Θα είναι μια δύσκολη χρονιά το 2023 για αρκετές μεγάλες ευρωπαϊκές ομάδες. Η Γιουβέντους έχει τιμωρηθεί ήδη στην Ιταλία με αφαιρέσεις βαθμών για συστηματική παραποίηση των δεδομένων των ισολογισμών της: εκκρεμεί η τιμωρία της από την UEFA. Η Μάντσεστερ Σίτυ κινδυνεύει να πάθει το ίδιο στα πλαίσια μιας ανάλογης έρευνας των αγγλικών οικονομικών αρχών. Αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα μπορεί να το έχει σε λίγο η Μπαρτσελόνα. Που κατηγορείται πως πλήρωσε περίπου 1,4 εκατ. ευρώ στον Χοσέ Μαρία Ενρίκεθ Νεγκρέιρα, πρώην αντιπρόεδρο της Τεχνικής Επιτροπής διαιτησίας του ισπανικού πρωταθλήματος επί ημερών της προεδρίας του Τζοζέπ Μαρία Μπαρτομέου. Μολονότι το πόρισμα που κυκλοφορεί μιλάει για παροχές υπηρεσιών στην τριετία 2015 – 2018, ο Μπερτομέου είπε πως ο ίδιος απλώς συνέχισε την πρακτική που βρήκε, και πως καταβολές χρημάτων στον Νεγκρέιρα γινόταν και πριν από αυτόν: αυτός τις διέκοψε, αφού ξόφλισε τον Νεγκρέιρα. Με άλλα λόγια είπε πως η Μπάρτσα αγόρασε τις υπηρεσίες του συγκεκριμένου παράγοντα της ισπανικής διαιτησίας στα χρόνια που όλος ο πλανήτης θαύμαζε το παιγνίδι της. Αυτό είναι το αληθινό παράδοξο αυτής της ιστορίας. Τίκα τάκα και φρου φρου.
Χρειαζόταν υποστήριξη;
Είναι δυνατόν η καταπληκτική ομάδα του Πεπ Γκουαρντιόλα, του Μέσι, του Ινιέστα, του Τσάβι και των υπόλοιπων κι αργότερα η Μπάρτσα του ΜΣΝ, να χρειαζόταν τέτοιου είδους υποστήριξη; Ο ίδιος ο Νεγκρέιρα αρνείται πως στην συναλλαγή του με τη Μπαρτσελόνα υπήρχε κάτι το ύποπτο. Η έρευνα της εταιρείας του, της DASNIL 95, από τις οικονομικές αρχές της χώρας έχει φέρει ωστόσο στο φως αποτελέσματα που προκαλούν ερωτηματικά. Ο πρώην παράγοντας της ισπανικής διαιτησίας φέρεται να έλαβε χρηματικά ποσά σε τρεις δόσεις: πληρώθηκε 532.728 ευρώ το 2016, 541.752 ευρώ το 2017 και στη συνέχεια άλλα 318.200 το 2018. Ο Μπερτομέου λέει πως αυτά τα χρήματα αυτός τα έδωσε για υπηρεσίες που ο Νεγκρέιρα πρόσφερε τα προηγούμενα χρόνια – πως απλά τον εξόφλησε. Η Μπάρτσελόνα παραδέχτηκε πως η συνεργασία της με τον παράγοντα ήταν αρκετά συγκεκριμένη και κατά την γνώμη της καθόλου παράνομη: αγόραζε από αυτόν και την εταιρία του εκθέσεις για την συμπεριφορά των διαιτητών και τις συνήθειες τους εντός αγωνιστικού χώρου – ισχυρίστηκαν μάλιστα οι Μπλαουγκράνα πως αυτό είναι πολύ συνηθισμένο στην Ισπανία. Αλλά η ερώτηση παραμένει: μια τόσο καλή ομάδα τι διάβολο τις χρειαζόταν τις συγκεκριμένες υπηρεσίες; Τι τους ένοιαζε αν ένας διαιτητής δίνει εύκολα κάρτες ή διστάζει να δώσει πέναλτι; Και είναι δυνατόν για πράγματα που κάποιος μπορεί πια να τα βρει πανεύκολα στο Internet, να πληρώνονται τόσα χρήματα;
Παντού τα ίδια
Η ενασχόλησή μου με το ποδόσφαιρο, όχι μόνο το ελληνικό, με έχει οδηγήσει σε ένα δυσάρεστο συμπέρασμα: όσο πιο μεγάλη είναι μια ομάδα, τόσο μεγαλύτερη είναι η ανησυχία των παραγόντων της για την διαιτησία. Κι όσο μεγαλύτερη είναι αυτή η ανησυχία, τόσο πιθανότερο είναι να συντηρεί ποικιλοτρόπως διάφορους, με διάθεση να παρέχουν υπηρεσίες. Η Μπάρτσα φαίνεται πως δεν αποτελεί εξαίρεση. Στην Ισπανία οι υποψίες για καλές σχέσεις με τους διαιτητές βάραιναν πάντα λίγο πιο πολύ τη Ρεάλ Μαδρίτης – όχι πάντα δίκαια, αφού ο Ανχελ Μαρία Βιγιάρ, ο για δεκαετίες πρόεδρος της ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας δεν ήταν πάντα φίλος της. Στην Ιταλία η Γιουβέντους υποβιβάστηκε για λοβιτούρες που είχαν να κάνουν με διαιτητές. Στην Αγγλία δεν έλειπαν οι γκρίνιες για τις πρακτικές του Σερ Αλεξ Φέργκουσον, τον καιρό που ήταν το απόλυτο αφεντικό της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Η Πόρτο έχει κινδυνεύσει κι αυτή με υποβιβασμό στην Ισπανία, και τώρα κατηγορείται η Μπενφίκα: και για αυτή τρέχει μια έρευνα. Στην Γαλλία την πλήρωσε κάποτε η Μαρσέιγ και στο Βέλγιο, στα χρόνια του μεγάλου Κονσταντίν Βαν Ντε Στοκ, η Αντερλεχτ έχει κατηγορηθεί για υπερβολικά καλές σχέσεις του προέδρου της με διαιτητές.
Αν όλα αυτά τα δει κανείς επιδερμικά θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το ποδόσφαιρο είναι ένα σπορ, σκοπός του οποίου δεν είναι τα γκολ, αλλά ο έλεγχος των διαιτητών: δεν είναι ακριβώς έτσι. Τι συμβαίνει; Κάτι απλό: σε κάθε χώρα υπάρχουν πολλοί έτοιμοι να παρέχουν σε ομάδες υπηρεσίες που έχουν σχέση με τη διαιτησία έναντι αμοιβής, εκμεταλλευόμενοι κυρίως το άγχος των παραγόντων. Πολύ συχνά, όποιος νομίζει πως έχει μια πολύ καλή ομάδα (συχνά γιατί έχει ξοδέψει για αυτή πάρα πολλά), ψάχνει το πώς θα αγοράσει τις κατάλληλες υπηρεσίες για να δει την ομάδα του να κερδίζει αυτό που, κατά τη γνώμη του, αξίζει να κερδίσει. Ετσι όσο πιο καλή είναι μια ομάδα, τόσο πιο πιθανό είναι να βρεθούν οι κατάλληλοι άνθρωποι που θα βοηθήσουν τον πρόεδρο να «προστατεύσει τις επενδύσεις του», που λέγαμε κι εδώ κάποτε. Παρέχοντας «προστασία» από άλλους που είναι ακριβώς σαν αυτούς. Όταν μάλιστα μιλάμε για το ισπανικό πρωτάθλημα, που συνήθως είναι υπόθεση δυο ομάδων, ο φόβος πως αν κάτι δεν το ελέγχεις εσύ, θα το ελέγχει ο άλλος, είναι μεγάλος. Και πάνω σε αυτό τον φόβο χτίζονται δουλειές. «Δουλίτσες» που λέμε και στην Ελλάδα.
Εξαίρεση ο Μπερλουσκόνι
Παρακολουθώντας πολλά χρόνια πλέον το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο μια μόνο αληθινά μεγάλη ομάδα θυμάμαι που δεν είχε καμία απολύτως διαιτητική εύνοια: τη μεγάλη Μίλαν του Σίλβιο Μπερλουσκόνι που από το 1988 μέχρι το 2008 κέρδισε περισσότερα ευρωπαϊκά τρόπαια από πρωταθλήματα Ιταλίας. Ο Μπερλουσκόνι έχει ελαττώματα πολλά, αλλά είχε και μια σπάνια παραγοντική ματαιοδοξία: ήθελε τις νίκες της ομάδας του να τις πιστώνεται αυτός κι όχι οι διαιτητές και οι πίσω τους παρατρεχάμενοι. Ο Μπερλουσκόνι δεν ανακατεύθηκε ποτέ με το ποιος θα διοικεί την ιταλική ομοσπονδία πχ: δεν στήριξε ούτε καν τον Ντεμέτριο Αλμπερτίνι, ένα παιδί της Μίλαν, όταν αυτός επιχείρησε να γίνει πρόεδρος. Στις μεγάλες της μέρες η Μίλαν έμεινε στην Ιταλία αήττητη σχεδόν για δυο σεζόν (53 ολόκληρες αγωνιστικές στη διετία 1991-92) χωρίς να έχει κερδίσει ένα πέναλτι: για την ακρίβεια κάποια στιγμή κέρδισε ένα, σε ένα ματς στο Σαν Σίρο με την Φότζια αν θυμάμαι καλά, κι ο Μπίλι Κοστακούρτα το έστειλε άουτ επιδεικτικά.
Οι εχθροί του Μπερλουσκόνι έλεγαν πως η αποστασιοποίησή του από το περίφημο παρασκήνιο (παντού τα ίδια λένε…) είχε να κάνει με το ότι χρησιμοποιούσε τη Μίλαν για να χτίσει το πολιτικό του προφίλ: ήθελε να μοιάζει δίκαιος νικητής – το ποδόσφαιρο του το επέτρεπε. Ο ίδιος ενδιαφερόταν για τη Λίγκα, χωρίς ποτέ κι εκεί να έχει γίνει πρόεδρος, αλλά ποτέ για διαιτητές και διαιτητοπατέρες. Όπως και να χει η ομάδα του είναι η μόνη μεγάλη ομάδα που θυμάμαι στην Ιταλία, που δεν βρέθηκε ποτέ στην άβολη θέση να απολογείται για λάθη διαιτητών: ο Μότζι στη Μίλαν δεν δούλεψε ποτέ – στην Γιούβε, στην Ιντερ, στη Νάπολι, στη Ρόμα έγραψε ιστορία. Εύκολο θα πει κάποιος να μην ασχολείσαι, αν έχεις τον Βαν Μπάστεν, τον Γκούλιτ, τον Ράικαρντ αλλά και τον Σαβίσεβιτς, τον Μπόμπαν, τον Μπαρέζι, τον Ντοναντόνι, τον Μαλντίνι. Δεν συμφωνώ: κάθε μεγάλη ομάδα έχει τους δικούς της σπουδαίους σταρ. Το να λες όχι σε υπηρεσίες, εξαρτάται από το ποιος είσαι. Όχι από το ποιοι παίζουν στην ομάδα σου. Εδώ η Μπάρτσα είχε τη μισή πρωταθλήτρια κόσμου Ισπανία και τον Μέσι, τον Σουάρες και τον Νεϊμάρ και ήθελε εκθέσεις για τη συμπεριφορά των διαιτητών.
Φαρμάκι πικρό
Οι άνθρωποι της Μπαρτσελόνα παραπέμφθηκαν ήδη: η διαδικασία προχωράει. Περιπλέκει το πράγμα ότι τα χρήματα που ο Μπερτομέου έδωσε στον Νεγκρέιρα, δεν φαίνονται στους λογαριασμούς του. Μολονότι δεν υπάρχει καταδικασμένος χωρις καταδίκη, αν η UEFA είναι σκληρή μαζί της, μπορεί την νέα σεζόν η Μπάρτσα να μην αγωνιστεί σε ευρωπαϊκή διοργάνωση, μολονότι θα κερδίσει το πρωτάθλημα. Η Μπαρτσελόνα λέει ότι δεν είναι δουλειά της να απολογηθεί για κανένα. Ισως όλα να έχουν εξηγήσεις, ίσως ο αντιπρόεδρος της Τεχνικής Επιτροπής διαιτησίας της Ισπανίας να μην είχε κανένα φίλο διαιτητή και να μην τον επηρέασε ποτέ του. Ισως το συμβόλαιο του με τους Μπλαουγκράνα να ήταν καθόλα νόμιμα. Ηθικό, όμως, το πράγμα δεν μοιάζει. Και η υποψία είναι φαρμάκι πικρό.