Σε αγαπάμε Βίνσεντ...

Σε αγαπάμε Βίνσεντ...


Σε λίγα σχετικά σινεμά αυτές τις μέρες έχει τη δυνατότητα κανείς να ζήσει μια σπάνια εμπειρία – κινηματογραφική και όχι μόνο: αναφέρομαι στο Loving Vincent, της Ντορότα Κομπιέλα και του Χιου Γουέλτσμαν, που είναι μια από τις ταινίες της χρονιάς – ίσως και της δεκαετίας. Απλοποιώντας το μπορώ να πω ότι είναι μια ταινία κινουμένων σχεδίων με θέμα τη ζωή και τον θάνατο του μεγάλου Ολλανδού ζωγράφου Βίνσεντ Βαν Γκογκ. Στην πραγματικότητα πρόκειται για το πρώτο φιλμ στην ιστορία του σινεμά, που είναι όλο ζωγραφισμένο με το χέρι. Και ίσως για αυτό υπάρχει τόση δυσκολία για να μιλήσει κανείς για αυτό και να εξηγήσει σε όποιον δεν το έχει δει τι ακριβώς είναι και γιατί αξίζει να του αφιερώσει όλη την προσοχή του. Η δυσκολία βρίσκεται στο ότι μας είναι δύσκολο να μιλήσουμε για την ζωγραφική και την συγκίνηση, που ως Τέχνη μπορεί να προκαλέσει.

 

Σαν να είσαι υπνωτισμένος

Το έχω διαπιστώσει χρόνια τώρα και μου ήρθε στο μυαλό και όταν είδα την ταινία και διάβασα τις κριτικές που την ακολουθούν: οι άνθρωποι έχουν μια συστολή απέναντι στην ζωγραφική, νομίζουν ότι η απόλαυσή της προορίζεται για λίγους – μπορούν όλοι να μιλάνε πολύ πιο εύκολα για όλες τις άλλες Τέχνες, για τη μουσική, το θέατρο, τον κινηματογράφο κτλ. Πιθανότατα αυτό προκύπτει γιατί οι άνθρωποι φοβούνται μήπως εκτεθούν: για να μιλήσεις για τη ζωγραφική – υποτίθεται πως - χρειάζεσαι ειδικές γνώσεις. Ισως αυτό να είναι αλήθεια. Οι κριτικοί Τέχνης που μιλάνε για την ζωγραφική το κάνουν σχεδόν σαν να σε υπνωτίζουν. Οποιος μιλάει για τον Βαν Γκογκ μπορεί να σε συναρπάσει μιλώντας για τις φόρμες και τις τεχνοτροπίες του μετάϊμπρεσιονισμού, δηλαδή του καλλιτεχνικού ρεύματος στο οποίο οι μεταγενέστεροί του τον τοποθέτησαν. Είναι γοητευτικό να ακούς ανθρώπους που ξέρουν να μιλάνε για την εξέλιξη του ιμπρεσιονισμού και το πότισμά του με κάμποσο συναίσθημα. Μπορεί να ξετρελαθείς, όταν σου εξηγήσουν τη λογική της επιλογής των χρωμάτων, την απουσία του μαύρου, την τεχνοτροπία της αντανάκλασης του φωτός πάνω σε πρόσωπα ή αντικείμενα – οι ερμηνείες των κάδρων του Βαν Γκογκ έχουν όλα τα χαρακτηριστικά μιας γλώσσας. Μόνο που όλα αυτά δεν είναι η ζωγραφική: είναι η ανάλυσή και η εξήγησή της φόρμα και όχι η απόλαυσή της. Η ζωγραφική ως Τέχνη είναι λόγος: «μιλάμε μέσα από τα κάδρα μας» έλεγε ο Βαν Γκογκ και το διαβάζεις παντού στο μουσείο του στο Άμστερνταμ. Η απόλαυση της ζωγραφικής είναι μια προσωπική υπόθεση: αφορά την δική σου ικανότητα να νοιώσεις τον πίνακα – κυρίως να τον ακούσεις κι όχι απλά να τον δεις.

 

Η ζωγραφική δεν προορίζεται μόνο για τα μάτια: οι πίνακες μιλάνε. Πρέπει απλά να είσαι προσεχτικός και συγκεντρωμένος, ώστε να μπορείς να ακούς τι έχει να σου πει το κάδρο: η ζωγραφική είναι η Τέχνη των χρωμάτων και των ψιθύρων τους. Ένας πίνακας του 19ου αιώνα σου λέει πολλά για την εποχή του: σου εξηγεί πανεύκολα και καλύτερα από ιστορικούς και λαογράφους π.χ την αισθητική της. Κι ένας του 20ου μας αιώνα κάνει ακριβώς το ίδιο: αν συχνά απαιτεί ερμηνεία είναι γιατί μεταφέρει την πολυπλοκότητα του ίδιου του κόσμου μας.  

Υπάρχει όλος ο κόσμος του

Ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ άρχισε να ζωγραφίζει στα 28 του χρόνια. Είχε ένα μικρότερο αδερφό που τον ενθάρρυνε κι ένα πατέρα που δεν ήθελε να τον βλέπει. Κυρίως είχε ένα χαρακτήρα αυτοκαταστροφικό και ατίθασο: η ζωή του είναι γεμάτη από καυγάδες και ενέργειες ακραίες, η πιο γνωστή από τις οποίες είναι το κόψιμο του αυτιού του – όλοι έχουν ακούσει κάτι για αυτό, λίγοι ξέρουν ότι θέλησε να το δωρίσει σε μια πόρνη. Ο Βαν Γκογκ ανακάλυψη την κλίση του στη ζωγραφική αργά: στα οκτώ χρόνια της ζωής που έζησε ως ζωγράφος, ζωγραφίζει ό,τι βλέπει – δηλαδή ανθρώπους, αντικείμενα και τοπία. Οι οκτακόσιοι πίνακές του και οι χίλιες περίπου ελαιογραφίες του αντιπροσωπεύουν την αντίληψή του για τον κόσμο – το σεργιάνι του σε αυτόν, πριν φύγει από τη ζωή, υπό μυστηριώδεις συνθήκες, αυτοκτονώντας. Την ίδια στιγμή, όμως, ακριβώς επειδή η σχέση του ζωγράφου με το έργο του είναι δισυπόστατη (ο καλλιτέχνης αναπαριστά τον κόσμο μέσω της αυστηρά προσωπικής ματιάς του και επομένως υπάρχει κι ο ίδιος στο κάδρο του) στα έργα του Ολλανδού διακρίνεις και όλο τον εσωτερικό του κόσμο: η κατάθλιψή του, αλλά και ο ενθουσιασμός του, η γοητεία που του ασκούν οι άνθρωποι αλλά και η απογοήτευσή του, η καθαρότητα του τοπίου, αλλά και η μονοτονία του, η ελπίδα του και η απόγνωσή του, η τρέλα του και η αστείρευτη δημιουργικότητα του. Οι λέξεις και οι σιωπές του.

Λύνοντας το μυστήριο

Η βιωματική  σχέση του Βαν Γκογκ με τη ζωγραφική δημιουργεί στους συντελεστές της ταινίας μια βεβαιότητα: ότι αν μπουν σε μια χρονολογική σειρά οι πίνακές του παράξενου Ολλανδού θα μπορέσουμε να παρακολουθήσουμε τα τελευταία χρόνια της ζωής του λύνοντας τα πολλά της μυστήρια. Πρέπει απλά να ενωθούν οι εικόνες που ο ζωγράφος άφησε πίσω του, σαν τελείες μιας ακροστιχίδας συναισθημάτων κυρίως. Κι αυτό συμβαίνει: με την συμβολή δεκάδων ζωγράφων που γνωρίζουν το έργο και την τεχνοτροπία του Βαν Γκογκ οι πίνακες του Ολλανδού ζωντανεύουν και μαζί και το χρονικό της πορείας του. Στο Loving Vincent τα κάδρα του Βαν Γκογκ μας μιλάνε για αυτόν με την φωνή του: μιλάνε για τη ζωή του και τους φόβους του, τους πιστούς του φίλους, αλλά και όσους δεν τον κατάλαβαν ποτέ, τους εφιάλτες του και τις χαρές του, την ερωτική συστολή του και το πάθος του. Το ζωντάνεμα των κάδρων δημιουργεί το σύμπαν του Βαν Γκογκ, που δεν ζωγράφιζε γιατί έχει βρει αγοραστές για τους πίνακές του, αλλά γιατί θέλει να μας αφηγηθεί τον κόσμο και τον τρόπο που τον αντιλαμβάνεται. Σε αυτό τον κόσμο, βουτάς ως θεατής της ταινίας: οι ζωντανοί πίνακες σε ρουφάνε στο μεταϊμπρεσιονιστικό ταξίδι. Ακολουθείς τα βήματα του ζωγράφου μπαίνοντας στους πίνακές του με το βλέμμα σου, όπως ποτέ δεν σου έχει ξανατύχει μπροστά σε ένα πίνακα ζωγραφικής. Κι όταν τα φώτα ανάβουν καταλαβαίνεις πως η ζωγραφική είναι μια ζωντανή απόδειξη πως ο άνθρωπος κουβαλά κάτι μέσα του που αποδεικνύει ότι είναι δημιούργημα του Θεού, αλλιώς δεν θα είχε την ικανότητα να δημιουργήσει κι αυτός, με μόνο σύμμαχο τη ματιά του, ένα σύμπαν ολότελα δικό του. Ένα σύμπαν γεμάτο μυστικά βουτηγμένα σε χρώματα.

 

Θες να τους ξαναδείς

Η ταινία έχει υπόθεση και πλοκή κι αφήγηση και ηθοποιούς και πρωταγωνιστές και σκηνοθεσία και σενάριο – έχει τα πάντα. Κυρίως, όμως, περικλείει όλη την αγάπη που νοιώθουν για τον Βαν Γκογκ οι δεκάδες δημιουργοί που την ζωγράφισαν και που προηγουμένως τον είχαν αισθανθεί του απλά παρατηρώντας χρώματα και σχέδια. Αυτή η απλή, άδολη αγάπη για τον Βίνσεντ καθιστά την ταινία ένα αληθινό έργο Τέχνης, ένα είδος καλλιτεχνικού «Πιστεύω» για την ίδια την ζωγραφική και τον λαμπρό υπηρέτη της. Όταν τα φώτα ανάψουν θες να τους δεις όλους αυτούς τους πίνακες του Βαν Γκογκ, ξανά και ξανά: ευτυχώς τον Νοέμβρη έρχεται στο Μέγαρο μια μεγάλη έκθεση τους. Σου έχουν πει τόσα πολλά και τώρα που κατάφερες να τους ακούσεις τους χρωστάς ένα ευχαριστώ. Και μια συγνώμη που νόμιζες πως ποτέ δεν θα καταλάβεις την ανυπολόγιστη αξία της μοναδικότητας τους….