Τα μεγάλα κουπλέ του Σπύρου Γιατρά

Τα μεγάλα κουπλέ του Σπύρου Γιατρά


Μετά τον Τάκη Μουσαφίρη αποχώρησε σεμνά και ταπεινά κι ο Σπύρος Γιατράς, στιχουργός που υπέγραψε μεγάλα τραγούδια, αλλά κυρίως σπάνιος τύπος: ένας γεννημένος πρωταγωνιστής – με τον τρόπο του. Ενας άνθρωπος που με τη συμπεριφορά και την κατάρτισή του αποτελούσε στα μάτια μου την απόδειξη ότι σε μια χώρα που έχει το λούμπεν στο αίμα της, το λαϊκό (όχι μόνο το τραγούδι…) δεν είναι συνώνυμο του λούμπεν.  

Ο Γιατράς είχε όλα τα στοιχεία για να είναι σνομπ, δύσκολος και ψαρωτικός. Αλλά παρά την τρομερή του παιδεία, την σπάνια αγάπη του για την Τέχνη και την δομημένη σκέψη του ήταν συγχρόνως ένας υπέροχος λαϊκός άνθρωπος – το είδος του ανθρώπου που αγαπούσε να παρατηρεί τη ζωή κινούμενος μέσα στον κόσμο, θέλοντας να εκφράσει τις χαρές και τις θλίψεις του. Το είδος του λαμπερού ανθρώπου που αντιλαμβανόταν την επιτυχία ως επιβράβευση και όχι ως υποχρέωση. Νιώθω ότι είναι αληθινά δύσκολο να μιλήσει κανείς για τον γίγαντα τον κύριο Σπύρο σε όποιον δεν τον γνώρισε. Ισως γιατί είναι δύσκολο κάποιος να πιστέψει ότι ένας τέτοιος άνθρωπος, εξαιρετικά μορφωμένος και συγχρόνως σπάνια απλός, υπήρξε πραγματικά.  

Το πάντρεμα των λέξεων

Το Γιατρά τον γνώρισα χάρη στο Νίκο Αναστόπουλο και τις μεγάλες βραδιές που έχουμε περάσει με την μεγάλη παρέα του. Φανατικός λάτρης του ποδοσφαίρου (με ένα πέρασμα από τον Παναθηναϊκό στα χρόνια που έπαιζαν στην ομάδα 15 παίκτες…), ο Γιατράς εκτιμούσε τον Αναστόπουλο ως σέντερ φορ, γιατί έπαιζε στην ίδια θέση. Όταν πριν πολλά χρόνια είχε πρωτορθεί να περάσει ένα βράδυ μαζί μας σε ένα ταβερνάκι στα Πετράλωνα νόμιζα πως πρόκειται για ένα είδος «ποιητή της ζωής», ένα από αυτούς που σκαρώνουν τραγούδια με ευκολία, γιατί έχουν το χάρισμα του παντρέματος των λέξεων, χάρισμα σπάνιο.

https://www.offlinepost.gr/wp-content/uploads/2020/05/96215600_943167759475961_1023635197926572032_n.jpg

Ο Γιατράς το είχε, αλλά είχε και πολλά άλλα που δεν τα συναντάς παρά μόνο σε λίγους. Ηξερε όλο τον Καβάφη και μπορούσε να τον απαγγείλει, αν ήταν απαραίτητο για να σε πείσει ότι είναι ο κορυφαίος Ελληνας ποιητής. Ηξερε ποιήματα του Παλαμά, του Σικελιανού, του Βάρναλη και στα απήγγειλε με τόση ευκολία που νόμιζες ότι είναι δικά του. Μπορούσε να σου πει στίχους από τα απαγορευμένα του Μποντλέρ, ήξερε πολύ καλά τον Μπέκετ, λάτρευε το σουρεαλισμό του Νταλί. Ηταν ένας σπουδαίος αφηγητής και συγχρόνως ένας υπέροχος «φωτογράφος», μόνο που το κλικ ήταν η ματιά του. Ελεγε υπέροχες ατάκες («έπαθα σοκ την πρώτη φορά που διαπίστωσα πως ένας μεγάλος καλλιτέχνης χωρά σε ένα τόσο μικρό άνθρωπο»), αγαπούσε τις γυναίκες (που «είναι ανώτερες από τους άνδρες και για αυτό ο Θεός τις προίκισε με το χάρισμα της δημιουργίας»), ήταν λάτρης των ωραίων ιστοριών – σίγουρα θα μπορούσε να γράφει μυθιστορήματα, αν δεν τον κέρδιζε η στιχουργική. Μου έλεγε πως ζήλευε τους χαρακτήρες του Καζαντζάκη και τις λεπτομέρειες του Ντοστογιέφσκι και θυμόταν με κάθε στιγμή της βραδιά που είδε από κοντά την Γκουέρνικα. Εγώ νόμιζα πως θα γνώριζα τον μάστερ Νίντζα της συνθηματολογικής ατάκας («Λέγε ό,τι θες λέγε») και βρήκα μπροστά μου ένα γίγαντα που μπορούσε να σου εξηγήσει τον Μπέκετ! Εχοντας παράλληλα γράψει «το ένα σου σημάδι μόνο».

Στο μεγάλο περιβόλι

Ο Γιατράς ανήκε σε μια εποχή που η καλλιέργεια ήταν απαραίτητη όχι για να ξεχωρίσεις, αλλά για να χαρείς την ίδια τη ζωή. Αντιλαμβανόταν τον κόσμο σαν ένα μεγάλο περιβόλι που όφειλες να το γυρίσεις: η απόλαυσή αυτού του κόσμου ήταν καύσιμο κι έμπνευση. Ο Γιατράς έγραφε στοίχους σε τραγούδια για να μοιραστεί αυτή του τη χαρά: όταν μιλούσε για τους στοίχους του σε έκανε να πιστεύεις πως από την ώρα που αυτή τραγουδήθηκαν, έπαψαν να είναι δικοί του και ανήκουν σε άλλους. «Είχα πάει στο Πρώτο Νεκροταφείο κι είδα ότι πολλοί πιλότοι που έχουν χάσει τη ζωή τους σε δυστυχήματα και ασκήσεις ζητάνε να γραφτεί στο μνήμα τους το «ο Αετός πεθαίνει στον αέρα». Ποτέ μου δεν σκέφτηκα ότι το τραγούδι αυτό θα συντρόφευε τον αιώνιο ύπνο των παιδιών αυτών» μου χε πει κάποτε.

Ο Γιατράς ήταν απόλαυση όταν σου εξηγούσε αυτό το μυστήριο παιγνίδι της έμπνευσης, που έπαιξε με μεγάλη επιτυχία και που πάντα τον απασχολούσε. «Ο Μάτσας είχε αντιρρήσεις να βγει ένα τραγούδι που λεγόταν «Παράλληλα» - η λέξη δεν ταιριάζει σε τραγούδι λαϊκό μου έλεγε. Εγώ έγραψα τη λέξη και είπα πως μόνο που θα ακουστεί θα γίνει σουξέ γιατί είναι υπέροχη – κουβαλάει τη μουσική της» μου είχε πει. Δεν έγραφε ποτέ του πάνω στη μουσική: τη μουσική στις λέξεις του όφειλε να τη βρει ο Αλέκος Χρυσοβέργη.

Το μεγάλο σπίρτο

Το πλήθος των επιτυχιών του μας υποχρεώνει να τον σκεφτόμαστε σαν ένα υπέροχο κατασκευαστή τεράστιων ρεφρέν που έγραψαν ιστορία: «Αν δεν είχα και σένα νε, τι θα ήμουν στη γη», «Άλλοθι δεν έχει άλλοθι», «Μας υποχρέωσες», «Όλα τα δωσα για σένα», «Με ρωτάς αν χαθείς, τι θα κάνω» - τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Κι όμως ο ίδιος ο Γιατράς αγαπούσε τα κουπλέ λίγο περισσότερο, ίσως γιατί αυτά ήταν πάντα το σπίρτο της έμπνευσης.

Δυο γιγάντιες επιτυχίες έχουν απίστευτα κουπλέ που μοιάζουν σκηνές από κινηματογραφικές ταινίες. Πολύ πριν ο Γιατράς εξηγήσει στους άντρες (ξεσηκώνοντας τις γυναίκες) πως «η καρδιά είναι μια άβυσσος», στο τεράστιο αυτό τραγούδι μιλά για ένα «ταξιδιώτη της βροχής», ένα διαβάτη που έχει χάσει το μυαλό του και ορκίζεται πως τον είδε έξω από το κατάστημα Οπτικών του. Με την ίδια τεχνική, πριν υποχρεώσει χιλιάδες που από έρωτα εξέπεσαν να αναρωτηθούν «μήπως είναι τρελοί», τους (μας…) εξηγεί πως «το σχήμα του κορμιού της στο κρεβάτι του έχει μείνε κι αυτός στο πάτωμα κοιμάται». Μιλάμε για πλάνο του Βέντερς.

Καλύτερα μαζί σου

Ο Γιατράς πήρε τις εικόνες του κόσμου, τις φίλτραρε με την καλλιέργειά του και τις φώτισε όσο χρειαζόταν. Με το Χρυσοβέργη γνωρίστηκαν μετά από ένα ματς ποδοσφαίρου στο οποίο είχαν παίξει και οι δυο: τον πήρε για να τον πάει σπίτι με το αυτοκίνητο – ωραία αρχή μιας αληθινά αντρικής φιλίας. Δέσανε γιατί ήταν άνθρωποι διαφορετικοί. Τον ρώτησα κάποτε γιατί έγραψε 500 τραγούδια, λέγοντάς του ότι αν είχε γράψει 50 θα είχε πιθανότατα μόνο επιτυχίες. «Ετσι είναι» μου είπε «αλλά πώς να πεις όχι σε τόσο μεγάλες φωνές;». «Όταν έγραψα την Άβυσσο, ο Διονυσίου δεν ήθελε να πει άλλο τραγούδι για μέρες – γυρνούσε κι έλεγε μόνο αυτό» μου έλεγε καμαρώνοντας. Αυτή ήταν η ανταμοιβή του: η αναγνώριση των μεγάλων – κι ας είχε συμβάλει καθοριστικά ο ίδιος στην επιτυχία τους.

Εδώ και δυο μέρες που έφυγε από κοντά μας ακούω συνεχώς ένα τραγούδι του που είναι από τις πιο μεγάλες ροκ μπαλάντες, που έχουν γραφτεί στην Ελλάδα: το διαμαντάκι που λέγεται «Όλα σε αγαπάνε». Με κουπλέ σουρεάλ, όπως τα μεγάλα ροκ τραγούδια, με ρεφρέν εκρηκτικό, με μελωδία που χωρίς τους στίχους θα θύμιζε απλά ένα τζαζ αυτοσχεδιασμό.

Καμαρώνω που τον γνώρισα. «Πιάνω τα μάτια μου μα είναι αυτά στεγνά»: ο δικός μας κύριος Σπύρος δεν θα ήθελε δάκρια. Οι βραδιές μας στους Ψαράδες τελείωναν με τα τραγούδια του, το Νίκο Φιλίππου Dj, τον Κίμωνα Κοκορόγιαννη να τραγουδάει κι όλους εμάς τους υπόλοιπους να συμφωνούμε: «Καλύτερα μαζί σου και τρελός…»…