Η Χίμκι έχασε από τον Ολυμπιακό στη Ρωσία έχοντας και τον Σβεντ – δύσκολα θα μπορούσε να του δημιουργήσει σημαντικά προβλήματα χωρίς τον μεγάλο της σκόρερ, μολονότι χωρίς αυτόν κέρδισε και την Φενέρ και τον Παναθηναϊκό, μην το ξεχνάμε. Για να την κερδίσει ο Ολυμπιακός χθες επιστράτευσε ένα γνωστό και πάντα χρήσιμο όπλο του: την άμυνά του. Για 30 λεπτά είχε δεχτεί 33 πόντους, ενώ στο πρώτο ημίχρονο επέτρεψε στην Χίμκι να πάρει επιθετικά κάτι, μόνο στις 9 από τις 36 συνολικά προσπάθειες που έκανε! Αλλά για μια στιγμή. Δεν λέγαμε στην αρχή της χρονιάς ότι ο Ντέιβιντ Μπλατ είναι μεν καλός προπονητής, πλην όμως δεν παίζει άμυνα;
Η καλύτερη άμυνα στην Ευρώπη
Τη θυμάμαι όλη αυτή την κομμάτι επιπόλαια συζήτηση και γελάω. Θυμάμαι να λέγονται και να γράφονται φοβερά πράγματα μετά την ήττα από την Αρμάνι στο ΣΕΦ, αλλά και μετά τις ήττες από τον ΠΑΟ και την Ζαλγκίρις – όλες υποτίθεται ότι ήταν αποτέλεσμα της νοοτροπίας του Αμερικάνου κόουτς, που «δεν είναι από αυτούς που κατανοούν την αξία της άμυνας και θέλει ν αλλάξει το DNA του Ολυμπιακού» - το βάζω εντός εισαγωγικών γιατί έχει υπάρξει γραμμένο έτσι ακριβώς. Θυμάμαι επίσης παραινέσεις του στυλ «να βάλει κάτι από Σφαιρόπουλο στο παιγνίδι του Ολυμπιακού», αλλά και αναλύσεις που κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι «ο ξένος που θα ρθει πρέπει να είναι σκληρός αμυντικός γκαρντ για να μεγαλώσει την αθλητικότητα» κτλ κτλ.
Λίγους μήνες αργότερα, χωρίς κανένας να αποκτηθεί και τίποτα ν αλλάξει, ο Ολυμπιακός έχει την καλύτερη άμυνα στην Ευρωλίγκα κι έχει δείξει σε τρία τουλάχιστον ματς (με την Μπάρτσα εκτός έδρας και με τον ΠΑΟ και την Χίμκι χθες) πως αν δεν χαλάρωνε στο τελευταίο δεκάλεπτο, λόγω της μεγάλης διαφοράς που είχε πάρει, θα μπορούσε να κρατήσει τους αντιπάλους του κάτω από τους 50 πόντους! Όχι γιατί απέκτησε τον σκληρό αμυντικό γκαρντ, ή γιατί ο Μπλατ βρήκε κάπου τα τεφτέρια του Σφαιρόπουλου, αλλά για ένα λόγο απλούστατο: γιατί ο Αμερικάνος κόουτς ως καλός προπονητής αξιοποιεί γρήγορα το χρόνο. Η ομάδα του μαθαίνει τι θέλει και προσαρμόζεται. Και δεν υπάρχει κανείς προπονητής που να μην θέλει η ομάδα του να παίζει άμυνα και κανείς που δεν διδάσκει στους παίκτες του το πώς μπορεί σε αυτό το κομμάτι να είναι αποτελεσματικοί. Απλά το άλλο κομμάτι (αυτό της επίθεσης) είναι δυσκολότερο, πιο συναρπαστικό και πιο χρήσιμο: χωρίς αυτό πλέον δεν πας πουθενά κι ο Μπλατ το ξέρει καλά για αυτό και χθες παρά την άνετη νίκη δεν ήταν απολύτως ευχαριστημένος. Κι αν ακόμα ασχολείται πιο πολύ με αυτό το κομμάτι είναι γιατί γνωρίζει πως πλέον μόνο με την άμυνα δεν κάνεις τίποτα: το σωστό επιθετικό παιγνίδι και το γρήγορο μπάσκετ φέρνουν τίτλους. Η άμυνα είναι εργαλείο για ειδικά ματς.
Η δυσπιστία για οτιδήποτε καινούργιο
Πως γίνεται να γράφεις και να λες ότι ένας προπονητής δεν παίζει καλή άμυνα, δεν την εκτιμάει κτλ κτλ; Νομίζω ότι η ευκολία με την οποία αυτά γράφονται και λέγονται οφείλεται κυρίως σε ένα γεγονός: στη δυσπιστία του ελληνικού κοινού για οτιδήποτε καινούργιο. Στην Ελλάδα υπάρχει μια παράξενη σύμβαση ανάμεσα στους φίλους του μπάσκετ και σε όσους το μπάσκετ το εξηγούν και το αναλύουν: και οι μεν και οι δε δέχονται a priori ότι υπάρχει ένας και μόνο ελληνικός δρόμος, που οδήγησε σε μεγάλες επιτυχίες κτλ. Αυτό είναι αλήθεια: πολλές από τις ελληνικές επιτυχίες στηρίχθηκαν σε ένα είδος μπάσκετ στο οποίο η άμυνα και οι αργές επιθέσεις (που είχαν ως συνέπεια και κάμποσους ηρωϊσμούς) ήταν ένα είδος κανόνα. Ευρωλίγκες (κι όχι μόνο) κατακτήθηκαν με αίμα δάκρια και ιδρώτα και προπονητές έβγαλαν ωραία χρήματα βλέποντας μόνο το ένα μισό του γηπέδου και ποντάροντας στην επίθεση σε εμπνεύσεις και προσωπικές δημιουργίες. Η επίσημη αγαπημένη Εθνική έπαιζε μόνο αυτό το μπάσκετ – μια φορά πήγε ν αλλάξει κάτι ο Καζλάουσκας, τον βγάλαμε άχρηστο και τον στείλαμε σπίτι.
Ολοι – πρώτοι εμείς που το μπάσκετ το παρακολουθούμε – μάθαμε μόνο ένα πράγμα και είναι αλήθεια πως το μάθαμε καλά. Όμως αυτό το γεγονός δημιούργησε μια παράξενη δυσπιστία για οτιδήποτε μας μοιάζει άγνωστο, δηλαδή διαφορετικό από ότι έχουμε συνηθίσει. Πάνω σε αυτή την ανασφάλεια ποντάρουν οι αναλυτές: ξέρουν ότι αν πουν ότι «ο Μπλατ δεν παίζει άμυνα» το κοινό θα γυρίσει να τους ακούσει προσεχτικά, όπως προσεχτικά ακούει οτιδήποτε το τρομάζει. Δείτε τι γίνεται και με τον Ρικ Πιτίνο: το γεγονός ότι δεν παίζει άμυνα με αλλαγές προβάλλεται σαν ο τύπος να είναι κάποιου είδους τρελός – ενώ είναι ένας από τους μεγαλύτερους δασκάλους μπάσκετ.
Υπάρχουν πάντα κι άλλοι δρόμοι
Ο φόβος για οτιδήποτε μας μοιάζει παράξενο (δηλαδή διαφορετικό από αυτό που έχουμε συνηθίσει) υπάρχει και στο ποδόσφαιρο – ενώ δεν υπάρχει παραδόξως σε άλλα σπορ (στο βόλεϊ, στο πόλο κτλ) απλά γιατί αυτά τα παρακολουθούμε λιγότερο. Το μπάσκετ και το ποδόσφαιρο πιστεύουμε πως τα ξέρουμε, ενώ στην καλύτερη των περιπτώσεων ξέρουμε καλά το παιγνίδι που έπαιζε η ομάδα που παρακολουθούμε. Είναι αλήθεια ότι μάθαμε καλά το παιγνίδι του Ιωαννίδη, του Ομπράντοβιτς, του Ιβκοβιτς, ακόμα και του Σφαιρόπουλου, που είχε την τύχη στον Ολυμπιακό να μείνει χρόνια, αλλά όλα αυτά δεν συνιστούν τη μια και μοναδική αλήθεια σε ό,τι έχει να κάνει με το μπάσκετ: υπάρχουν κι άλλοι δρόμοι, δηλαδή κι άλλοι προπονητές, κι αν αγαπάς το σπορ, πρέπει να ελπίζεις να τους δεις εν δράση γιατί θα φέρουν κάτι διαφορετικό, κάτι καινούργιο. Ανεξάρτητα από το αν θα καταφέρουν να κερδίσουν τίτλους, (αυτό έχει να κάνει πάντα και σε όλα τα σπορ περισσότερο με την απόδοση και την ποιότητα των παικτών), ως φίλος του αθλήματος πρέπει να εύχεσαι να τους δεις εδώ: θα σε βοηθήσουν να χαρείς το σπορ περισσότερο.
Δεν ξέρει όμως
Προτιμούσα πάντα τους παράξενους που είχαν ιδέες από όσους είχαν την ικανότητα να ξοδεύουν σωστά τα λεφτά. Ο καλύτερος προπονητής που έχω δει να δουλεύει στο ποδόσφαιρο είναι ο Ζντένεκ Τζέμαν: μεταμόρφωνε βαρετές και προβλέψιμες ομάδες που απλά κέρδιζαν, σε τρομερές επιθετικές μηχανές χωρίς μεταγραφές, απλά χρησιμοποιώντας διαφορετικά τους παίκτες! Θα ήθελα στην Ελλάδα να δω ένα πραγματικά παράξενο, τον Μπιέλσα π.χ. Και πιστεύω πως είμαστε τυχεροί ως μπασκετόφιλοι που έχουμε φέτος εδώ τον Πιτίνο και τον Μπλατ. Που δεν ξέρει να παίζει άμυνα, μην το ξεχνάμε…