Κάθισα αυτή την εβδομάδα να δω δυο δύσκολα ματς που είχε να δώσει η Τσέλσι στην Πρέμιερ λιγκ, αυτό με την Λίβερπουλ κι αυτό με την Αρσεναλ, κυρίως για να κατανοήσω καλύτερα την εντυπωσιακή βαθμολογική της διαφορά από τους διώκτες της στο πάντα δύσκολο αγγλικό πρωτάθλημα. Τι είδα; Μια ομάδα που παίζει ιταλικό ποδόσφαιρο και μάλιστα παλιομοδίτικο. Και που χάρη σε αυτό κάνει πλάκα σε μια σειρά από ομάδες που στερούνται λογικής και ταυτότητας.
Η πιο άστοχη πρόβλεψη
Όταν ξεκίνησε η Πρέμιερ λιγκ δεν πίστευα με τίποτα ότι ο Αντόνιο Κόντε και η Τσέλσι του θα ήταν στις αρχές Φεβρουαρίου εννιά πόντους μπροστά από την Τότεναμ, δώδεκα μπροστά από την Αρσεναλ, δεκατρείς μπροστά από την Λίβερπουλ και τη Σίτι και δεκαπέντε μπροστά από τον Μουρίνιο. Είχα γράψει καλοκαιριάτικα ότι η εφετινή Πρέμιερ λιγκ θα ήταν η μονομαχία του Γκουαρντιόλα και του Μουρίνιο στην ομίχλη του Μάντσεστερ και ότι μόνο ο Κλοπ θα μπορούσε να μας στερήσει τη χαρά να δούμε αυτό το συναρπαστικό bra de fer: ποτέ πρόβλεψή μου δεν αποδείχτηκε περισσότερο άστοχη κι όσο κι αν οι προβλέψεις γίνονται συνήθως για να χάνονται (αλλιώς δεν τις κάνεις…), ομολογώ ότι γελάω με τον εαυτό μου. Βλέπετε και με την Πρέμιερ λιγκ μου συμβαίνει συχνά ό,τι και στη ζωή την ίδια: εκτιμάω πολύ περισσότερο από όσο πρέπει ό,τι λάμπει. Ενώ ως γνωστόν συνήθως ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός.
Το καλοκαίρι βασανίστηκε
Από την άλλη και τώρα να έκανα την πρόβλεψη το ίδιο θα έλεγα. Ο Μουρίνιο ξόδεψε 200 εκατ ευρώ για μεταγραφές και πήρε μια ομάδα που πέρυσι κατέκτησε το κύπελλο Αγγλίας, ξεπερνώντας κομμάτι την έλλειψη του Σερ Αλεξ. Ο Γκουαρντιόλα παρέλαβε μια ομάδα με σπουδαίο υλικό, που πέρυσι έφτασε για πρώτη φορά στα ημιτελικά του Τσάμπιονς λιγκ. Ο Κλοπ είχε περάσει το εξάμηνο της προσαρμογής και ο Κόντε όλο το καλοκαίρι βασανιζόταν από το στρες στον πάγκο της Εθνικής Ιταλίας στα γαλλικά γήπεδα. Η Τσέλσι που παρέλαβε ερχόταν από το χειρότερό της πρωτάθλημα την τελευταία δεκαετία και οι προσθήκες που έκανε πολλές δεν ήταν: μόνο ο ακούραστος Καντέ έμοιαζε έτοιμος να πάρει τη φανέλα του βασικού σπίτι. Ποιο ήταν το λάθος μου; Ότι δεν πρόσεξα πως τα δυο τελευταία πρωταθλήματα στην Αγγλία τα είχαν κερδίσει προπονητές παίζοντας ιταλικό ποδόσφαιρο, δηλαδή ο Μουρίνιο με την Τσέλσι κι ο Ρανιέρι με τη Λέστερ. Επομένως η πιθανότητα της επικράτησης ενός, που αυτό το ξέρει καλύτερα κι από αυτούς τους δυο, ήταν εξ αρχής τεράστια. Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για ένα τύπο που έβαλε μαλλιά στα σαράντα του και που δεν το χει και σε τίποτα ν αρπάξει από τα πέτα ακόμα και τον Ντιέγκο Κόστα, κυρίως για να έχει στην τσίτα τους υπόλοιπους.
Απόψε αυτοσχεδιάζουμε
Γιατί το ιταλικό ποδόσφαιρο αρκεί για να κερδίσεις στην Αγγλία; Για ένα βασικό λόγο: γιατί είναι πολύ απλό. Τι κάνει ο Κόντε; Τίποτα που να είναι περίπλοκο. Εμφανίζει μια καλή αμυντική επτάδα μπροστά από ένα σπουδαίο τερματοφύλακα κι αφήνει (στην καλύτερη των περιπτώσεων) τρεις μπροστά να αυτοσχεδιάσουν, να παλέψουν, να κυνηγήσουν το γκολ με ελάχιστες συνεργασίες και σχεδόν αβοήθητοι από τους υπόλοιπους. Ο Ιταλός επενδύει σε ιδρώτα και σταριλικί. Θες να παίξεις; Στην άμυνα θα ιδρώσεις και δεν θα χαρίσεις σε κανένα τίποτα και στην επίθεση θα μου δείξεις ότι μπορείς να τα κάνεις όλα μόνος σου: δείτε το χθεσινό γκολ του Αζαρ με την Αρσεναλ. Η ομάδα μαθαίνει πρώτα να σκέφτεται και μετά να παίζει και παίζει για να κερδίζει. Δεν παράγει, τιμωρεί. Δεν σε γοητεύει, χαίρεται η ίδια και οι οπαδοί της για τις νίκες της. Κι όσο περισσότερο κερδίζει τόσο μεγαλύτερες σιγουριές αποκτά. Πρώτα από όλα είναι σίγουρη ότι δύσκολα θα δεχτεί γκολ. Αυτό είναι και το βασικότερο.
Παρέλαβε το απόλυτο τίποτα
Είναι δύσκολο αυτό να το κάνουν οι άλλοι; Ναι, γιατί οι άλλοι έχουν μια τελείως διαφορετική προσέγγιση. Ο Κλοπ έχει χαθεί αδυνατώντας να καταλάβει ότι στην Αγγλία δεν υπάρχει χειμωνιάτικη διακοπή: η Λίβερπουλ κάηκε από το τρέξιμο γιατί ο προπονητής της ήταν συνηθισμένος να δουλεύει σε ένα πρωτάθλημα στο οποίο είχε δικαίωμα να κάνει δυο προετοιμασίες – έτσι γίνεται στην Μπουντεσλίγκα και για αυτό οι καλοί Γερμανοί προπονητές δύσκολα προκόβουν εκτός Γερμανίας. Ο Μου θέλοντας να κάνει πολύ το δικό του χάλασε και ό,τι βρήκε – ο Κόντε ήταν τυχερός γιατί παρέλαβε το απόλυτο τίποτα. Ο Βενγκέρ συνήθισε τις αποτυχίες: χρόνια τώρα κάνει Τέχνη για την Τέχνη. Ο Γκουαρντιόλα μοιάζει ο πιο άτυχος και πιο μπερδεμένος από όλους. Θέλει να διδάξει το ποδόσφαιρό του, αλλά δεν έχει χρόνο, αφού τα ματς δεν σταματάνε, και έχει ένα τσούρμο από επιχειρηματίες που δηλώνουν ποδοσφαιριστές, που δεν μοιάζουν να έψαχναν κάποιον που θα τους ζαλίζει απαιτώντας πολλά. Ενώ ο Κόντε απαιτεί τα απολύτως απαραίτητα, γνωρίζοντας ότι θα αναλάβουν δημοσιογράφοι και σχολιαστές να τα κάνουν να φαίνονται ως σχέδια καταπληκτικά και εμπνευσμένα.
Ποδόσφαιρο μικρών εκατομμυριούχων
Το ιταλικό ποδόσφαιρο ταιριάζει σε μικρούς εκατομμυριούχους που παίζουν για να κερδίζουν: όχι τυχαία, τη δεκαετία του 90 που οι ιταλικές ομάδες κυριαρχούσαν, οι παίκτες που έπαιζαν στο Καμπιονάτο ήταν οι πλέον ακριβοπληρωμένοι στην Ευρώπη. Σήμερα αυτοί υπάρχουν στην Πρέμιερ λιγκ κι αναζητούν, όχι καθηγητάδες που να τους σκοτίζουν ή να τους λιώνουν στην προπόνηση, αλλά κάποιον ικανό να τους δώσει το κίνητρο να κερδίζουν, παίζοντας όσο πιο απλά γίνεται, χωρίς να απαιτεί σύνθετα πράγματα που έχει ο ίδιος στο κεφάλι του. Πριν τον Κόντε και τον Ρανιέρι (αλλά και τον Μουρίνιο που είναι κοντά στη δική τους λογική κι απλά το παρακάνει μερικές φορές), τα κατάφεραν στην Αγγλία και ο Μαντσίνι και ο Ντι Ματέο, που κέρδισε το Τσάμπιονς λιγκ βασισμένος στην ίδια απλοϊκότητα: οι Ιταλοί έχουν κατακτήσει τη χώρα που ανακάλυψε το ποδόσφαιρο, μαθαίνοντας στις ομάδες ότι ποδόσφαιρο δεν χρειάζεται να παίζουν πολύ – αν το κάνεις σωστά και το λίγο για να κερδίσεις σου φτάνει.
Εθνική ψυχανάλυση
Για την Πρέμιερ λιγκ θα ήταν ευλογία να είχαμε κάποια κατάρρευση της Τσέλσι και να έπαιρνε το πρωτάθλημα η Τότεναμ πχ. Διότι αν γεμίσουν το πρωτάθλημά τους με Ιταλούς και Πορτογάλους μάστορες της άμυνας, δεν βλέπω πως οι Αγγλοι θα γλυτώσουν ως ποδοσφαιρικό έθνος την ψυχανάλυση. Σύντομα θα φτάσουν στο να νοσταλγούν τα λασπωμένα γήπεδα, τα πέταλα με τους όρθιους, τους χούλιγκαν και το ξύλο. Δηλαδή την εποχή που για να κερδίσεις το αγγλικό πρωτάθλημα έπρεπε να παίξεις αγγλικό ποδόσφαιρο. Αυτό που δεν υπάρχει πια…