Ο προπονητής της Αρσεναλ κ. Μικέλ Αρτέτα είπε στον Σωκράτη Παπασταθόπουλο να βρει ομάδα. Ο μάνατζερ του Ελληνα ποδοσφαιριστή το διέψευσε, δήλωσε ότι ο πελάτης του έχει συμβόλαιο και ότι ο σκοπός του είναι να το εξαντλήσει. Ωραία είναι αυτά αλλά από την επανέναρξη του αγγλικού πρωταθλήματος και έπειτα ο Ελληνας διεθνής έχει αγωνιστεί μόλις ένα λεπτό. Η Αρσεναλ έχει έξι κεντρικούς αμυντικούς (απόδειξη του πόσο κακοφτιαγμένη ομάδα υπήρξε φέτος) και ψάχνει και δυο στο μεταγραφικό παζάρι. Ο Παπασταθόπουλος είπε στον προπονητή πως θα κάνει ό,τι μπορεί για να ξανακερδίσει τη φανέλα του βασικού. Παλιότερα είχε πει ότι τα χρήματα είναι το τελευταίο που τον ενδιαφέρουν κι ότι δεν θα έμενε σε μια ομάδα αν αισθανόταν ότι είναι βάρος. Εγώ πάλι λέω ότι είναι ευκαιρία να σκεφτεί σοβαρά να γυρίσει στην Ελλάδα. Καιρός είναι.
Ιταλία, Γερμανία, Αγγλία
Αν κοιτάξει κανείς το βιογραφικό του Παπασταθόπουλου ζαλίζεται από τα νούμερα. Εφυγε κάποτε από την ΑΕΚ για να πάει στη Τζένοα. Ηταν δεν ήταν είκοσι χρονών, σε μια ηλικία δηλαδή που άλλοι θεωρούν κατόρθωμα να μπαίνουν στις αποστολές της μεγάλης ομάδας στην οποία ανήκουν και να βλέπουν ματς καθισμένοι στον πάγκο. Αγωνίστηκε σε 52 ματς στο καμπιονάτο, πέρασε από τη Μίλαν και δεν στέριωσε, όμως κατέληξε στη Γερμανία όπου λατρεύτηκε. Επαιξε 60 ματς σε δυόμισι χρόνια στη Βέρντερ Βρένης και πάνω από 130 σε πέντε χρόνια με τη Μπορούσια Ντόρτμουντ – αναφέρομαι μόνο σε ματς πρωταθλήματος. Μπήκε πολλές φορές στην καλύτερη ενδεκάδα του γερμανικού πρωταθλήματος και το 2017 είχε ψηφιστεί και καλύτερος αμυντικός. Δεν είναι έκπληξη ότι βρέθηκε στην Αρσεναλ ένα χρόνο αργότερα. Ούτε ότι φέτος στους Κανονιέρηδες ζορίστηκε. Τα ματς που έχει δώσει είναι πολλά και τα γαλόνια του τα κέρδισε στο πεδίο της μάχης. Αλλά κανείς δεν είναι φτιαγμένος για να ξεπερνά διαρκώς τον εαυτό του. Ούτε καν ο σκληρός μαχητής Σωκράτης.
Αρσεναλ χωρίς στόπερ
Φέτος η χρονιά ήταν μια ασταμάτητη δοκιμασία. Η δυσκολία του Παπασταθόπουλου ήταν εξ αρχής μεγάλη και γιατί στάθηκε δύσκολο να δέσει με τον παρτενέρ του στην άμυνα – όποιος κι αν ήταν αυτός. Η Αρσεναλ χρειαζόταν κάποιον στόπερ να βγαίνει στη μπάλα πρώτος, αλλά αυτό ο Παπασταθόπουλος, στις ταχύτητες του αγγλικού πρωταθλήματος είναι δύσκολο να το κάνει πια – ο Νταβίντ Λουίς, ο πιο συνηθισμένος συμπαίκτης του έχει σταματήσει να το κάνει χρόνια τώρα και ο Μουστάφι επίσης δυσκολεύεται. Η Αρσεναλ βρέθηκε να παίζει με δυο λίμπερο και χωρίς στόπερ κι αυτό στοίχισε τη θέση του Εμερι κι έκανε δύσκολη τη δουλειά του Αρτέτα που βρήκε μια λύση καθιερώνοντας τον Ρομπ Χόλντινγκ και παίζοντας μερικά δύσκολα ματς με τρεις κεντρικούς αμυντικούς.
Ο Σωκράτης ούτε ξέχασε τη μπάλα, ούτε έγινε ξαφνικά βαρίδι. Αλλά καθώς τα χρόνια περνούν, του λείπει η έκρηξη στα λίγα τετραγωνικά, αυτή που του επέτρεπε να φτάνει πάντα πρώτος στη μπάλα. Χωρίς αυτή η δυνατότητα επιβίωσης σε ένα πρωτάθλημα όπως το αγγλικό είναι δύσκολη. Αλλά στο μεταξύ έχει αποκτήσει άλλα στοιχεία πολύ χρήσιμα: η τρομερή εμπειρία, η επιθετική ικανότητα στις στημένες φάσεις, η ευκολία κατεύθυνσης των νεότερων, το ηγετικό παράστημα, δεν είναι στοιχεία που δεν εκτιμούν οι ομάδες. Ισως να μην τα έχει ανάγκη η Αρσεναλ, αλλά δεν χάλασε ο κόσμος – υπάρχουν πολλές ομάδες που τα ψάχνουν. Και που παίκτες σαν αυτόν χρειάζονται.
Μια απλή αλλαγή
Οι δυσκολίες του Παπασταθόπουλου έχουν να κάνουν κυρίως με το στρες που προκαλεί σε κάθε ποδοσφαιριστή ο χρόνος: είναι ανθρώπινο να δυσκολεύεσαι μεγαλώνοντας. Η λύση ωστόσο είναι απλή: χρειάζεται μια αλλαγή του τρόπου παιγνιδιού του. Δεκάδες σπουδαίοι αμυντικοί κατόρθωσαν να παρατείνουν την καριέρα τους αλλάζοντας κάτι στο παιγνίδι τους μεγαλώνοντας. Ο Πάολο Μαλντίνι όταν έχασε σε ταχύτητα και επιτάχυνση άφησε το παιγνίδι στο πλάι κι έγινε ένας σπουδαίος λίμπερο. Ο Γιαπ Σταμ αποχώρησε από τη Λάτσιο με το στίγμα του ντοπαρισμένου και έπαιξε τρία χρόνια στην Μίλαν και τρία στον Αγιαξ παραδίδοντας μαθήματα, μόνο και μόνο γιατί ηρέμησε. Ο Ολαφ Μέλμπεργκ έλεγαν στην Ιταλία ότι δεν έχει πια νεύρο ούτε για να κάνει ένα φάουλ και στον Ολυμπιακό διόρθωνε κάθε λάθος μόνο με τις τοποθετήσεις του. Ο Μαρσέλ Ντεζαγί ήταν ένας καταπληκτικός αμυντικός χαφ το 1997, πήγε στην Τσέλσι, το 2000 ξανάπαιξε στόπερ και στα 33 του έγινε αρχηγός της Εθνικής Γαλλίας. Ο Λιλιάμ Τουράμ έπαιζε δεξί μπακ στην παγκόσμια πρωταθλήτρια Γαλλία το 1998 και στα 34 του πήγε στη Μπαρτσελόνα για να την βοηθήσει ως λίμπερο: λέγανε δεν θα αντέξει ούτε έξι μήνες κι έμεινε εκεί δυο χρόνια. Και θα συνέχιζε και στην Παρί, αν δεν ακύρωνε το συμβόλαιο που υπέγραψε μαζί της μετά από ένα καλοκαιρινό καυγά που αρχικά έμοιαζε ασήμαντος.
Με σύμμαχο το χρόνο
Ολοι αυτοί οι τεράστιοι αμυντικοί κατάλαβαν ότι ο χρόνος περνά, αλλά η καριέρα συνεχίζεται. Και τον έκαναν σύμμαχο χωρίς εγωισμούς και χωρίς να τον φοβούνται. Ο Παπασταθόπουλος δεν έχει κάνει μια καριέρα, αλλά τρεις. Δώδεκα χρόνια στο εξωτερικό προκαλούν κόπωση, στρες, άγχη επαγγελματικά. Το να τα βάζεις με τον εαυτό σου γιατί δεν είσαι 25 χρονών και δεν μπορείς να ανταποκριθείς στις απαιτήσεις του Αρτέτα δεν έχει απολύτως κανένα νόημα. Το να επιστρέψεις στην Ελλάδα όπου είναι δεδομένο ότι θα κάνεις σπουδαία πράγματα δεν είναι ούτε λάθος, ούτε ήττα προσωπική. Μια καριέρα δεν πρέπει να στηρίζεται σε εγωισμούς, αλλά σε σωστές και έξυπνες επιλογές: στην Ελλάδα με την εμπειρία που κουβαλά ο Σωκράτης θα ήταν βασιλιάς και ηγέτης ταυτόχρονα. Και είναι και πολύ τυχερός γιατί αρκετοί τον έχουν ανάγκη - κι όχι μόνο γιατί είναι Ελληνας. Στον ΠΑΟΚ θα τον χρειαζόταν για να μεγαλώσουν σωστά δίπλα του παίκτες όπως ο Μιχάη ή ο Μηχαϊλίδης. Στον Ολυμπιακό θα ήταν μια χαρά αντικαταστάτης του Σεμέδο – θα βοηθούσε τον Μπα και τον Σισέ και θα τον βοηθούσαν κι αυτοί. Στη δε ΑΕΚ θα ήταν ο στυλοβάτης της άμυνας που ο Καρέρα ψάχνει – και που δεν μπορεί να είναι πια ο εύθραυστος Τσιγκρίνσκι, που παρά τα προβλήματα του, λόγω ελλείψεων στο ρόστερ της ΑΕΚ, παραμένει αναντικατάστατος.
Ο Παπασταθόπουλος πιθανότατα θα διαφωνούσε με όλα αυτά. Θα θεωρούσε την επιστροφή του πισωγύρισμα κι αν πειστεί να φύγει από την Αρσεναλ θα ψάξει πιθανότατα ένα πρωτάθλημα σπουδαιότερο από το δικό μας. Κατανοητό. Αλλά εδώ θα έκανε τη διαφορά, θα έχτιζε ένα εξαιρετικό τελευταίο κύκλο καριέρας και θα ομόρφυνε το πρωτάθλημά μας. Το ξέρω ότι δεν μας έχει ανάγκη. Αλλά ξέρω και ότι το λαμπρό φινάλε μιας καριέρας εξασφαλίζει υστεροφημία και απόλυτη αποδοχή κι αναγνώριση.