι ότι το 5G έγινε για να υπάρξει κάποιου τύπου παγκόσμια δικτατορία. Μετά το τρίτο καραφάκι τσίπουρο θα με ρωτάς τι πρέπει να γίνει, όχι για να γλυτώσουμε από τον ιό (που στο δεύτερο καραφάκι έχει πεθάνει), αλλά για να πάρουμε μέρος σε μια παγκόσμια επανάσταση.
Το ελληνικό καλοκαίρι είναι υπέροχο. Αλλά είναι και η ιδανική εποχή για να μεταμορφωθεί ο συνωμοσιολόγος σε ιεραπόστολο που κάνει κήρυγμα παραλογισμού. Το 2015 σε μια δημοσκόπηση του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, που είχε παρουσιάσει ο Νίκος Μαρατζίδης, το 17% των Ελλήνων πολιτών δεχόταν ότι μας ψεκάζουν: ο ένας στους πέντε Ελληνες είναι έτοιμος να δεχτεί οτιδήποτε, πόσο μάλλον αν βρει καλοκαιριάτικα ένα νέο φίλο του τα εξηγεί ωραία και μοιάζει «διαβασμένος», που λένε και στα ωραία χωριά μας. Το καλοκαίρι βοηθά για να γίνει η μάσκα π.χ η νέα κατάρα του έθνους. Αρκεί να το πει ο κατάλληλος άνθρωπος, δηλαδή κάποιος που αντέχει το τσίπουρο.
Δεν είναι παράξενο που φούντωσε η συνωμοσιολογία: η διακίνηση κάθε εξωφρενικού ψέματος καλοκαιριάτικα στην Ελλάδα είναι τρόπος ζωής: εδώ έχουν ακουστεί τα περισσότερα «θα σ’ αγαπώ για πάντα» που έχει γνωρίσει η ανθρωπότητα. Όταν έχουμε μάθει να πιστεύουμε αυτά, πώς να μην δεχτούμε ότι όλα τα χει κάνει τελικά ο Μπιλ Γκέιτς; Αφού το λέει και μια νοσοκόμα στο YouTube…
(Βημαγκαζίνο Αυγουστος του 2020).