Για να είμαι ειλικρινής δεν ήθελα να γράψω τίποτα για το χθεσινό ματς του Ολυμπιακού με τη Μονακό στην Ευρωλίγκα, όχι γιατί ο Ολυμπιακός έχασε, αλλά γιατί επί της ουσίας δεν υπάρχει καμία παρατήρηση που μπορεί να γίνει αναφορικά με το ίδιο το ματς: ούτε η ήττα αυτή συνιστά κάποιου είδους καταστροφή, ούτε είδαμε τίποτα καινούργιο. Αλλά είναι αυτό το δεύτερο που σχεδόν με υποχρεώνει για μια ακόμα φορά να μην μείνω σιωπηλός: η επανάληψη των ίδιων αποτελεσμάτων οφείλεται στην επανάληψη των ίδιων συμπτωμάτων κι αυτό είναι ανησυχητικό. Δεν είναι καμπανάκι συναγερμού – είναι κανονικό παιγνίδι με τη φωτιά.
Οι όμοιες συνθήκες
Οποιος συνηθίζει να με διαβάζει γνωρίζει πως πιστεύω ότι οι όμοιες συνθήκες παράγουν το ίδιο πάντα αποτέλεσμα. Στην περίπτωση του Ολυμπιακού, όταν μιλάω για αποτέλεσμα, δεν αναφέρομαι στην νίκη ή στην ήττα, αλλά στο ίδιο το παιγνίδι. Δεκαοκτώ ματς στην Ευρωλίγκα δεν είναι λίγα. Για την ώρα το συμπέρασμα που από αυτά τα παιγνίδια προκύπτει είναι ότι ο Ολυμπιακός κερδίζει μόνο αν επιβάλει το παιγνίδι του (και κατά συνέπεια κυριαρχήσει στο συντριπτικό μεγάλο μέρος του αγώνα) και χάνει σχεδόν κάθε ματς που κρίνεται στο τέλος και στις περίφημες λεπτομέρειες. Οποιος αμφιβάλει ας δει τα ίδια τα σκορ: μιλάνε μόνα τους. Η μόνη νίκη του Ολυμπιακού με λιγότερους από πέντε πόντους στην Ευρωλίγκα είναι στο ματς με τη Ρεάλ στη Μαδρίτη: κέρδισε 89-87. Εκτοτε όποιο παιγνίδι κρίθηκε στο τέλος χάθηκε. Ο Ολυμπιακός έχασε δυο φορές από τη Μονακό – με 5 και 4 πόντους αντίστοιχα. Εχασε στο σουτ από την Βαλένθια, τον Ερυθρό Αστέρα και την Βιλερμπάν, ενώ επί της ουσίας στις λεπτομέρειες του φινάλε έχασε κι από την Μακάμπι: η διαφορά των 6 πόντων διαμορφώθηκε στα τελευταία ασήμαντα δευτερόλεπτα. Συνολικά στη σεζόν του έχει κερδίσει μόνο ένα ακόμα ματς με διαφορά ελάχιστη: αυτό με τον ΠΑΟ για το πρωτάθλημα (68-66), αλλά θα ήταν λάθος να βάζαμε στη ζυγαριά τα ματς του ελληνικού πρωταθλήματος στα οποία ο Ολυμπιακός δεν έχει αντίπαλο.
Από την άλλη στην Ευρωλίγκα έχει να επιδείξει νίκες που μαρτυρούν show time. Στην ιστορία της εφετινής Ευρωλίγκας υπάρχει το 90-80 με τη Μπαρτσελόνα στη Βαρκελώνη, η παραλίγο κατοστάρα στη Μπασκόνια, το πέρασμα χωρίς πρόβλημα από το Μόναχο, οι συντριβές στο ΣΕΦ της Βίρτους, και της Φενέρ και οι άνετες επικρατήσεις κόντρα στη Ζαλγκίρις, στην Αλμπα και στην Αρμάνι – φυσικά και το πάρτι στο ΟΑΚΑ με τον ΠΑΟ.
Δυο ομάδες όχι μία
Ο Ολυμπιακός μοιάζει σαν να είναι δυο ομάδες. Η μία τραβάει τα χειροκροτήματα της οικουμένης: οι προπονητές λένε ότι παίζει το καλύτερο μπάσκετ στην Ευρώπη – ο τελευταίος που τον χειροκρότησε είναι ο Πάμπλο Λάσο. Η άλλη ομάδα απλά προβληματίζει χάνοντας ίδια ακριβώς παιγνίδια και κάνοντας ίδια ακριβώς λάθη. Η υπεράσπισή, εν προκειμένω, είναι κενή επιχειρημάτων. Βεβαίως και «όλοι χάνουν στην Ευρωλίγκα» - ο πρώτος έχει έξι ήττες και είναι πολλές. Μόνο όμως ο Ολυμπιακός χάνει με τον ίδιο τρόπο – και μάλιστα ματς στα οποία πάντα έχει προηγηθεί και στα οποία πάντα έχει δείξει σημάδια της ανωτερότητας του.
Αυτοί του τελευταίου δίλεπτου
Υπάρχουν κατά τη γνώμη μου δυο απλές εξηγήσεις για το γιατί συμβαίνει αυτό. Επειδή τίποτα δεν είναι τυχαίο ο Ολυμπιακός χάνει αυτά τα ματς που χάνει, διότι απλά δεν έχει ένα σκόρερ να τον πάρει από το χέρι, λειτουργώντας για τον αντίπαλο σαν επιπλέον μπελάς. Χθες στο τέλος η Μονακό έδωσε τη μπάλα στα σίγουρα χέρια του Τζέιμς. Σε ένα προηγούμενο ματς με την Αλμπα, που επίσης την ζόρισε με το οργανωμένο επιθετικό παιγνίδι της, πήρε το κρίσιμο σουτ ο Οκόμπο: φυσικά και το έβαλε. Χθες στη θέση του Τζέιμς θα μπορούσε να είναι αυτός, ενώ υπάρχει και ο τραυματίας Λόιντ και οι άνθρωποι της Μονακό ήθελαν και τον Ντόρσεϊ. Οι άνθρωποι καταλαβαίνουν πως για να πας μπροστά θες παίκτες να βάλουν τη μπάλα στο καλάθι: όσοι περισσότεροι, τόσο καλύτερα. Οι άλλοι, που θα μοχθήσουν, μέχρι το 38΄είναι απλά χρήσιμοι: αυτοί του τελευταίου δίλεπτου είναι που κάνουν τη διαφορά.
Στην περίπτωση του Ολυμπιακού από την άλλη, όλοι γνωρίζουν πως την τελική πρωτοβουλία θα την πάρει ο Κώστας Σλούκας καθώς πια άλλος κανείς δεν υπάρχει για να το κάνει. Οι υπόλοιποι παίκτες του Ολυμπιακού είναι καλοί μέχρι το 38΄: μετά, αν η μπάλα καίει, τους ψάχνεις. Με ή χωρίς τάιμ άουτ του προπονητή, το παιγνίδι είναι τόσο προβλέψιμο, που όλοι μα όλοι ξέρουν τι τους περιμένει και προσαρμόζονται. Οταν σε αυτό το επίπεδο είσαι τόσο προβλέψιμος το πράγμα γίνεται δύσκολο, όσο καλή άμυνα κι αν παίζεις: ο Ολυμπιακός με την Μονακό δέχτηκε 64 πόντους. Κι έχασε. Γιατί η διαχείριση της μπάλας στο τέλος ήταν ίδια με αυτή που έκανε με τον Αστέρα, την Βιλερμπάν, την Βαλένθια, τη Μακάμπι κτλ.
Ο Κάναν στο βιβλίο Γκίνες
Κάθε φορά που χάνεται ένα ματς έτσι ακολουθεί η θεοποίηση της άμυνας ως λύση: κουραφέξαλα. Δεν έχει σημασία πόσους πόντους έχεις δεχτεί συνολικά στο ματς: σημασία έχει να κάνεις σωστά τα πράγματα στην τελική ευθεία. Χρειάζεται μάλιστα να μπορείς και να διαφοροποιηθείς και λίγο, αλλά για να συμβεί αυτό πρέπει να υπάρχει κάποιος περιφερειακός να βοηθήσει. Ο Κάναν πχ, που έχει παίξει καλά τελευταία με τον ΠΑΟ και την ΑΕΚ (με δυο ελληνικές ομάδες, όχι τυχαία…), σε κανένα από αυτά τα ματς δεν βρίσκεται στο φινάλε στο γήπεδο. Εχω πάψει να πιστεύω ότι ο κόουτς του χει εμπιστοσύνη: απλά δεν θέλει να τον αλλάξει ή δεν βρίσκει άλλο.
Ο δεύτερος λόγος που αυτό συμβαίνει είναι ότι το πολύ καλό επιθετικό παιγνίδι του Ολυμπιακού (αυτό που θαυμάζουν οι προπονητές και που προκαλεί τα χειροκροτήματα των ουδέτερων) είναι ένα παιγνίδι ρυθμού, που είναι εύκολο στην εφαρμογή του (και κατά συνέπεια θεαματικό) όταν δεν υπάρχει η πίεση του χρόνου. Στις τελευταίες επιθέσεις είναι πάντα δύσκολο να υπάρχει ομαδική επιθετική δουλειά, όσο δουλεμένη κι αν είναι η επίθεση μιας ομάδας. Οταν τα δευτερόλεπτα τρέχουν, όταν ο αντίπαλος έχει μείνει ζωντανός (συνήθως έχοντας επιστρέψει από το -12 και το -16), όταν τρία σουτ μπορεί να κρίνουν ένα ματς, δεν υπάρχουν περιθώρια για επτά πάσες, σπλιτ άουτ, πικ εντ πόπα και άλλα τέτοια που είναι εύκολα μόνο στο πινακάκι του τάιμ άουτ. Χρειάζεται κυρίως ο αντίπαλος να φοβηθεί τον σκόρερ που θα βγει μπροστά. Και τέτοιος δεν υπάρχει: ο Κάναν υπάρχει, που αν ξαναβρεί την ΑΕΚ θα της βάλει 12 τρίποντα για να μπει στο βιβλίο Γκίνες.
Με ένα όνειρο τρελό
Ποιο είναι το αληθινό πρόβλημα; Ότι όσο πηγαίνουμε προς το τέλος οι νίκες με μικρές διαφορές είναι πάντα περισσότερες από τις θεαματικές επιδείξεις δύναμης. Πέρυσι ο ημιτελικός με την Εφές κρίθηκε σε ένα σουτ: το πήρε ο Μίσιτς και το έβαλε, όπως παλιότερα το έβαζε ο Σπανούλης – το μπάσκετ μπορεί να γίνει τριγωνομετρία, αλλά στο τέλος των ματς είναι απλό σπορ. Ο Γιώργος Μπαρτζώκας πρέπει να ξαναδεί πολλά και κυρίως να μην ακούει τα μπράβο: η διαφορά του δεύτερου από τον ένατο είναι δυο νίκες. Και δεν γίνεται χθες πχ την πιο κρίσιμη επίθεση να την παίρνει ο Πίτερς όπως και με τη Βαλένθια: αυτά είναι πρωτοτυπίες χωρίς αντίκρισμα.
Από την άλλη όπως εξελίσσεται η σεζόν γίνεται κατανοητό πως αν κάτι μαγικά δεν αλλάξει (αφού σκόρερ να ρθει αποκλείεται…) ο Ολυμπιακός για να κάνει κάτι σπουδαίο πρέπει να κερδίζει ματς στα play off και στα Final 4 με 15, 20 και 30 πόντους. Όταν μιλάμε για όνειρα τρελά, αυτό είναι το μεγαλύτερο. Και το πιο ωραίο. Αλλά όνειρο.