Το είχα γράψει όταν είχαν ολοκληρωθεί πριν λίγες μέρες οι περίφημες «πανελλαδικές». Το ανεβάζω στο blog σήμερα που τα παιδιά πήραν αποτελέσματα για δημόσια διαβούλευση. Το χρωστούσα και στα παιδιά και στους γονείς τους.
Τώρα που ολοκληρώθηκε η διαδικασία των περίφημων πανελληνίων εξετάσεων θέλω να το πω: ολοένα και περισσότερο αισθάνομαι βλέποντας τις αντιδράσεις πως «πανελλαδικές» δεν δίνουν τόσο τα παιδιά, όσο οι γονείς τους! Κάθε χρόνο έξω από τα εξεταστικά κέντρα βλέπω μανάδες, αλλά και μπαμπάδες. Τους βλέπω επίσης στα δελτία ειδήσεων να μιλάνε, όχι για τη δυσκολία των θεμάτων, αλλά για το πώς γράψανε. Χρησιμοποιούν όλοι μιλώντας σε πρώτο πληθυντικό φράσεις όπως «γράψαμε καλά», «διαβάζαμε όλο το χρόνο», «περιμένουμε τώρα τα αποτελέσματα». Μόνο οι γονείς που έχουν παιδιά που δίνουν «πανελλαδικές» και οι σπίκερ που μεταδίδουν ματς της Εθνικής Ελλάδος μιλάνε έτσι: και οι σπίκερ λένε «μπαίνουμε στην περιοχή», «πρέπει να παίξουμε άμυνα», «χρειαζόμαστε ένα γκολ ακόμα». Μια φορά ήθελα να τηλεφωνήσω σε ένα φίλο που κάνει τέτοιες μεταδόσεις να του ζητήσω αν γίνεται να με εξαιρέσει: δεν θέλω να μπω στην περιοχή του αντιπάλου μαζί με ένα σωρό άλλους και σίγουρα δεν μου χρειάζεται κάποιο γκολ. Δεν το έκανα. Αλλά στους γονείς θα ήθελα να το πω: δεν δίνετε εσείς εξετάσεις. Και ούτε τα παιδιά σας θέλουν αυτού του είδους την ταύτισή σας μαζί τους. Για ένα απλό λόγο: γιατί σας αγαπάνε επειδή είσαστε διαφορετικοί και δεν θέλουν να σας βλέπουν να έχετε τόσο άγχος. Κι αν θέλετε να τα βοηθήσετε μην τους μεγαλώνετε το άγχος. Όχι για τις εξετάσεις, αλλά για τη ζωή.
Δεν είναι καινούργιο το φαινόμενο: πάντα έτσι γινότανε. Ενας φίλος μου έχει διηγηθεί την εξής ιστορία. Εδωσε τρεις φορές «πανελλαδικές» - τον μακρινό εκείνο καιρό που τις λέγανε «πανελλήνιες». Περνούσε κάθε χρόνο σε μια σχολή που στη συνέχεια ανακάλυπτε ότι δεν του άρεσε και έψαχνε μια άλλη – τελικά δεν τελείωσε καμία και σήμερα είναι ένας εξαιρετικός επιχειρηματίας αλλά το θέμα της ιστορίας δεν είναι αυτός: είναι μια κοινή μας φίλη. Εδωσε κι αυτή τρεις φορές «πανελλήνιες» αλλά δεν πέρασε ποτέ σε καμία σχολή – δεν την ενδιέφερε καν. Εδινε γιατί το ζητούσαν οι γονείς της και κάθε χρόνο δήλωνε όταν έβγαινε από την αίθουσα ότι έγραψε καταπληκτικά! Ελαμπε από τη χαρά της κι ευχαριστούσε την τύχη της που «έπεσαν» θέματα που είχε διαβάσει. Όταν έφτανε η ώρα της ανακοίνωσης των βαθμών η προηγούμενη στάση της έμοιαζε ανεξήγητη: το μάξιμουμ που πήρε σε μάθημα ήταν ένα 14 στο μάθημα της Εκθεσης – κατά δήλωσή της αργότερα μάλλον γενναιόδωρο. Σε μια συνάντηση παλιών συμμαθητών μετά από χρόνια ο φίλος μου τη ρώτησε πως γινόταν να πέφτει τόσο έξω στην εκτίμηση του γραπτού της. Γέλασε. «Δεν έπεφτα έξω» του είπε. «Ηξερα ότι τα έχω κάνει θάλασσα, άλλωστε δεν είναι και δύσκολο να το καταλάβει κανείς». Και τότε; «Ολη αυτή η πλαστή ευτυχία μου είχε να κάνει με τη μακαρίτισσα τη μαμά μου» του είπε. «Ηθελα να περάσει ένα ωραίο μήνα σίγουρη πως έχω ελπίδες. Ηθελα να την βλέπω να καμαρώνει με τις φίλες της για την κόρη της, ήταν ωραίο» του είπε. Κι όταν έβγαιναν τα αποτελέσματα; «Δεν υπήρχε πρόβλημα: η μαμά πάντα με παρηγορούσε και πάντα μου έλεγε πως μπορούμε να ξαναδοκιμάσουμε».
Όταν μου είχαν πει την ιστορία σκέφτηκα πως όλα αυτά θα μπορούσαν να είναι ένας ασφαλής τρόπος για να έχουμε μια υπέροχη σχέση με τους γονείς μας για πάντα: αν δίναμε κάθε χρόνο εξετάσεις, κι αν τους παραμυθιάζαμε κάθε χρόνο ότι τα πήγαμε υπέροχα, θα τους χαρίζαμε κάθε χρόνο μια σταλιά ευτυχίας που από άλλο άνθρωπο δεν περιμένουν. Κρίμα που όλα αυτά απλά δεν γίνονται.
Όπως δεν γίνεται να ταυτίζονται τόσο (και κυρίως με αυτό τον τρόπο που βλέπουμε) οι γονείς με τα παιδιά τους. Θυμάμαι πάντα να λένε πως για πολλούς γονείς οι «πανελλαδικές» είναι μια παράξενη διαδικασία, γιατί την βλέπουν σαν ένα είδος προσωπικού στοιχήματος, σαν διαδικασία δικαίωσης. Όλα αυτά τα καταλάβαινα κομμάτι όταν υπήρχαν γονείς (συνήθως μπαμπάδες) που ήθελαν να περάσει ο γιός ή η κόρη στο πανεπιστήμιο για να «κρατήσει» το γραφείο ή το ιατρείο ή το φαρμακείο ή την όποια στρωμένη επαγγελματική οικογενειακή δουλειά. Αλλά οι αντιλήψεις αυτές είναι μάλλον άλλων εποχών και δεν νομίζω ότι ταιριάζουν σε γονείς μοντέρνους: αυτοί που έβλεπα φέτος να λένε «γράψαμε» και «διάβαζαμε» οι πιο πολλοί δεν είναι ούτε 50 χρονών – μιλάμε για νέους ανθρώπους. Επομένως σε αυτή την ταύτιση με τα παιδιά δεν μπορεί να τους οδηγούν αντιλήψεις σαν αυτές που είχαν οι δικοί τους μπαμπάδες: μάλλον αυτή προκύπτει από το άγχος να δουν τα παιδιά να πετυχαίνουν. Αυτό δηλώνουν περιγράφοντας σε πρώτο πληθυντικό μια διαδικασία που είναι δοκιμασία μόνο για τα παιδιά τους: προσπαθούν να δείξουν απλά πόσο υποστηρικτικοί είναι. Θέλω να τους πω ότι δεν είναι απαραίτητο: τα παιδιά τους το ξέρουν και τους αγαπάνε. Δεν θέλουν υποστήριξη. Κατανόηση θέλουν. Που είναι άλλο πράγμα.
Τα νέα παιδιά δεν αντιλαμβάνονται την υποστήριξη ως ταύτιση: ζουν από μικρά σε ένα κόσμο τον οποίο οι γονείς τους δεν καταλαβαίνουν. Ακούν trap. Παίζουν μανιωδώς ηλεκτρονικά. Διαβάζουν κόμικς πολύ ψαγμένα – δεν έχουν μεγαλώσει με το Μπλεκ και το Αγόρι όπως εμείς. Κουρεύονται περίεργα και φοράνε βερμούδες ακόμα και το Δεκέμβριο. Μπορεί να έχουν ολοκληρωμένες σεξουαλικές επαφές πριν την Τρίτη Λυκείου, δεν τους λέει τίποτα η πενταήμερη εκδρομή και τα πιο πολλά έχουν κάνει ταξίδια στο εξωτερικό πριν τελειώσουν το Γυμνάσιο. Τα νέα παιδιά ξέρουν τι είναι τα κρυπτονομίσματα, σερφάρουν στο διαδίκτυο από τον καιρό που πήγαιναν σε παιδικό σταθμό, ξέρουν απέξω το σύμπαν της Μarvel και μιλάνε χρησιμοποιώντας όρους που όποιος είναι πάνω από τριάντα χρονών δεν καταλαβαίνει. Και ναι, δίνουν και «πανελλαδικές» - αλλά συνήθως χωρίς να πιστεύουν πως αυτές σηματοδοτούν τη ζωή τους. Κι αν πάλι το πιστεύουν, στρυμωγμένα από τα πρέπει των φροντιστηρίων και τα θέλω των καθηγητών, δεν πιστεύουν σίγουρα πως στις εξετάσεις αυτές έχουν κάποια θέση οι γονείς τους. Τους οποίους φυσικά και αγαπούν: όπως αγαπάμε όσους είναι κάτι διαφορετικό που σεβόμαστε.
Παλιά όταν έφταναν οι «πανελλαδικές» λυπόμουν για το στρες των παιδιών, για τη δυσκολία τους, για το άγχος τους απέναντι σε μια διαδικασία σχεδόν ανελέητη. Τώρα λυπάμαι για τους γονείς κυρίως. Όταν τους ακούω να λένε «γράψαμε» ελπίζω πραγματικά ένα Υπουργός Παιδείας να φτιάξει πανελλαδικές του χρόνου αποκλειστικά για αυτούς. Και τα παιδιά τους, που θα τους συμπαρασταθούν, θα τους συμπαρασταθούν ολόψυχα. Και χωρίς να λένε «γράψαμε» - είναι βέβαιο…
(ΒΗΜΑγκαζίνο, Ιούνιος 2022)