Υπήρχαν μια φορά κι ένα καιρό τα Οσκαρ. Δεν ήταν κάποιου είδους βραβεία που άλλαζαν την μοίρα των ταινιών, όπως λανθασμένα στην Ελλάδα πιστεύαμε για χρόνια – θέλω να πω ότι όποιες ταινίες έκαναν εισιτήρια τα έκαναν ακόμα και χωρίς πριμοδότηση από αγαλματάκια και ποτέ κανένα αγαλματάκι δεν άλλαζε τη γνώμη των κινηματογραφόφιλων για μια ταινία. Ωστόσο ως βραβεία είχαν πλάκα διότι επέτρεπαν διαφωνίες και προκαλούσαν συζητήσεις, όχι γιατί ήταν ή απολύτως προβλεπόμενα (όπως συνήθως) ή απολύτως απρόβλεπτα (πράγμα σπάνια), αλλά γιατί με αυτά βραβεύονταν ταινίες που τις βλέπαμε όλοι. Τα βραβεία είχαν για αυτό (και μόνο…) λόγο ύπαρξης: δεν ήταν βραβεία που δίνονταν σε ένα φεστιβάλ όπου προβάλλονταν ταινίες σε πρώτη προβολή, καταδικασμένες κάποιες να μείνουν τελείως άγνωστες στο μεγάλο κοινό, αλλά αποτελούσαν ένα είδος επισήμανσης αρετών, που μπορούσε να διακρίνει ο καθένας. Ηταν βραβεία για να τα συζητά ο κόσμος – καμιά φορά και να τα χαίρετε γιατί ταίριαζαν με τα δικά του γούστα. Ηταν ένας θεσμός αμερικάνικος που αφορούσε ταινίες αμερικάνικες – ταινίες «εμπορικές», που προορίζονταν πάντα για το μεγάλο κοινό. Δηλαδή εντελώς διαφορετικές από αυτές που κατά βάση βραβεύονται τα τελευταία χρόνια.
Χωρίς έμπνευση
Πέρυσι επί της ουσίας δεν υπήρχε αμερικάνικη κινηματογραφική παραγωγή. Ο,τι γυρίστηκε, γυρίστηκε χάρη στις πλατφόρμες και δεν μπορούσε να είναι μεγάλη παραγωγή - η πανδημία τέτοιες δεν επέτρεπε. Οι βραβεύσεις μου είχαν φανεί κάπως συμπαθητικές: σαν να βραβεύονταν οι επιζήσαντες μιας καταστροφής. Φέτος συνέβη πάλι το ίδιο. Με μια όμως διαφορά: φέτος φάνηκε να υπάρχει ένα ουσιαστικό πρόβλημα ύπαρξης ταινιών που να θυμίζουν αμερικάνικο σινεμά – αν πέρυσι κατάρρευσε η παραγωγή, φέτος κατάρρευσε η έμπνευση. Σε κάθε περίπτωση αυτό που βλέπουμε είναι Οσκαρ μετά την καταστροφή του αμερικάνικου σινεμά: Οσκαρ που προκαλούν από αδιαφορία έως κατάθλιψη.
Μια δουλειά φαίνεται
Εχω δει σχεδόν όλες τις υποψήφιες ταινίες για το βραβείο της καλύτερης της σεζόν. Αμερικάνικη παραγωγή πραγματική, δηλαδή ταινία χορταστική που μόνο το Χόλυγουντ μπορούσε να σου προσφέρει για να σε εντυπωσιάσει, ήταν μόνο το Dune, που όχι τυχαία κέρδισε όλα τα τεχνικά βραβεία. Όμως είναι μια ταινία ημιτελής: το πρώτο μέρος μιας (λογικά…) τριλογίας που κάποια στιγμή θα ολοκληρωθεί – μάλιστα αυτό δεν ήταν καν δεδομένο όταν γυρίστηκε. Κάτι από Χόλυγουντ είχε και το διασκεδαστικότατο και έξυπνο Don’t Look up που είχε φίρμες ηθοποιούς, καλό σενάριο και μια ειρωνεία που σπάνια συναντάς σε ταινία αμερικάνικη - δεν ήταν η καλύτερη του Ανταμ ΜακΚεϊ, αλλά είχε την πλάκα της και δικαιολογούσε μια υποψηφιότητα. Σε μια χρονιά με ελάχιστες ταινίες αυτό μπορώ να το πω και για το «Η Μέθοδος των Γουίλιαμς» (King Richard) που είναι μια αμερικάνικη αληθινή ιστορία, χωρίς κάτι το θεαματικό, αλλά τουλάχιστον καλοφτιαγμένη και σίγουρα φροντισμένη – μια ταινία για την οποία έγινε μια δουλειά που φαίνεται. Για τις άλλες «Θου Κύριε φυλακείν το στόματί μου».
Να μπεις σε καραντίνα
Τσιμπιόμουν, το ομολογώ, όταν είχα δει τις υποψηφιότητες. «Το Μονοπάτι των Χαμένων Ψυχών» (Nightmare Alley) είναι η συνηθισμένη φλύαρη ταινία του υπερτιμημένου Γκιγιέρμε Ντελ Τόρο. Οι χαρακτήρες είναι καρτουνίστικοι, οι ερμηνείες διεκπαιρεωτικές, το σενάριο θυμίζει είκοσι άλλες ταινίες – όλες καλύτερες. Το χειρότερο είναι ότι κρατάει απίστευτα πολύ και είναι σαν δυο ταινίες σε συσκευασία μίας. Η «Πίτσα Γλυκόριζα» (Licorice Pizza) είναι μια ταινία καλών προθέσεων, αλλά με απίστευτες σεναριακές τρύπες που τορπίλιζαν την όποια αλήθεια της: το εύρημα ο 15χρονος πρωταγωνιστής να είναι μαγαζάτορας και επιχειρηματίας την μετατρέπει σε σουρεάλ κωμωδία – μου αρέσουν αυτές, αλλά όχι όταν τις κάνει ο Πολ Τόμας Αντερσον, που παίρνει πολύ σοβαρά τον εαυτό του. Στην συγκεκριμένη περίπτωση ο έρωτας μιας 25χρονης με ένα 15χρονο μοιάζει εφηβική φαντασίωση, αλλά η αφήγησή της στερείται έντασης – το πράγμα θυμίζει γαλλική μπαλαφάρα των 80’s -τουλάχιστον ήταν καλό το soundtrack.
Σπουδαίο τέτοιο είχε και το «Μπέλφαστ». Τη λάτρεψα την αυτοβιογραφική ταινία του καλού Κένεθ Μπράνα, αλλά υποψηφιότητα για Οσκαρ καλύτερης ταινίας της χρονιάς δεν θα μπορούσε να είχε ποτέ στα χρόνια που υπήρχε αμερικάνικο σινεμά, για τον ίδιο λόγο που μια βιοτεχνία δεν θα έβρισκε θέση σε έκθεση βιομηχανικών προϊόντων. Το αστείο είναι ότι του δώσανε το Οσκαρ καλύτερου σεναρίου ενώ κάτι τέτοιο (σενάριο δηλαδή) δεν υπήρχε: αν είναι σενάριο το ό,τι θυμάμαι (χαίρομαι…) από τα παιδικά μου χρόνια, κάτι δεν πάει καλά γενικά. Βέβαια το «Μπέλφαστ» δεν σε μπουχτίζει όπως το γιαπωνέζικο «Drive my car» του Ριουσούκε Χαμαγκούτσι που το βλέπεις και ψάχνεις ασθενή με Covid να τον φιλήσεις στο στόμα, μπας και κολλήσεις και μείνεις εννιά μέρες σε καραντίνα για να τιμωρήσεις τον εαυτό σου γιατί το είδες. Πρόκειται για μια ταινία που διαδραματίζεται κατά βάση σε ένα αυτοκίνητο, όπου για τρεις ώρες γίνονται τσεχωφικές συζητήσεις – αν αυτό είναι σινεμά θα βομβαρδίσει ο Πούτιν όλα τα θέατρα της γης.
Το CODA που κέρδισε είναι το μόνο που δεν έχω δει, όμως η νίκη του είναι και η μεγάλη απόδειξη του προβλήματος των Αμερικάνων: αν δεν υπάρχει καλύτερη ταινία από ένα ριμέικ μιας γαλλικής ταινίας που πούλαγε ευαισθησία, (ούτε καν σε συσκευασία πολυτελείας), τότε οι Αμερικάνοι έχουν πρόβλημα – το ίδιο που μαρτυρά και η υποψηφιότητα ενός άλλου ριμέικ, αυτό του West Side Story. Λένε πως όταν ένας σκηνοθέτης αντιγράφει τον εαυτό του η έμπνευσή του αρχίζει να εξαντλείται: φανταστείτε τι πρόβλημα έμπνευσης υπάρχει όταν ο καλός Σπίλμπεργκ αντιγράφει δουλειές άλλων! Φυσικά ακόμα κι αυτά είναι καλύτερα από την μετριότητα που λέγεται «Power of the dog». Το είπαν γουέστερν κι απειλεί ήδη να σηκωθεί από τον τάφο όχι μόνο ο Τζον Γουέιν, αλλά κι ο Κερκ Ντάγκλας. Το είπαν «ηθογραφία» και αναρωτιέμαι γιατί. Το είπαν «αριστούργημα» αλλά αν είναι τέτοιο καν’ τε τώρα ένα ριμέικ (που είναι της μόδας) του «Μικρού σπιτιού στο λιβάδι» - προτιμώ τη Μαίρη και τη Λώρα από τα gay μυστικά ενός άνευ λόγου κακότροπου αγρότη.
Όχι για τις αίθουσες
Οι πιο πολλές από αυτές τις ταινίες είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό: φτιάχτηκαν για τηλεοπτικές ιντερνετικές πλατφόρμες και όχι για τις αίθουσες. Δεν έγιναν για να κερδίσουν το κοινό (όπως οι καλές κλασικές αμερικάνικες ταινίες), αλλά με τη βεβαιότητα ότι κάποιοι θα τις δουν στην τηλεόραση, αφού έτσι κι αλλιώς σε αυτή όλα τα βλέπουν. Αυτό για να είμαι ειλικρινής με τρομάζει πιο πολύ από την κακή οσκαρική εφετινή σοδειά: πολύ φοβάμαι πως οι ενδιαφέρουσες ιστορίες γίνονται πια σειρές, πως το σινεμά θα προορίζεται προσεχώς ολοένα και σε λιγότερους, πως η καλή ταινία θα γίνεται ολοένα και πιο δυσεύρετη. Και πως κατ’ επέκταση αυτό θα μετατρέψει τα Οσκαρ σε ψαγμένες επιλογές μελών μιας Ακαδημίας που μοιράζει «μπράβο» σε δημιουργούς (και μάλιστα κομμάτι αυτάρεσκα) αδιαφορώντας για το μεγάλο κοινό: τις πιο πολλές εφετινές ταινίες που προτάθηκαν για το Οσκαρ καλύτερης ταινίας τις είδαν ελάχιστοι. Όχι γιατί ήταν κακές ταινίες. Αλλά γιατί οι πιο πολλές άφηναν την πικρή γεύση μιας δηθενιάς. Αφόρητης.
Αυτή η δηθενιά φάνηκε και στην γιορτή (;) της απονομής. Κλισέ αστεία, κλισέ λόγοι, κλισέ συναισθήματα: θα θυμάμαι μόνο την ταυτόχρονη παρουσία στην σκηνή του Φράνσις Φορντ Κόπολα και των πρωταγωνιστών του, όταν τιμήθηκαν τα πενήντα χρόνια του «Νονού». Στο τέλος έμεινε μόνο η απορία αν το επεισόδιο του Γουιλ Σμιθ με τον Ροκ ήταν αυθόρμητο ή σκηνοθετημένο. Αν ήταν αυθόρμητο είναι να κλαις. Αν ήταν σκηνοθετημένο ήταν να γελάς. Σαν τα εφετινά Οσκαρ…