Ο Στέφανος Τσιτσιπάς έφτασε για τρίτη φορά στα τέσσερα τελευταία χρόνια στον ημιτελικό του Open της Μελβούρνης. Όπως και να το δει κανείς το επίτευγμά του είναι σπουδαίο κι ας μην έχει αποκλείσει φέτος στην πορεία του τον Φέντερερ (όπως συνέβη το 2019) ή τον Ναδάλ (όπως έκανε πέρυσι στον προημιτελίκό). Στην συγκεκριμένη περίπτωση αυτό που μετρά είναι η σταθερότητα του: ο Τσιτσιπάς φτάνει στον ημιτελικό της Μελβούρνης με την άνεση του πρωταθλητή που κάνει μια απλή δουλειά. Τώρα για να παίξει στον τελικό πρέπει να κάνει μια υπέρβαση. Να κερδίσει τον Ντανίλ Μεντβέντεφ, το νούμερο 2 του κόσμου, τον άσπονδο φίλο του που του είχε στερήσει τον τελικό πέρυσι, στην επιφάνεια που ο Ρώσος αγαπάει. Δεν θα είναι απλό. Αλλά ποιος είπε ότι είναι απλό να κατακτήσει κάποιος, όσο προικισμένος κι αν είναι, ένα τουρνουά του Γκραν Σλάμ;
Τι έλεγαν οι Ιταλοί
Το γραφα και στην εφημερίδα. Όταν ένας Έλληνας αθλητής (ή μια ελληνική ομάδα) φτάνουν σε μια νίκη σε ένα διεθνές τουρνουά έχω αποκτήσει τη συνήθεια να κοιτάζω τι ακριβώς γράφουν στη χώρα του ηττημένου, πως δηλαδή αυτοί που έχουν πικραθεί βλέπουν την ελληνική επιτυχία. Το ίδιο έκανα και χθες. Λίγη ώρα μετά την άνετη νίκη του Στέφανου Τσιτσιπά με αντίπαλο τον Γιανίκ Σίνερ έριξα μια ματιά να δω τι έγραφαν οι Ιταλοί για τον Ελληνα. Σπανιότατα ιταλική ήττα (όχι μόνο στο τένις…) έχει προκαλέσει τέτοια αποθεωτικά σχόλια για τον νικητή: ό,τι υπερβολικό κι αν γραφτεί ποτέ για τον Τσιτσιπά στην Ελλάδα δεν συγκρίνεται με τους ιταλικούς επαίνους. Καλά καλά η αναπαραγωγή τους δεν έχει νόημα. Μιλάμε για ύμνους.
Φέρνω ένα παράδειγμα. Γράφει η Corriere dell Sport: «O Σίνερ μπήκε στο Τοp 10 του κόσμου. Θεωρητικά οι δυο παίκτες έχουν μόνο έξι θέσεις διαφορά. Στην πραγματικότητα ο Ελληνας έδειξε ότι δεν είναι δυνατόν να δυσκολευτεί από τον πρωταθλητή μας: η διαφορά τους θα πρεπε να μετριέται με το χρόνο και δεν έχει να κάνει με θέσεις. Ο Τσιτσιπάς είναι τρία χρόνια μπροστά από τον Σίνερ: η απόστασή τους είναι τεράστια. Ο Σίνερ βρήκε δίκαια μια θέση στο Top 10 των παικτών. Ο Στέφανος ανήκει στο Τοp 10 των «εκτός συναγωνισμού». Στην ειδική αυτή κατηγορία των σπουδαίων που όλος ο κόσμος που αγαπάει το σπορ επιθυμεί να αγωνίζονται μεταξύ τους και μόνο. Και για να πούμε την αλήθεια αυτή τη στιγμή δέκα παίκτες σαν τον Τσιτσιπά δεν υπάρχουν στο παγκόσμιο τένις». Αν ο Τσιτσιπάς ήταν Ιταλός θα ήταν ίσως ο πιο δημοφικής Ιταλός αθλητής.
Υπάρχει ένα παράδοξο στην εφετινή πορεία του Τσιτσιπά στην Μελβούρνη, αν την συγκρίνεις με την περσινή στο ίδιο τουρνουά. Και φέτος όπως και πέρυσι ο Ελληνας άσος φτάνει στα ημιτελικά. Ωστόσο μολονότι πέρυσι τα αποτελέσματά του ήταν πιο θεαματικά (η νίκη του π.χ επί του Ναδάλ από τον οποίο έχανε με 2-0 ήταν μια εποποιΐα) φέτος, παρότι έχει κουραστεί λίγο πιο πολύ, ο Τσιτσιπάς μοιάζει πιο σίγουρος. Αυτό συμβαίνει για δυο λόγους: πρώτον γιατί ανταποκρίνεται στις προσδοκίες και κερδίζει ματς στα οποία είναι το φαβορί – πράγμα που για αυτόν στα Γκράν Σλαμ τουρνουά ήταν κομμάτι δύσκολο. Και δεύτερον γιατί μοιάζει να κουβαλά ένα αέρα υπέροχης: τον Αμερικάνο Τέιλορ Φρίντζ τον κέρδισε ανατρέποντας το σε βάρος του 1-2 χωρίς να είναι καλύτερός. Τον φέρελπι Γιανίκ Σίνερ απλά τον τρέλανε και δεν το λέω γιατί ο Ιταλός δοκίμασε εναντίον του τα πάντα χωρίς να βρει λύση: το λέω γιατί ο Τσιτσιπάς είχε στο ματς αυτό κάτι που δεν συνηθίζει, δηλαδή στρατηγική.
Ο Ελληνας σέρβιρε άψογα, έβαλε τον Σίνερ να τρέχει από γωνία σε γωνία σαν να είναι ένα μαθητούδι που πάει σε Γκραν Σλάμ τουρνουά πρώτη φορά, είχε τον απόλυτο έλεγχο όλου του ματς – το μαρτυρά και το τελικό 3-0. Αν το κατάφερε είναι γιατί μπήκε με σκοπό να κάνει γρήγορα ένα μπρέικ και με ένα τέτοιο ξεκίνησε τα δυο πρώτα σετ στα οποία και προηγήθηκε με 3-0 και 3-1. Στη συνέχεια και στα δυο φρόντισε να κρατήσει το σερβίς του χωρίς ρίσκα, χωρίς ξοδέματα δυνάμεων, χωρίς τίποτα το περιττό. Στο δε τρίτο σετ, με όπλο το βαρύ 2-0 έπαιξε με τα νεύρα του νεαρού Ιταλού που είναι δυόμισι χρόνια νεότερος, οδηγώντας τον στην κατάρρευση. Όλα αυτά από τον Τσιτσιπά δεν τα βλέπουμε συχνά σε ματς που γίνονται σε Γκραν Σλαμ τουρνουά.
Σιγά σιγά τον ανακαλύπτουμε
Στην Ελλάδα δεν είχαμε ποτέ την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε ένα τέτοιο αθλητή σε ατομικό σπορ – δηλαδή κάποιον που αγωνίζεται διαρκώς και όλο το χρόνο και που στα μεγάλα τουρνουά έχει τα φώτα πάνω του. Οι καλοί αθλητές μας στα ατομικά, οι αθλητές του στίβου π.χ ή παλιότερα οι αρσιβαρίστες έπρεπε να πάρουν μετάλλια σε συγκεκριμένα τουρνουά για τα οποία προετοιμάζονται για καιρό: δεν ήταν διαρκώς μπροστά στα μάτια μας. Δεν τους μειώνω: απλά επισημαίνω το διαφορετικό του πράγματος. Τοπν Τσιτσιπά ακόμα τον ανακαλύπτουμε ενώ τον παρακολουθούμε χρόνια γιατί αυτή είναι η φύση του αθλήματος που υπηρετεί.
Εγώ τώρα νομίζω ότι έχω καταλάβει και τι είδους τελικά παίκτης είναι. Δεν θα γίνει ποτέ ακούραστος μαραθωνοδρόμος παρόλο που αγαπάει το χώμα. Δεν θα γίνει ποτέ ο σούπερ επιθετικός παρόλο που έχει καλό σερβίς και δεν του λείπει το μπόι. Στα καλύτερα του παιγνίδια ο Τσιτσιπάς δίνει την εντύπωση πως το μάξιμουμ που χτίζει στο μυαλό του είναι ο επόμενος πόντος – και τίποτα άλλο. Το λέει κι ο ίδιος. Κι αν συχνά έχει την ανάγκη των συμβουλών του πατέρα του, προκαλώντας την οργή αντιπάλων, αλλά και σχολιαστών (μέχρι κι ο ψύχραιμος Ματς Βιλάντερ τον επίπληξε) είναι γιατί πιστεύει πως ο μπαμπάς Απόστολος έχει τη μεγάλη εικόνα του ματς: αυτό δηλαδή που δεν έχει αυτός.
Με τον Σίνερ τον είδα για πρώτη φορά να λειτουργεί σαν να είχε σχεδιάσει τα πάντα στο μυαλό του: δεν έκανε ένα παιγνίδι ενστίκτου και πίστης (όπως κόντρα στον Φριντζ ή όπως κόντρα στον Ναδάλ πέρυσι) αλλά κέρδισε σαν μεγάλος παίκτης. Ναι αυτό που θέλω να πω είναι ότι ίσως και εξαιτίας του τραυματισμού (που είναι ένα μάθημα ζωής) ο Τσιτσιπάς ωριμάζει μπροστά στα μάτια μας. Σιγά σιγά. Αργά ίσως. Αλλά ωριμάζει.
Μόνο αν τον τρελάνει
Τώρα έχει μπροστά του τον Μεντβέντεφ που τον κέρδισε πέρυσι στην Μελβούρνη στον ημιτελικό αλλά τον οποίο έχει κερδίσει στην τελευταία μεταξύ τους αναμέτρηση – αναφέρομαι στον ιστορικό περσινό προημιτελικό του Ρολάν Γκαρός όταν ο Ρώσος κατέβηκε ως σούπερ φαβορί (μετρώντας έξι νίκες σε επτά ματς με τον Στέφανο), αλλά ο Τσιτσιπάς τον διέλυσε. Θυμίζω ότι σε εκείνο το ματς ο Τσιτσιπάς δεν είχε απλά κερδίσει τον άσπονδο φίλο του, αλλά είχε δείξει και σε όλο τον κόσμο πως ο περίφημος Ice Man (όπως αποκαλούσαν τον Ρώσο οι θαυμαστές του) μπορεί να λειώσει σε παγκόσμια μετάδοση.
Ο Ρώσος στη διάρκεια του ματς, βλέποντας ότι είναι αδύνατο να «τρέξει» τον Ελληνα που τον βομβάρδιζε παίζοντας δυο μέτρα πίσω από την βασική γραμμή, άρχισε να τσακώνεται με το διαιτητή, να γκρινιάζει για τον θόρυβο που υπήρχε έξω από το άδειο γήπεδο, να ψάχνει βοήθειες ποντάροντας στο μεταφυσικό: άλλαξε ακόμα και ρούχα φορώντας στο τρίτο σετ μια κατάλευκη εμφάνιση! Στο τέλος χάνοντας εντελώς το μυαλό του προσπάθησε να αιφνιδιάσει τον Τσιτσιπά σερβίροντας χωρίς να υψώσει τη μπάλα, αλλά με ένα γρήγορο χτύπημα από χαμηλά σαν να παίζει ρακέτες στη θάλασσα. Ο συγκεντρωμένος Τσιτσιπάς εκμεταλλεύτηκε το δώρο και τελείωσε το ματς. Είμασταν όμως στο χώμα και το χώμα είναι σύμμαχος του Στέφανου γιατί οι πόντοι είναι αργοί και τα ράλι μεγάλα. Το «παίζω για τον επόμενο πόντο» στο χώμα είναι εύκολο: η Μελβούρνη θέλει στρατηγική και ωριμότητα. Ο Μεντβέντεφ είναι φαβορί γιατί τα έχει και τα δυο: για να αποκλείσει τον Φέλιξ Οζέρ Αλιασίμ έπαιξε 4,5 ώρες τένις. Και μην πείτε ό,τι κουράστηκε. Τέτοιες νίκες δεν κουράζουν αλλά γκαζώνουν. Κι ο Τσιτσιπάς πριν διαλύσει τον Σίνερ έπαιξε πέντε σετ με τον Φριντζ. Με το χέρι λιγάκι να πονάει, αλλά με τη βεβαιότητα ότι είναι καλύτερος. Και αυτή τη φέρνει η ωριμότητα…