Έφυγε από τη ζωή στα 71 του χρόνια ο Γιώργος Γεωργίου, αδυνατώντας να ξεπεράσει την τελευταία του ιατρική περιπέτεια, από τις πολλές που χρειάστηκε να αντιμετωπίσει. Για τους πολλούς ήταν μια κομμάτι καλτ μορφή της ελληνικής αθλητικογραφίας. Να του αναγνωρίσουμε κάτι του Γεωργίου: είναι ένας από τους λίγους που έγινε φίρμα δια μέσου του αθλητικού ραδιοφώνου και της δουλειάς του στον Φίλαθλο – όταν έφτασε να κάνει εκπομπές στην τηλεόραση ήταν ήδη γνωστός. Το πράγμα είναι σπάνιο, όπως σπάνιος ήταν και ο ίδιος ο Γεωργίου. Και θα έλεγα πάλι καλά. Διότι δυο σαν αυτόν θα ήταν πολλοί για να τους αντέξει η Ελλάδα και ίσως και η ανθρωπότητα.
Φίλαθλος και Σπριντ FM
Χθες διάβασα πολλά για αυτόν στο διαδίκτυο κι από ανθρώπους που αληθινά τον γνώριζαν γιατί δούλεψαν μαζί του κι από ανθρώπους που νόμιζαν ότι τον γνώριζαν γιατί τον άκουγαν στο ραδιόφωνο. Μου έκανε εντύπωση ότι οι πιο πολλοί από τους πρώτους επεσήμαναν πόσο διαφορετικοί ήταν από τον Γεωργίου, και πόσο παρόλα αυτά τον εκτιμούσαν διότι έμαθαν από αυτόν πολλά. Δεν είχα ποτέ μου φανταστεί πως ο Γεωργίου που εγώ γνώρισα υπήρξε σε κάτι δάσκαλος, κυρίως γιατί η θεώρησή του για τον κόσμο, τη ζωή, ακόμα και το ποδόσφαιρο υπήρξε κατά κάποιο τρόπο τόσο μοναδική, που δεν ήταν δυνατόν να μεταδοθεί. Ο επαγγελματίας Γιώργος Γεωργίου ήταν ένας άνθρωπος χωρίς μέθοδο και χωρίς καλούπια κι αυτό ήταν σε αυτόν ίσως το πιο θαυμαστό, δηλαδή το πώς μπορούσε να κάνει καριέρα χύμα στο κύμα. Ο Γεωργίου ερχόταν από μια εποχή που η δουλειά του αθλητικογράφου απαιτούσε ένα πάθος – βέβαια είχε πάθη πολύ μεγαλύτερα από τη δουλειά του. Ισως αυτό να ήταν που οι συνάδερφοί του εκτιμούσαν: πως παρά τα πάθη του κρατούσε και λίγο για τη δουλειά του. Πιθανότατα ως αθλητικογράφοι θαυμάζουμε ενδόμυχα ό,τι δεν μπορούμε να κάνουμε κι ίσως για αυτό να κάνουμε αυτή τη δουλειά. Ο Γεωργίου πολύ γρήγορα έχτισε τον Γεωργίου: ήταν ένας παράξενος πρωταγωνιστής που σκηνοθετούσε τον εαυτό του, έγραφε σενάρια για τον ρόλο του, πρωταγωνιστούσε σε περιπέτειες πολύ συχνά και δραματικές, όπως οι οικογενειακές του, που ήταν όμως πάντα σε κοινή θέα και συχνά ξεπερνούσαν το μεγάλο τσίρκο της εφημερίδας Φίλαθλος.
Όταν ο Γεωργίου ανακάλυψε το ραδιόφωνο χάρη στον Χρήστο Σιέμπη και τον Σπριντ Fm βρήκε ένα παλκοσένικο για να διηγείται τις ιστορίες του, που αληθινές ή ψεύτικες ήταν δικές του. Όταν ο Νίκος Καραγιαννίδης στα μέσα της δεκαετίας του 90 έφυγε από τον Φίλαθλο, ο Γεωργίου έμεινε για να βάλει την υπογραφή του στο «Καφενείο των Φιλάθλων», μια στήλη έκφρασης και σχολιασμού που μεταφέρθηκε και στην τηλεόραση, με τον Γεωργίου να είναι εκφραστής του κόσμου και ντελάλης ταυτόχρονα. Ισως αυτό να του αναγνώρισαν μετά θάνατο οι συνάδερφοι που τον θυμήθηκαν χθες: την ικανότητα του να δίνει το λόγο, ενώ δεν έβαζε γλώσσα μέσα. Το δισυπόστατο της όποιας δουλειάς του: την ικανότητα να τα λέει και να τα ακούει. Βέβαια σε όλο αυτό υπήρχε κάτι το ελάχιστα επαγγελματικό και για αυτό δεν βρήκα ποτέ μου κανένα να θέλει να κάνει αυτή τη δουλειά και να θέλει να γίνει ο Γεωργίου. Το καλούπι από το οποίο βγήκε ήταν ένα: είχε Πετράλωνα, τζόγο, πόζα, υπερβολή, δεκαετία του ΄80, πρόκληση, περιπέτειες, καταστροφές και αυτοκαταστροφές. Και σόου χωρίς κείμενα. Οπου ένοιωθες, όμως, πως όλα ήταν γραμμένα.
Το κοινό το διαμόρφωσε
Από την άλλη ομολογώ πως βρήκα ειλικρινέστατο το θαυμασμό και κατά συνέπεια και τη θλίψη όσων τον παρακολουθούσαν: μπορεί κατά κάποιο τρόπο όλοι να στεναχωρήθηκαν για ένα ήρωα της νιότης τους που έφυγε, αναγνωρίζοντας τις μέρες που τους έκανε ραδιοφωνική κυρίως παρέα ως μέρες εξαιρετικές, και μπορεί χωρίς την ίδια την νιότη τους οι μέρες τελικά να μην ήταν τόσο καταπληκτικές, αλλά όλοι έχουν να θυμούνται πολλά και ωραία από αυτόν. Τις αναλύσεις στα μουντιάλ, τους καυγάδες στις τηλεοράσεις, τις προβλέψεις, τις συζητήσεις με τον Νίκο Αλέφαντο, τους ισοπεδωτικούς χαρακτηρισμούς, το πάθος του.
Ο Γεωργίου είχε κοινό φανατικό, διότι εν μέρει το διαμόρφωσε: σε αυτό πχ έμοιαζε λίγο με τον Νίκο Καραγιαννίδη, τον οποίο είχε κάτι σαν πρότυπο τουλάχιστον στην αρχή. Το κοινό του Γεωργίου χαιρόταν με την αθυροστομία του, τον θεωρούσε δικό του άνθρωπο, ήθελε να του πει τον πόνο του, περίμενε τον έπαινό του. Στην αθλητικογραφία δεν το συναντάς συχνά και δεν έχει να κάνει με το ό,τι ο Γεωργίου ξεκίνησε επί της ουσίας τις ραδιοφωνικές εκπομπές που έδιναν λόγο στους ακροατές. Τέτοιες έκαναν πολλοί αλλά κοινό σαν αυτό του Γεωργίου δεν είχε κανένας, διότι δεν ήταν οι εκπομπές που διαμόρφωναν το κοινό, αλλά ο ίδιος ο Γεωργίου: οι πιο πολλοί ακροατές του, παραδοσιακά και σχεδόν από την πρώτη στιγμή, δεν έβγαιναν στον αέρα για να τα «πουν» ή για να ξεσπάσουν, αλλά για να μιλήσουν με τον γκουρού τους. Και σπανιότατα τους ενδιέφερε αν όσα έλεγε ήταν αληθινά – πιο πολύ θεωρούσαν πως μοιράζετε μαζί τους κάποια σπάνια μυστικά, ίσως και το ίδιο το νόημα της ζωής. Ο Γεωργίου φρόντισε να τροφοδοτεί αυτή την σχέση τυφλής εμπιστοσύνης παραθέτοντας συχνά ακόμα πιο απίθανες ιστορίες ή πρωταγωνιστώντας σε εκπομπές άλλων που έκαναν τον δικό του κόσμου σχεδόν να καμαρώνει για την αθυροστομία του, την διαφορετικότητα του, την άρνηση του να γίνει σαν όλους τους άλλους. Για το κοινό του ο Γεωργίου ήταν ο δικός του άνθρωπος. Ηταν έτσι; Δεν έχει νομίζω σημασία. Η αυθεντικότητα του μηνύματος είναι όταν μιλάμε για ΜΜΕ κάτι ίσως πιο σημαντικό κι από την όποια αλήθεια.
Aς τον συγχωρέσει ο Θεός
Είχα καλές σχέσεις μαζί του όταν τον γνώρισα χωρίς να ήμουν ποτέ φίλος του: δεν ήταν καθόλου εύκολο άλλωστε και δεν είμαι άνθρωπος με αντοχές – ο Γεωργίου είχε τεράστιες. Κάποια στιγμή σταματήσαμε να μιλάμε κι έκανε 24 χρόνια να μου καλησπέρα, αν και στχνά συναντιόμασταν. Αφηνε τον κόσμο του στο ράδιο να λέει του κόσμου τις ανοησίες για μένα – δεν του ζήτησα εξηγήσεις ποτέ, δεν είχε και νόημα. Ένα βράδυ, πριν τρία χρόνια (ίσως και τέσσερα…), ήρθε στα Πετράλωνα στο Τσιπουράδικο του Αποστόλη που τρώγαμε και παρουσία έξι επτά φίλων μου είπε ότι δεν θυμάται τι πρόβλημα έχει μαζί μου και ότι θα θελε να τα λέμε καμιά φορά. Ετσι κι έγινε. Μέχρι να αρχίσουν τα προβλήματα του να μεγαλώνουν, τον έβρισκα στα Πετράλωνα και τα λέγαμε καμιά φορά. Του λέγανε πάντα τόσα οι άλλοι που σε κάποιους ήθελε να τα λέει κι αυτός.
Ας του αναγνωρίσουμε πως με τον ιδιαίτερο τρόπο του έκανε πολλούς να αγαπήσουν κάτι από το ποδόσφαιρο – ο καθένας σε αυτό το κάτι δίνει διαφορετικό περιεχόμενο, αλλά στο τέλος μετράει μόνο να αγαπάς. Νομίζω πως κάπου αυτό το καταλάβαινε κι αυτός. Για αυτό ας ζητήσουμε από το Θεό να τον συγχωρέσει. Κι ας ελπίσουμε αν τυχόν το κάνει να μην του πει ο Γιώργος «ήμαρτον»…