Κατά κάποιο τρόπο, άθελά του, ο Γιάννης Ιωαννίδης μας είχε προετοιμάσει και για το αντίο του. Η μάχη με την ασθένεια ήταν λόγος για να χαθεί από κοντά μας τα τελευταία χρόνια: συνηθίσαμε την απουσία του, πολύ πριν φύγει από την ζωή και θα λεγα ευτυχώς γιατί αν έφευγε ξαφνικά το σοκ θα ήταν δυσβάσταχτο. Τον τελευταίο καιρό στις κοινές παρέες η ερώτηση «τι κάνει ο Γιάνναρος» προέκυπτε κάπως παράξενα: όλοι ξέραμε τι κάνει, απλά έτσι μοιραζόμασταν την αγωνία. Για ένα άνθρωπο που σε όλη την ζωή του έδινε μάχες, μας έμοιαζε αδιανόητο πως δεν μπορούσε να κερδίσει την τελευταία. Από την άλλη αυτό το μακρόσυρτο αντίο που κράτησε χρόνια ήταν και κομμάτι λυτρωτικό: ο Ιωαννίδης έλειπε και δεν έλειπε. Δεν τον είχαμε μαζί μας στα υπέροχα βράδια μας, όταν γέμιζε τον κόσμο μας από ιστορίες, και συγχρόνως ξέραμε τι του συμβαίνει και προετοιμαζόμασταν για το αντίο. Αλλά δεν υπάρχει ποτέ μια κατάλληλη στιγμή για να το πεις αυτό το αντίο σε ένα τέτοιο άνθρωπο. Χθες όσοι είπαν «γλύτωσε ο άνθρωπος φεύγοντας» ήταν κι αυτοί (ή αν προτιμάτε κυρίως αυτοί) που πόνεσαν πιο πολύ στο άκουσμα μιας είδησης που καιρό τώρα περίμεναν. Γιατί αν όλοι οι άλλοι που ήξεραν τον θρύλο Ιωαννίδη στεναχωρήθηκαν, αυτοί που ήξεραν και τον άνθρωπο ισοπεδώθηκαν. Μαζί του έφυγε πολύ από τη χαρά της ζωής που ο Ιωαννίδης αντιπροσώπευε. Το είπε ωραία ο Νίκος Φιλίππου. Θα ήταν ίσως κομμάτι προτιμότερο να μην τον ήξερες και να γνώριζες απλά την δημόσια εικόνα του. Θα έλεγες «κρίμα» και θα σου έρχονταν στο μυαλό οι μεγάλες εικόνες του αυτές που κουβαλάς από τα παιδικά σου χρόνια. Αν τον γνώριζες σου είναι πιο δύσκολο να το αποδεχτείς αυτό το φινάλε κι ας ξέρεις πως υπήρξε λυτρωτικό. Σε βαραίνει και θα σε βαραίνει πάντα η ανάμνηση του «Ξανθού». Γιατί αν υπάρχουν άνθρωποι μεγαλύτεροι από τη ζωή (larger than life, που λένε και οι Αμερικάνοι), υπάρχουν και κάποιοι πιο μεγάλοι κι από το θάνατο. Αθάνατοι εν ζωή, θρύλοι σε μια ασήμαντη καθημερινότητα, γίγαντες σε ένα κόσμο γεμάτο από μας τους μικρούληδες. Αυτός ήταν ο Γιάννης Ιωαννίδης και δεν υπάρχει καμία στιγμή που να μπορείς να του πεις αντίο.
Ένα αληθινό ηφαίστειο
Ο Ιωαννίδης ήταν ένα ηφαίστειο. Θυμάμαι τις πρώτες ιστορίες που κυκλοφόρησαν για αυτόν, όπως τις πρώτες ταινίες που είδα και τα πρώτα βιβλία που διάβασα. Αγαπούσα κυρίως μια που την έμαθα όταν αυτός ήταν νεότατος τότε προπονητής της Εθνικής ομάδας κι εγώ μαθητής στο γυμνάσιο. Σύμφωνα με αυτή, ως παίκτης του μπάσκετ ακόμα, είχε καυγαδίζει με την διοίκηση του Αρη και δεν είχε κατεβεί να παίξει σε ένα ματς, αλλά έχοντας πάει να το παρακολουθήσει στο γήπεδο και βλέποντας τον Αρη να χάνει, κατέβηκε από την εξέδρα, μπήκε στο γήπεδο και γύρισε το σκορ οδηγώντας τον Αρη σε νίκη. Αρκούσε αυτή για να βλέπω στον Ιωαννίδη ένα θαυματοποιό που μπορούσε να κάνει τα πάντα αρκεί να τον πρόσταζε η καρδιά του. Κι από τότε έτσι θα τον έβλεπα για πάντα.
Ο Ιωαννίδης ήταν όλες οι ιστορίες που έχουν γραφτεί για αυτόν: ό,τι έχετε ακούσει, καλό ή κακό, είναι αληθινό αρκεί να μην είναι συνηθισμένο γιατί τίποτα συνηθισμένο δεν υπήρχε στον ίδιο. Προλήψεις, καυγάδες, θρίαμβοι μοναδικοί, ήττες καμιά φορά ανεξήγητες, δηλώσεις απίθανες, παρεμβάσεις μοναδικές, ατελείωτες συζητήσεις, αναλύσεις και συμβουλές, θέσεις για όλα και τα αντίθετά τους, πάθος ατόφιο κι αγιάτρευτο: όλα ήταν ο Ξανθός κι ο Ξανθός ήταν όλα. Στο γήπεδο και στη ζωή ο Ιωαννίδης ήταν ένας γεννημένος πρωταγωνιστής που ανάγκαζε τον κόσμο να στριφογυρίζει γύρω του. Ατακαδώρος απίθανος, με ένα ρεπερτόριο που περιλάμβανε παροιμίες, φράσεις μεγάλων ανδρών που δανειζόταν και φυσικά πολλά δικά του μαθήματα σοφίας, ο Ιωαννίδης έγραψε το σενάριο της ζωής του με κάθε λεπτομέρεια. Πολλές από τις απαντήσεις του μεταμόρφωναν σκηνές που διαδραματίζονταν σε γήπεδα, σε σκηνές μιας αληθινής ταινίας που παρακολουθούσες νομίζοντας πως έχει γυριστεί ειδικά για σένα. «Τα λίγα λόγια ζάχαρη, και τα καθόλου μέλι». «Βάλτε μου πρόστιμο για το τσιγάρο, αλλά κάνω ένα μετά από το σεξ». «Μόνο όποιος έχει καταρράκτη στα μάτια δεν είδε τι έγινε απόψε». «Μόνο όποιος έχει αληθινά πονέσει, μπορεί να σου βρίζει τη γυναίκα». «Το μπάσκετ είναι ένα υπέροχο άθλημα που διοικείται από μια σέρβικη μαφία». «Λεφτά μπορεί να βρεις, την αγάπη των ανθρώπων που σε κοιτάνε στα μάτια και νοιώθουν περήφανοι δεν θα την βρεις πουθενά». Κι άλλα πολλά κι ατελείωτα.
Η απερίγραπτη πολυπλοκότητα του
Ο Ιωαννίδης ήταν ένας μοναδικός παραγωγός ιστοριών. Κανείς δεν μπορεί να διηγηθεί την καριέρα του, πόσο μάλλον την ζωή του. Ισως και κανείς να μην μπορεί να περιγράψει τον χαρακτήρα του: η πολυπλοκότητα του ήταν τόσο μεγάλη που αν πέντε άνθρωποι που τον έχουν ζήσει μιλήσουν για αυτόν με λεπτομέρειες, θα προκύψουν πέντε διαφορετικοί άνθρωποι από το πλήθος των ιστοριών. Ηταν δάσκαλος; Δεν νομίζω. Ο δάσκαλος από την φύση του είναι συνήθως υπομονετικός: ο Ιωαννίδης είχε τόσο μεγάλες απαιτήσεις από τους παίκτες του που αν δεν μπορούσες να τον ακολουθήσεις δεν άντεχες δίπλα του. Ηταν στρατηγός; Ούτε αυτό. Ποτέ ένας στρατηγός δεν μπορεί να έχει μεγαλύτερο πάθος από τους στρατιώτες του. Ηταν ένας θεωρητικός του μπάσκετ που το εξέλιξε και έκανε τον κόσμο να πιστέψει πως αυτός το ανακάλυψε; Δύσκολο να το πεις: στην ζωή του Ξανθού η πράξη μετρούσε πάντα πιο πολύ από την θεωρία κι όταν μιλούσε εξηγούσε, δεν πούλαγε αυθεντία. Ηταν σκληρός διοικητής μεγάλων ομάδων που έγραψαν ιστορία; Ηταν και αυτό αλλά δεν μπορείς να πεις ότι έκανε σχέδια επί χάρτου – άλλοι σε αυτά ήταν σίγουρα καλύτεροι.
Τότε τι ήταν ο Ξανθός; Νομίζω πιο πολύ από όλα ήταν αυτός ο θαυματοποιός που κατέβηκε από την εξέδρα για να πατήσει το παρκέ και να γυρίσει το ματς. Ηταν ένας μοναδικός διαμορφωτής της πραγματικότητας – το είδος του ανθρώπου που ζούσε για να φέρνει τα πάντα στα μέτρα του. Για αυτό τίποτα δεν υπήρξε ποτέ ίδιο χωρίς αυτόν: δεν ήταν στο κάδρο, ήταν ο δημιουργός του. Κυρίως δεν ήταν ετερόφωτος, ούτε στην αθλητική του καριέρα, ούτε στην πολιτική, ούτε φυσικά στην ζωή του την ίδια. Ο Ιωαννίδης πήρε πρωτάθλημα με τον Αρη χωρίς τον Γκάλη και τον Γιαννάκη – με αυτούς αργότερα έφτιαξε μια αυτοκρατορία πείθοντας το «Δράκο» να αλλάξει εντελώς παιγνίδι πράγμα που μόνο αυτός μπορούσε να κάνει. Οταν κατέβηκε στην Αθήνα για τον Ολυμπιακό δεν διαχειρίστηκε μπάτζετ απεριόριστο: η μεγαλύτερη επένδυση ήταν αυτή που έκανε πάντα στη δουλειά του. Κι όταν πήγε στην ΑΕΚ έφτασε στον τελικό της Ευρωλίγκας σε δυο χρόνια, πράγμα που αν τολμούσες να το προβλέψεις θα σε περνούσαν για τρελό. Ο Ξανθός όμως, όταν κατέβαινε από την εξέδρα της αποστασιοποίησης για να παίξει στο παρκέ της ζωής, άλλαζε τα πάντα. Εκτός από τον εαυτό του, τον καλύτερο φίλο του και καμιά φορά και τον χειρότερο εχθρό του.
Το μυστικό της επιτυχίας
Ποιος ήταν τελικά ο Γιάννης Ιωαννίδης και γιατί είναι σημαντικός είναι απλό να το πεις: ο Ξανθός είναι ο πρώτος άνθρωπος στην Ελλάδα που με τρόπους απερίγραπτους μας, θριάμβους μοναδικούς, ήττες που πόνεσαν και ιστορίες που θα παραμείνουν αξεπέραστες, μας έμαθε την δεκαετία του ‘80 ότι ο προπονητής μιας ομάδας δεν ήταν απλά ένα είδος αναγκαίου κακού, όπως νομίζαμε, αλλά ένας σταρ αληθινός που συχνά είναι και το μυστικό της επιτυχίας. Ο Ιωαννίδης υπήρξε ο πρώτος Ελληνας προπονητής σε όλα τα σπορ γιατί ήταν ο πρώτος που έκανε κατανοητό το γιατί τον προπονητή πρέπει να τον σέβεσαι, να τον ακούς, να τον χειροκροτάς, να τον αγαπάς εν τέλει ως δημιουργό ενός μικρού σύμπαντος που έχεις την τύχη να παρακολουθείς. Ως δημιουργός πήγε στην ομάδα του, τον Αρη και την μετέτρεψε σε αυτοκρατορία. Ως δημιουργός, όταν έφυγε από τον Αρη και πήγε στον Ολυμπιακό, δικαίωσε την πίστη μας σε αυτόν φτιάχνοντας ένα πρωταθλητή από το τίποτα. Ως δημιουργός όταν πήγε στην ΑΕΚ έδειξε και στους μεγαλύτερους επικριτές του πως τίποτα δεν ήταν τυχαίο. Ο Ιωαννίδης μας έμαθε να ψάχνουμε τι είναι τα σπορ (κι όχι απλά το μπάσκετ) πίσω και πέρα από την απόλαυση της νίκης και τον πόνο της ήττας. Μας δημιούργησε την ανάγκη να καταλάβουμε πως ένας τύπος που φωνάζει, που πετάει μπουκάλια, που μετατρέπει τα τάιμ άουτ σε μονόπρακτα, που παίζει ένα ολόκληρο ματς με την Μακάμπι Τελ Αβίβ χωρίς να κάνει καμία αλλαγή, που βγάζει το σακάκι για να το δώσει στους διαιτητές, υπηρετεί ένα ρόλο απαραίτητο. Μας έκανε μάλιστα τόσο πολύ φανατικούς με την μελέτη του ρόλου του, ώστε τον αποδημήσαμε κιόλας! Ποτέ προπονητής δεν έχει χρεωθεί αποκλειστικά αποτυχίες όπως ο Ξανθός χωρίς κανείς να συζητά για παίκτες, διοικήσεις, ή οτιδήποτε άλλο.
Ο Ιωαννίδης ήταν τόσο προπονητής που στη μισή δεκαετία του ΄90 ο κόσμος του Ολυμπιακού, που όταν κάποτε έφυγε από την ομάδα διαδήλωσε για χάρη του, πίστευε πως ήταν η μόνη λύση και για τον πάγκο του Ολυμπιακού στο ποδόσφαιρο. Γιατί δεν ήταν απλά ένας καλός προπονητής: στο λαϊκό υποσυνείδητο υπήρξε ο μόνος προπονητής. Ο μόνος δημιουργός. Ο μόνος που δεν είχε φίλους, αλλά ακόλουθους που πίστευαν στην αυθεντία του, στο πάθος του, στην εμμονή του, στην ευτυχία της αλλαγής της πραγματικότητας. Στον Ξανθό. Για πάντα. Και μόνο σε αυτόν.
Ακου να σου πω…
Έφυγε σε ηλικία 78 χρονών ο Γιάννης Ιωαννίδης. Είδα πολλούς να γράφουν παντού χθες εκείνο το παλιό σύνθημα που ως όρκος αφοσίωσης κατέληγε «θα σε αγαπάμε μια ζωή Ιωαννίδη Γιάννη». Αλλά στο σύνθημα αυτό η μεγάλη αναφορά είναι αυτή στην στιγμή που περιγράφεται στην αρχή του. Αλλοι λένε ότι έλεγε «Αν έρθει κάποτε η στιγμή» κι άλλοι ότι έλεγε «Ποτέ μην έρθει η στιγμή να αφήσεις το λιμάνι». Εγω λέω ποτέ. Ποτέ μα ποτέ. Κι αν η στιγμή ήρθε, δεν θα φύγεις Ξανθέ. Θες δεν θες, εδώ θα είσαι. Και στα αυτιά μας θα βουίζει πάντα το «λοιπόν άκου να σου πω». Ως μάθημα ζωής ατελείωτο…