Αντίθετα με το ΠΑΣΟΚ, για την ιδρυτική πράξη του οποίου έχουν γραφτεί τραγούδια, για την ιδρυτική πράξη της Νέας Δημοκρατίας δεν έχει υπάρξει το παραμικρό: λίγοι γνωρίζουν ότι ιδρύθηκε στις 4 Οκτωβρίου, σαν σήμερα δηλαδή, το 1974.
Ξεκίνησε απολογούμενη
Ενας λόγος που αυτό συνέβη είναι ότι η Νέα Δημοκρατία, τη στιγμή της ίδρυσής της από τον αείμνηστο Κωνσταντίνο Καραμανλή, δεν κατάφερε να αναγνωριστεί ως κόμμα καινούργιο, παρόλο που ο ιδρυτής της, προσδιορίζοντάς την ως «Νέα» αυτό θα ήθελε. Η συντηρητική παράταξη είχε ρίζες και ιστορία, και φυσικά κόσμο που σε αυτή ιδεολογικά άνηκε: η ίδρυση της Νέας Δημοκρατίας ήταν το νέο καταφύγιο. Ο Καραμανλής θέλησε να πάρει αποστάσεις από το παλάτι, έδωσε σταδιακά στέγη σε πολλούς που πριν τη δικτατορία κινούνταν στο χώρο του Κέντρου (Κανελλόπουλος, Μητσοτάκης, Πεσμαζόγλου κτλ) και προσπάθησε να πείσει ότι η παράταξη άλλαξε. Με πράξεις – όπως το δημοψήφισμα για το πολίτευμα, στο οποίο πήρε θέση κατά της επιστροφής του βασιλιά, η αναγνώριση του ΚΚΕ, η αποχώρηση από το ΝΑΤΟ, η δίκη και η καταδίκη των συνταγματαρχών, η κρατικοποίηση Τραπεζών κτλ – κυβέρνησε μια μια πολιτική μετριοπάθεια, γεγονός που έφερε την επταετία 1974 - 1981 μια κάποια κοινωνική ειρήνη, που η χώρα είχε ανάγκη. Όμως το τίμημα που ιδεολογικά πληρώθηκε ήταν βαρύ: η Νέα Δημοκρατία ξεκίνησε την ιστορία της κατά κάποιο τρόπο απολογούμενη και αυτή της η στάση άμυνας, έκανε επιθετικό το ΠΑΣΟΚ του Αντρέα Παπανδρέου και δεν της επέτρεψε να εισπράξει πολιτικά αυτό που ήταν το μεγαλύτερο επίτευγμα των κυβερνήσεων του Καραμανλή, δηλαδή η είσοδος στην ΕΟΚ. Στους αλαλαγμούς του Παπανδρέου που φώναζε ότι θα βγάλει την Ελλάδα από την ΕΟΚ, και στην συνηθισμένη ισοπέδωση της κομουνιστικής Αριστεράς, που συνθηματολογούσε εναντίον της Δύσης ενώ η Σοβιετία βυθιζόταν στην ανέχεια, η ΝΔ υπήρξε πολιτικά αμήχανη – σαν να ένοιωθε ένοχη για κάτι που ούτε λάθος ήταν, ούτε φυσικά έγκλημα.
Φουριέ και Σενσινί
Αδύναμη να υπερασπιστεί πειστικά το επίτευγμά της, η ΝΔ έγινε ουρά του ΠΑΣΟΚ προσπαθώντας να γίνει αντίπαλός του. Παρασύρθηκε στο συναισθηματικό παιγνίδι του οποίου τους κανόνες έβαλε ο Αντρέας, που βάφτισε αυτή «επάρατη Δεξιά», και την Αριστερά «παραδοσιακή», δηλαδή αναχρονιστική. Το «χρονοντούλαπο της ιστορίας» έγινε η «φυλακή της Δεξιάς», και «το Τσοβόλα δώστα όλα» οικονομικό πρόγραμμα κόντρα στο νεοφιλελευθερισμό – που ανάθεμα κι αν ο μέσος έλληνας ήξερε τότε τι ήταν. Ενώ ο Αντρέας διεκδικούσε την πολιτική κληρονομιά του Ελευθέριου Βενιζέλου και μπέρδευε ακόμα και τους πρασινοφρουρούς του με αναφορές στο Φουριέ και τον Σενσιμόν (που ως πιτσιρικάς πίστευα πως είναι σχεδιαστές του Αστερίξ ή εξτρέμ της Εθνικής Γαλλίας), η ΝΔ έπαιζε από το 1982 και μετά μόνο άμυνα, ψάχνοντας από το εκλογικό σώμα ένα είδος συγχώρεσης. Η ΟΝΕΔ ήταν η Disneyland των απολίτικ , ο Αβέρωφ έριξε, κόντρα στο αίτημα για Αλλαγή, το σύνθημα της «Απαλλαγής», η ΝΔ ήταν απέναντι σε κάθε κοινωνική εξέλιξη (ήταν εναντίον ακόμα και του πολιτικού γάμου πχ) κι όταν αργότερα ο Μητσοτάκης προσπαθούσε να εξηγήσει την ανάγκη των ιδιωτικοποιήσεων, πρώτοι από όλους αυτό δεν το καταλάβαιναν οι βουλευτές του, που ονειρεύονταν να διορίσουν «τα παιδιά των νοικοκυριών». Ο χώρος μούχλιαζε, ενώ η Δυτική Ευρώπη αναπτυσσόταν και πρόκοβε.
Κόμμα σούπερ μάρκετ
Αν τη δεκαετία του 80 και του 90 η ΝΔ δεν μπορούσε να υπερασπιστεί το ιδεολογικό της πλαίσιο (ο Σταύρος Τσιώλης παίζοντας με τις έννοιες «αρχηγικό κόμμα» και «κόμμα αρχών» στο «Ας περιμένουν οι γυναίκες» υπογραμμίζει υπέροχα το είδος της ρηχότητας των προβληματισμών), ό,τι ακολουθεί είναι ακόμα πιο μπερδεμένο. Ενώ η Ελλάδα αλλάζει με τα χρήματα της Ευρωπαϊκής Ενωσης και παρά την de facto χρεωκοπία του σοσιαλισμού και την πτώση του τοίχους του Βερολίνου, η ΝΔ ταλανίζεται από τις εσωτερικές συγκρούσεις Μητσοτάκηδων και Καραμανλικών, χαρίζει στο ΠΑΣΟΚ το δόγμα του ευρωπαϊκού εκσυγχρονισμού και πελαγώνει, όταν βλέπει πως η ντόπια επιχειρηματικότητα προτιμά τους επιγόνους του Αντρέα για να κάνει μπίζνες με το Κράτος. Για να πάρει την εξουσία από το κουρασμένο και μεταλλαγμένο ΠΑΣΟΚ γίνεται στα χρόνια του νεότερου Κώστα Καραμανλή ένα είδος ΠΑΣΟΚ η ίδια: υπερασπίζεται τον κρατισμό με το σύνθημα της επανίδρυσης του Κράτους, μιλάει για νταβατζήδες και διαπλεκόμενους και δαιμονοποιεί την επιχειρηματικότητα, προσλαμβάνει χιλιάδες στο δημόσιο, παρασύρεται από το φθηνό ευρώ και μοιράζει δανεικά, γίνεται ένα κόμμα σούπερ μάρκετ στο οποίο χωράει κάθε καρυδιάς καρύδι. Κυρίως δεν τολμά να βάλει στο εκλογικό κόμμα το σοβαρό ευρωπαϊκό δίλλημα για το ποιο δρόμο θα πάρει η χώρα. Στη Δυτική Ευρώπη η βασική συζήτηση αφορά το αν θα υπάρχει ανάπτυξη δια μέσου της ελάττωσης των φόρων και των κινήτρων για επιχειρήσεις ή θα συνεχιστεί η προσπάθεια συντήρησης ενός κοινωνικού Κράτους, που απαιτεί ολοένα και περισσότερα χρήματα φορολογούμενων – στην Ελλάδα η ΝΔ πρώτη πιστεύει πως όλα γίνονται και κυβερνάει μοιράζοντας δημόσια έργα και χαρτζιλίκια. Οταν φτάνει η ώρα της χρεοκοπίας, πριν αγκαλιάσει το ΠΑΣΟΚ, η ΝΔ ολοκληρώνει με τον Αντώνη Σαμαρά τον κύκλο της ιδεολογικής της σύγχυσης καταγγέλλοντας ως αντιπολίτευση το μνημόνιο και σκοτώνοντας ως κυβέρνηση με έκτακτες εισφορές και φοροαυξήσεις ό,τι έχει απομείνει από την μικρή και μεγάλη επιχειρηματικότητα. Οταν θα αρχίσει να υλοποιεί το μνημόνιο, που η ίδια έχει καταγγείλει, είναι αργά: έχει πείσει το μέσο Ελληνα πως αυτό θέλει σκίσιμο γιατί υπάρχει μια άλλη συνταγή μαγική και εύκολη.
Αν την δεκαετία του 80 με την ιδεολογική της ατολμία και την φοβία της, η ΝΔ έχει γιγαντώσει το ΠΑΣΟΚ, την τρέχουσα δεκαετία με τις αντιμνημονιακές κορώνες του Σαμαρά άνοιξε το δρόμο στο ΣΥΡΙΖΑ. Μεταξύ των εκλογών του Ιανουαρίου και του Σεπτεμβρίου του 2015 χάνει διακόσιους χιλιάδες ψηφοφόρους, ενώ η χώρα έχει υπογράψει ένα τρίτο μνημόνιο κι έχει ζήσει μια διαπραγμάτευση – παρωδία. Γιατί; Γιατί ο δικός της κόσμος, συγχυσμένος και μπερδεμένος, δεν βλέπει τη διαφορά της πολιτικής της πρότασης από αυτή που προκύπτει μετά τις κωλοτούμπες του Τσίπρα. Το γκρίζο του πολιτικού στίγματος, όμως, οφείλεται σε παλινωδίες σαράντα χρόνων: αυτές είναι το πρόβλημα.
Η ιστορία διδάσκει
Στα γενέθλια της σήμερα βλέπει τα ποσοστά της να φουσκώνουν στις δημοσκοπήσεις, όμως αυτό δεν σημαίνει πολλά: η ίδια η ιστορία της ΝΔ διδάσκει ότι όταν φτάνει στην εξουσία συνθηματολογώντας στο τέλος δεν κάνει σχεδόν τίποτα. Στη δεδομένη στιγμή, απαλλαγμένος από την ανάγκη να βρει συνθήματα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει μια ιστορική ευκαιρία να συντάξει κάτι που δεν θυμάμαι να υπήρχε ποτέ, δηλαδή μια σαφής προγραμματική πρόταση διαχείρισης της χώρας με συγκεκριμένες προτεραιότητες – και μάλιστα δεξιές. Μια κυβέρνηση της ΝΔ πρέπει να δώσει σοβαρά κίνητρα για τόνωση της επιχειρηματικότητας, ώστε να χτυπηθεί η ανεργία, να μικρύνει το Κράτος, να πετύχει γρηγορότερη απονομή δικαιοσύνης, να ασχοληθεί σοβαρά με την ασφάλεια, να συνδέσει το λύκειο και το πανεπιστήμιο με την αγορά, ώστε να σταματήσουμε να έχουμε συστήματα παραγωγής ανέργων, να τα βάλει με τις συντεχνίες. Όλα αυτά δεν είναι αυτονόητα όταν μιλάμε για την ΝΔ: στις τάξεις της κουβαλάει πολλούς κρατιστές, πολλούς νοσταλγούς της χρυσής εποχής του Αλογουσκούφη για την οποία αυτοκριτική δεν υπήρξε, πολλούς λαϊκιστές και ευρωσκεπτικιστές - όχι τυχαία κάμποσοι από δαύτους μια χαρά τα λένε με το ΣΥΡΙΖΑ.
Ένα πολιτικό μπλέξιμο
Δεν έχω ψηφίσει ποτέ ΝΔ. Ωστόσο αναγνωρίζω το αναγκαίο του ρόλου της. Ενα από τα μεγάλα πολιτικά μπλεξίματα της χώρας είναι ότι εδώ και χρόνια δεν έχει ένα κανονικό εκφραστή της αστικής τάξης – ένα κόμμα που να πιστεύει πως είναι κοινωνικά χρήσιμος όποιος επιχειρεί και κερδίζει, απασχολεί προσωπικό και παράγει πλούτο. Όλα αυτά, (επιχειρηματικότητα, κέρδος, πλούτος κτλ) μοιάζανε απαγορευμένες λέξεις για τη ΝΔ. Πολλοί βουλευτές της θα θελαν να βροντοφωνάζουν από τα μπαλκόνια ότι χάρη σε αυτούς ο λαός είναι στην εξουσία, κάμποσοι έκαναν πράξη τον καιρό του Αλογοσκούφη το «Τσοβόλα δως τα όλα», σκίσανε τα μνημόνια πριν τον Τσίπρα και μαζί του ψήφισαν Πρόεδρο Δημοκρατίας. Αν το περίφημο δημοψήφισμα γινόταν το 2009 ή το 2010, δεν αποκλείω να ψήφιζαν και όχι στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Εύχομαι στη ΝΔ χρόνια πολλά. Και ν αποκτήσει ό,τι δεν θυμάμαι να είχε: σοβαρό και υλοποιήσιμο οικονομικό πρόγραμμα, ξεκάθαρη ιδεολογοπολιτική φιλοευρωπαϊκή ταυτότητα, ηγεσία που να ανησυχεί για τη χώρα πιο πολύ από την παράταξη. Ώρα είναι να ενηλικιωθεί: σαράντα δύο χρόνια ενδοσκόπησης είναι πολλά.