Από τα πολλά και τα διάφορα που ακούστηκαν μετά τη νίκη της Εθνικής Ελλάδος στην Γλασκώβη με το επιβλητικό 0-3 κόντρα στους Σκωτσέζους ξεχωρίζω μια δήλωση του Ντέμη Νικολαΐδη που είπε ότι πρέπει να λέμε μπράβο στα παιδιά της ομάδας του Ιβάν Γιοβάνοβιτς χωρίς να σκεφτόμαστε ότι μπορεί να τους κάνουμε κακό γιατί τα μυαλά τους θα πάρουν αέρα. Το επισημαίνω και γιατί συμφωνώ απόλυτα. Μου δίνει και πάσα να εξηγήσω γιατί τα καλά λόγια όχι μόνο δεν είναι περιττά αλλά είναι κι απαραίτητα.
Υπάρχει μια γενικευμένη εντύπωση στην Ελλάδα ότι τα καλά λόγια καταστρέφουν συχνά πυκνά τους νέους ποδοσφαιριστές- κι όχι μόνο. Στα περίφημα «καλά λόγια» πολλοί συμπεριλαμβάνουν και διάφορες υπερβολές που γράφουν οι δημοσιογράφοι, αλλά λένε και οι τηλεσχολιαστές στις μεταδόσεις τους. Ο κόσμος μπερδεύει τα καλά λόγια με τα κατά παραγγελία καλά λόγια που είναι κάτι άλλο. Τα κατά παραγγελία καλά λόγια λέγονται για να χτιστούν υπεραξίες – πολλοί μάλιστα νομίζουν πως μπορεί να κάνουν καριέρα βασισμένοι αποκλειστικά στα κατά παραγγελία καλά λόγια: δεν θα κάνουν. Η πραγματικότητα τα σαρώνει όλα και σπανίως αδικεί. Αλλά αυτά τα συνήθως πληρωμένα πουσαρίσματα δεν είναι «μπράβο»: τα μπράβο είναι αυθόρμητα και μαζικά. Όπως αυτά που κέρδισαν πριν λίγες μέρες οι μικροί του Ιβάν Γιοβάνοβιτς.
Αν είναι να καβαλήσει το καλάμι
Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι τα λόγια που λέγονται στην Ελλάδα είναι περισσότερα απ’ όσα πρέπει (πράγμα που δύναμαι να σας διαβεβαιώσω ότι δεν ισχύει καθώς λατινοαμερικάνοι και δυτικοευρωπαίοι λένε πολλά περισσότερα) ποτέ κανένας αθλητής δεν έπαθε ζημιά από αυτά. Το χειρότερο που μπορεί να συμβεί σε κάποιον που ακούει καλά λόγια είναι να καβαλήσει το καλάμι, να σταματήσει να δουλεύει και να πιστέψει ότι είναι ήδη φτασμένος, ενώ έχει να μάθει ακόμα πολλά – στη ζωή άλλωστε πάντα έχεις να μάθεις. Όμως τίποτα απ’ όλα αυτά δεν έχει συμβεί ποτέ εξαιτίας του ό,τι ο αθλητής έχει ακούσει καλά λόγια: αν είναι κάποιος να καβαλήσει το καλάμι, αν είναι να σταματήσει να δουλεύει κι αν φτάσει νεότατος να πιστεύει πως δεν χρειάζεται άλλος κόπος για να γίνει καλύτερος, σ’ αυτό φταίει ότι είναι τεμπέλης, καλοπερασάκιας και φύσει ανώριμος. Στην προκειμένη περίπτωση τα καλά λόγια δεν είναι τίποτα περισσότερο από το άλλοθι της τεμπελιάς του. Που θα υπήρχε γιατί είναι στον χαρακτήρα του.
Αν έφταιγαν τα καλά λόγια θα αρκούσε να λέγαμε όλοι κακά λόγια για να γίνουν οι Ελληνες αθλητές καλύτεροι. Αν υπάρχει άνθρωπος που κάτι τέτοιο το πιστεύει, θα του συνιστούσα να ξεκινήσει κάνοντας μια γενική εξέταση ούρων και αίματος και μετά να επισκεφτεί ένα καλό ψυχίατρο. Κανείς δε γίνεται καλύτερος επειδή τον βρίζουν και δεν είναι σίγουρα το βρισίδι τρόπος για να υποχρεώσεις κάποιον αθλητή να ξεπεράσει τον εαυτό του. Ίσα-ίσα που είναι αποδεδειγμένο ότι η υπερβολική πίεση που συνήθως ασκείται από ακραίες αντιδράσεις οπαδών, μπορεί να κάνει έναν αθλητή χειρότερο - ειδικά στους καιρούς που οι πιο πολλοί αθλητές ασχολούνται με το Instagram παραπάνω από όσο θα έπρεπε. Οι αθλητές στην πίεση θα έπρεπε να είναι συνηθισμένοι – οι προπονητές δεν τους πιέζουν και λίγο. Αλλά μην μπερδεύετε τις φωνές ενός προπονητής για μια φάση, με τη στάση μιας χώρας. Οι φωνές του προπονητή ξυπνάνε: οι υστερίες μιας χώρας καταστρέφουν.
Ο πηγαίος θαυμασμός
Οι μεγάλοι ποδοσφαιριστές έχουν όλοι τους ακούσει τα καλύτερα όντας πολύ μικροί. Ξέρετε γιατί; Γιατί είχαν τόσο ταλέντο που όποιος τους έβλεπε ήταν αδύνατον να μην εκφράσει το θαυμασμό του. Ο Πελέ στα 16 του έκανε όλη την ανθρωπότητα να μιλάει για αυτόν με τα όσα έδειξε στο Μουντιάλ της Σουηδίας. Για τον Μέσι δεν είχαν απλώς γραφτεί υπερβολές αλλά είχαν κυκλοφορήσει βιβλία πριν αυτός γίνει καλά καλά 21 χρόνων. Αν τα καλά λόγια φρέναραν την καριέρα του Κριστιάνο Ρονάλντο, αυτή θα είχε σταματήσει σε χρόνο ρεκόρ δεδομένο ότι καλά λόγια για αυτόν λέει πρώτα απ’ όλα ο ίδιος! Όταν ο Ντελ Πιέρο ήταν 19 χρονών ήταν τόσο μεγάλο θέμα συζήτησης ώστε η η μητέρα του (!) έκανε διαφημίσεις μιλώντας για το γάλα που του έδινε όταν ήταν μικρούλης: υπερβολή ήταν αλλά ο Αλέξανδρος δεν έπαθε κάτι – τραυματισμούς πλήρωσε.
Αλλά ας θυμηθούμε και πολλούς δικούς μας που πρόκοψαν μολονότι είπαμε για αυτούς αμέσως καλά λόγια. Ο Μήτρογλου φαινόταν από τα 17 του, όταν αγωνίστηκε στην εθνική Νέων του Νιόμπλια ότι είναι σκόρερ ράτσας: το απέδειξε. Ο Σωκράτης Παπασταθόπουλος σε έκανε να πιστεύεις (και να το λες…) ότι είναι έμπειρος ποδοσφαιριστής όταν ήταν 20 χρονών: η καριέρα του υπήρξε σούπερ. Ο Τζόλης, 18 χρόνων σηκώθηκε από τον πάγκο του ΠΑΟΚ μπήκε σε ένα ματς με τον ΟΦΗ στα πλέι οφ και σκόραρε: είπανε όλοι τα καλύτερα και το παιδί στα 23 του έχει επιβεβαιώσει εκείνες τις εκτιμήσεις.
Να γίνεται διαρκώς καλύτερος
Υπήρξαν φυσικά και πολλοί που στην πορεία έκαναν λιγότερα από αυτά που περιμέναμε. Κάποιοι έβγαλαν χρήματα πολύ γρήγορα και πέτυχαν να λύσουν τα οικονομικά προβλήματα τα δικά τους και της οικογένειας τους: αυτός ήταν τελικά ο μικρός μεγάλος στόχος τους, τον έπιασαν και μετά χαλάρωσαν. Κάποια άλλοι έκαναν λάθος επιλογές γιατί δεν είχαν δίπλα τους τους κατάλληλους ανθρώπους. Και κάποιοι άλλοι δεν είχαν το πάθος για τη δουλειά που στον αθλητισμό είναι πάντα απαραίτητο για να ξεπεράσεις τα όριά σου. Πολλοί έχουμε πει καλά λόγια και είδαμε αθλητές στην πορεία να μην τα δικαιώνουν. Αλλά ο Ντέμης, που σημειωτέων ως ποδοσφαιριστής αργήσει να ακούσει καλά λόγια και θα μπορούσε να λέει ότι αυτό ήταν το μυστικό της επιτυχίας του, όταν δηλώνει ότι τα μπράβο δεν κάνουν κακό έχει δίκιο. Κάθε σπουδαίος παίκτης πρέπει να παίζει για να προκαλεί θαυμασμό. Και όταν τον θαυμασμό τον εισπράττει, πρέπει και να τον δικαιολογεί διαρκώς, δηλαδή να γίνεται διαρκώς καλύτερος.
Και υπάρχει και κάτι ακόμα σημαντικό: η αντοχή απέναντι στις υπερβολές. Ο παίκτης πρέπει να τα ξεπερνά αυτά τα μπράβο, να τα χρησιμοποιεί για να νιώθει μια ανταμοιβή, αλλά και και να μην στέκεται σε αυτά πιο πολύ από όσο πρέπει. Επίσης πρέπει να διεκδικεί αυτά τα μπράβο με την απόδοσή του: να έχει πάντα κάτι να αποδείξει. Ετσι γίνεται πρωταθλητής: μαθαίνοντας την διαχείριση και των υπερβολών. Αλλά για να συμβεί αυτό πρέπει τα μπράβο να τα ακούσει, να τα συνηθίσει και έπειτα να τα διαχειριστεί.
Ολότελα διαφορετικά
Δείτε τους δύο προηγούμενους που σκόραραν με τη φανέλα της εθνικής στα 17 τους όπως τώρα ο Καρέτσας. Ο ένας ήταν ο Κώστας Ελευθεράκης και ο άλλος ο Σωτήρης Νίνης. Και για τους δύο ειπώθηκαν καλά λόγια. Όμως οι καριέρες τους υπήρξαν ολότελα διαφορετικές…