Στ' άρματα, στ' άρματα

Στ' άρματα, στ' άρματα


Τα έφερε έτσι η συγκυρία και σήμερα δυο εθνικές ομάδες στην ίδια μέρα έχουν να δώσουν δυο ματς σχεδόν καθοριστικά για την συνέχεια τους στα τουρνουά στα οποία παίρνουν μέρος: η Εθνική ποδοσφαίρου θα αναμετρηθεί με το πανίσχυρο Βέλγιο στο σχεδόν γεμάτο αυτή τη φορά Καραϊσκάκη για να μείνει ζωντανή στη διεκδίκηση της πρόκρισης στο μουντιάλ και η Εθνική του μπάσκετ πρέπει να κερδίσει την Σλοβενία στα τελικά του Ευρωμπάσκετ στη Φινλανδία για να μην κινδυνέψει με αποκλεισμό από την πρώτη κιόλας φάση της διοργάνωσης. Κοινό χαρακτηριστικό των δυο ματς, ότι σύμφωνα με τις εκτιμήσεις όλων, οι Εθνικές μας έχουν τύχη να κάνουν αποτέλεσμα μόνο αν βασιστούν στην άμυνα. Αυτή την ριμάδα την εθνική μας ψύχωση.  

 

Που να ήξερες βρε Οττο…

Δεν έχω κανένα πρόβλημα με την άμυνα: έχω μεγάλο ζόρι με τις εθνικές ψυχώσεις. Στο ποδόσφαιρο αυτό το κακό πρέπει να ξεκίνησε τον καιρό του Όττο Ρεχάγκελ. Ο καλός Γερμανός δεν έχει μιλήσει ποτέ ειδικά για την ανάγκη της άμυνας. Εβλεπε πάντα το παιγνίδι σαν κάτι το ενιαίο, έλεγε ότι πρέπει να ελέγξουμε το ρυθμό του ματς. Του άρεσε να του λένε ότι έκανε ματ στον αντίπαλο προπονητή, αλλά σπάνια μιλούσε για τακτικές, ειδικές αμυντικές προσαρμογές και άλλα τέτοια κόλπα: προτιμούσε να μιλάει για πίστη και για συγκέντρωση, θεωρεί πάντα τον εαυτό του ένα μεγάλο εμψυχωτή κι όχι έναν που στήνει καλά τις ομάδες στην άμυνα – αν του το πεις και τώρα θυμώνει. Του άρεσαν οι επιθετικοί, μόλις ήρθε στην Ελλάδα γνώρισε αμέσως τον Νικολαϊδη και είχε πάντα τον Χαριστέα σαν παιδί του. Του άρεσαν και οι αμυντικοί που κατέβαζαν την μπάλα – κυρίως οι χαφ που πατούσαν όλο το γήπεδο: μου έλεγε ότι ο Ακης Ζήκος είναι στατικός παίκτης και για αυτό αυτός προτιμά τον Μπασινά, τον Κατσουράνη και τον Ζαγοράκη και του έλεγα ότι τον αδικεί. Αν κάποιος σήμερα του έλεγε ότι εξαιτίας του οι Ελληνες ανακάλυψαν κι έμαθαν να εμπιστεύονται ένα ποδόσφαιρο, στο οποίο υπάρχει μόνο η άμυνα που μπορεί να σου δώσει μια νίκη με 1-0, θα μουρμούριζε στα γερμανικά κάτι ακατανόητο για τα μυαλά μας.

   

Από τον Γκάλη στο Λυπηρίδη

Στο μπάσκετ δεν θυμάμαι καν πως ξεκίνησε αυτή η αμυντικολατρεία. Εγώ μεγάλωσα με τον Νίκο Γκάλη και θυμάμαι ότι ήταν βασικό για όλους σε κάθε τουρνουά να τον καμαρώσουμε πρώτο σκόρερ στη διοργάνωση. Αν το ζήτημα ήταν να μην σκοράρει ο αντίπαλος στο Hall of fame θα έμπαινε ο Βασίλης Λυπηρίδης. Πιθανότατα τις βάσεις της λατρείας στο Θεό που λέγεται άμυνα να τις έβαλε ο Γιάννης Ιωαννίδης, όταν έφυγε από τον Αρη και ήθελε ν αποδείξει ότι η ομάδα της Θεσσαλονίκης έγινε μεγάλη χάρη σε αυτόν. Αλλα εγώ θυμάμαι πως ακόμα και στις πιο σκληρές, μαχητικές και πορωμένες με την άμυνα ομάδες του Ξανθού υπήρχαν πάντα ένας ή δυο επιθετικοί σταρ, που έβγαιναν μπροστά: χωρίς αυτούς, ό,τι και να γινόταν στα μετόπισθεν, δεν είχε αξία θυμάμαι. Θυμάμαι επίσης ότι κοροϊδεύαμε το μπάσκετ των 60 πόντων της Λιμοζ του Μάλκοβιτς, όσο και το βαρετό κατενάτσιο των Ιταλών στο ποδόσφαιρο, που όλοι οι μεγαλύτεροι μας είχαν πείσει ότι υπήρχε κι ας μην το είχαμε δει ποτέ βέβαια, αφού οι ιταλικές ομάδες με τις οποίες μεγαλώσαμε είχαν μια χαρά επιθετικούς. Πως διάβολο φτάσαμε, όχι απλά να λατρεύουμε την άμυνα, αλλά και να θεωρούμε πως οι εθνικές μας ομάδες (και όχι μόνο…) πρέπει αποκλειστικά σε αυτή να βασίζονται, δεν το έχω καταλάβει ποτέ.

Ελεύθεροι πολιορκημένοι

Φυσικά για αυτό δεν φταίνε οι άλλοι, φταίμε εμείς. Πίσω από αυτή την ακατανόητη λατρεία για την καταστροφή δεν κρύβεται κάποιος κακός που με αυτό μπόλιασε την ψυχή μας, αλλά ο δικός μας φόβος να αγωνιστούμε όσο καλύτερα μπορούμε με κόστος και να ηττηθούμε. Στα σπορ αυτό σχηματοποιείται απλούστερα και γίνεται ευκολότερα αντιληπτό, αλλά είναι η ζωή μας η ίδια μια σύμβαση με το διάβολο που λέγεται σκοπιμότητα. Πολλοί νομίζουν ότι αυτή η μανιοκαταθλιπτική επίκληση για άμυνα, ως συνταγή επιτυχίας, γεννήθηκε εξαιτίας της κρίσης, που τρόμαξε και τους τελευταίους ονειροπόλους: λάθος – γεννήθηκε στους καιρούς της ευημερίας, όταν πιστέψαμε ότι είχαμε κάτι να χάσουμε. Η αισθητική μας άλλαξε τότε που νοιώσαμε πως δεν αξίζει το παιγνίδι, αλλά το αποτέλεσμα – γιατί αποτελέσματα βλέπαμε και για την φύση τους ελάχιστος προβληματισμός υπήρχε. Από τη στιγμή που ο ίδιος ο φόβος μας άρχισε να παράγει αποτελέσματα (με τη βοήθεια κάμποσης τύχης, αρκετής πονηριάς και μιας γενναίας, μερικές φορές, προσπάθειας επιβίωσης και όχι δημιουργίας) θεωρητικοποιήσαμε τη στρατηγική της καταστροφής του αντιπάλου, ως λύση απόλυτη, και με αυτή πορευόμαστε: κάπως έτσι φτάσαμε να πιστεύουμε πως η λύση είναι απλά να πεθάνει η κατσίκα του γείτονα – κρίμα που οι Βέλγοι και οι Σλοβένοι δεν έχουν κατσίκες. Φοβόμαστε τόσο την αναμέτρηση με το παιγνίδι και τη ζωή την ίδια, που κλεινόμαστε στο καβούκι μας και φανταζόμαστε ότι είμαστε πρωταγωνιστές στους Ελεύθερους Πολιορκημένους. Είμαστε πολιορκημένοι είναι αλήθεια. Αλλά από τους φόβους μας.

 

Ετσι είναι και η ζωή μας   

Οι πιο πολλοί φοβόμαστε να πάρουμε ρίσκα και πάμε στα σίγουρα, γαντζωμένοι στα λίγα μας. Δεν έχει να κάνει μόνο με τα έτσι κι αλλιώς σκοτωμένα επαγγελματικά μας αυτή η νοοτροπία, αλλά με τη γενικότερη αντιμετώπιση της καθημερινότητας μας. Αντιμετωπίζουμε την ωραία χώρα μας ως μια τάχα μου ηρωϊκή Ψωροκώσταινα, που όπου κι αν πάμε μας πληγώνει. Μεγαλώνουμε με τη μιζέρια του «λίγα και καλά», του «κάλλιο πέντε και στο χέρι», του «βγάλε από τη μύγα ξύγκι». Φοβόμαστε να ονειρευτούμε μην τυχόν και απογοητευτούμε. Φοβόμαστε τα συναισθήματα μας, τα «σ’ αγαπώ» μας, τα λάθη μας: τρέμουμε την αναμέτρηση με τις προσωπικές μας απαιτήσεις, βαφτίζουμε αλαζονεία τη θέληση για επιτυχία, κοιτάμε από την κλειδαρότρυπα το μέλλον, γιατί μας έχουν πει ότι είναι τρομακτικό κι έτσι μας αρέσει να το φανταζόμαστε, ώστε να μην κάνουμε τίποτα για να το αλλάξουμε. Φοβόμαστε όσους θέλουν να ξεχωρίζουν – τους θεωρούμε νούμερα, μόνο και μόνο γιατί τους αρέσει να βγαίνουν μπροστά. Και μετά υποκριτικά αναρωτιόμαστε γιατί δεν έχουμε στα σπορ ούτε δημιουργούς, ούτε παραγωγικό παιγνίδι, ούτε ηγέτες. Δεν έχουμε γιατί αυτοί στην Ελλάδα του σήμερα είναι σπάνιοι. Αν κανένας βρεθεί, φεύγει στο εξωτερικό.     

Μια μικρή χώρα

Ο αντίλογος είναι πάντα ότι η Ελλάδα είναι μια μικρή χώρα, μια σταλιά τόπος, μια κουκίδα στο χάρτη και κάνει ό,τι μπορεί: δεν το κάνει – για την ακρίβεια έχει μάθει να κάνει όσα λιγότερα μπορεί, ελπίζοντας ότι αυτά θα της δώσουν το μεγαλύτερο αποτέλεσμα. Μια σταλιά τόπος είναι και το Βέλγιο. Μια μικρή χώρα είναι και η Σλοβενία. Αλλά σήμερα θα προσπαθήσουν να παίξουν για να κερδίσουν. Ενώ εμείς θα πάρουμε τα άρματα…