Δημοσιεύτηκε πριν από λίγες μέρες από την Nielsen Audience Measurement, όπως κάθε χρόνο, η λίστα των δέκα εκπομπών, που είδε ο περισσότερος κόσμος στην ελληνική μας τηλεόραση – της ρίχνω κάθε χρόνο μια ματιά, γιατί η σχετική λίστα λειτουργεί καμιά φορά και ως ένα είδος ανασκόπησης της τηλεοπτικής σεζόν καθώς καταγράφει τάσεις. Φέτος, εν μέσω ημιχρόνων ποδοσφαιρικών αγώνων, επεισοδίων του Survivor και εκπομπών ριάλτιτι στις οποίες αναζητούνται τραγουδιστές και τραγουδίστριες, διακρίνει κανείς κάτι καταπληκτικό: στην πέμπτη θέση της σχετικής λίστας, με μόλις διακόσιες χιλιάδες τηλεθεατές λιγότερους από όσους είδαν τον τελικό της Eurovision, υπάρχει η προβολή της αθάνατης ελληνικής κωμωδίας που φέρει τον ενδεικτικό τίτλο «Της κακομοίρας…» και που είναι εξίσου γνωστή και ως «ο Μπακαλόγατος». Το βράδυ της 18ης Μαρτίου 1 εκατ 692 χιλιάδες τηλεθεατές είδαν στον Ant1 για μια ακόμα φορά το ιστορικό one man show του Κώστα Χατζηχρήστου: το νούμερο είναι ασύλληπτο. Βοήθησε σίγουρα το ότι ο Αnt1 πρόβαλε εκείνο το βράδυ την νέα κόπια της ταινίας, που είναι πλέον έγχρωμη και high definition μετά τη σχετική επεξεργασία. Όμως το γεγονός αυτό ήταν απλά η αφορμή, το πρόσχημα, που έψαχνε όλος ο κόσμος που αγαπάει την ταινία για να την ξαναδεί. Αλλωστε κι άλλες κλασσικές ελληνικές ταινίες έχουν προβληθεί ως έγχρωμες πλέον από την ελληνική τηλεόραση: καμία δεν έκανε μια ανάλογη επιτυχία, γιατί καμία δεν συγκρίνεται με το απερίγραπτο «Της Κακομοίρας…», που πενήντα τέσσερα ολόκληρα χρόνια μετά την πρώτη προβολή του σκορπά γέλιο άφθονο.
Μια γιγάντια φάρσα
Γιατί γοητεύει τόσο πολύ «ο Μπακαλόγατος»; Η ιστορία είναι τελείως προσχηματική και μολονότι υπάρχει ένα σενάριο, που το υπογράφει ο μάστορας και σκηνοθέτης της ταινίας Ντίνος Κατσουρίδης, εν τούτοις δεν μπορείς να πεις πως αυτό είναι κάτι τόσο στέρεο ή περιπετειώδες ή ανατρεπτικό, ώστε να δικαιολογεί το γιατί η ταινία λειτουργεί μέχρι σήμερα. Ο Ζήκος, υπάλληλος στο μπακάλικο του μπάρμπα Παντελή, είναι ερωτευμένος με την όμορφη Φιφίκα, η οποία παίζει μαζί του, ενώ έχει το μυαλό της αλλού. Το αφεντικό του Ζήκου, αν και προχωρημένης ηλικίας, θέλει για λογαριασμό του τη νεαρή φίλη της Φιφίκας, τη Λίτσα. Ο Ζήκος τον κοροϊδεύει για την επιλογή του, αλλά αυτός δεν πτοείται. Ζητάει τη Λίτσα από τον πατέρα της, που είναι συνομήλικός του κι αυτός του την υπόσχεται, χωρίς η ίδια να γνωρίζει τίποτα. Ο πατέρας της Λίτσας αποφασίζει να ανακοινώσει στη Λίτσα την ημέρα των γενεθλίων της ότι ο Παντελής και εκείνη θα αρραβωνιαστούν. Η ανακοίνωση γίνεται αφορμή για να εμφανιστούν οι αγαπητικοί της Λίτσας και της Φιφίκας – ο Ζήκος με το αφεντικό του καταλήγουν δυο θύματα του έρωτα, μόνο που μαζί τους ο κόσμος γελάει: όλο το σενάριο μοιάζει με μια γιγάντια φάρσα.
Γιατί εξακολουθεί να γοητεύει
Είναι οι χαρακτήρες της ταινίας το μυστικό; Δύσκολο να το πεις. Ισως όταν η ταινία πρωτοκυκλοφόρησε να ήταν οικείοι – σήμερα όχι πια. Ο Ζήκος από το Καρπενήσι δεν υπάρχει πλέον ως φιγούρα, ο Παντελής ο μπακάλης, σήμερα ψάχνει λεφτά για τον ΕΦΚΑ και την εφορία, τα επίθετα «Μπούρμπουρης» και «Σκουφάντερος» δεν αρκούν πια για να σε κάνουν να γελάσεις, τα ονόματα «Κίτσος» και «Φιφίκα» ξεχάστηκαν και το επάγγελμα της προξενήτρας ανήκει σε αυτά που εξαφανίστηκαν: όλα παραπέμπουν σε εποχές που τελείωσαν. Είναι οι ατάκες του έργου το μυστικό της διαχρονικής επιτυχίας του; Σίγουρα παίζουν ρόλο, αλλά τις έχουμε ακούσει δεκάδες φορές και όλοι πια ξέρουμε πως πρόκειται για αυτοσχεδιασμούς του Χατζηχρήστου ανεπανάληπτους. Πριν χρόνια επιχειρήθηκε ένα θεατρικό ανέβασμα του έργου – που άλλωστε ως θεατρικό γεννήθηκε. Οι ίδιες ατάκες δεν είχαν την ίδια δύναμη, μολονότι είναι αδύνατο να μην χαμογελάσεις, όταν ακούς τον Μπακαλόγατο ν αναρωτιέται «ποιος είναι αυτός ο Ικας και γιατί του τρώει το μισθό». Νομίζω ότι κανείς ποτέ δεν θα εξηγήσει το γοητευτικό μυστήριο, που κάνει αυτή την τεράστια φάρσα να λειτουργεί ανεπηρέαστη από τον χρόνο: το «Της κακομοίρας…» είναι μια μαγική στιγμή στην ιστορία του ελληνικού σινεμά, μια κωμωδία, που γεννήθηκε χωρίς κανόνες και που ακόμα λειτουργεί, χάρη στο αχαρακτήριστο και σχεδόν αναρχικό της χιούμορ. Είναι ένα κοκτέιλ που περιλαμβάνει τις σωστές δόσεις σουρεαλισμού («Δεν έχουμε φακές κυρία μου. Τα μαμούνια φταίνε, πήραν το καθένα μια φακή και φύγανε στον κατήφορο»), ηθογραφίας, καταγραφής της πραγματικότητας και γελοιοποίησή της. Κυρίως είναι η ελληνική κωμωδία με τις πιο καλοδιαλεγμένες φάτσες: ακόμα κι αν ήταν ταινία του βουβού κινηματογράφου, θα γελούσες με την κίνηση του Κώστα Χατζηχρήστου, το ερωτύλο βλέμμα του Κώστα Δούκα, τη (ψευτο)μάγκικη συμπεριφορά του Νίκου Ρίζου, τις τσαχπινιές της Νέλλυς Παππά, τον Νίκο Φέρμα, «τον πεθερό του Ρινόκερου». Στο «Της κακομοίρας… » πλέον δεν ταυτίζεσαι με κανένα από τους πρωταγωνιστές – ακόμα και η γλώσσα τους σου φαίνεται ξένη: αλλά δεν μπορείς, όποτε το βλέπεις, να μην του αφιερώσεις την προσοχή σου ξέροντας πως θα ανακαλύψεις κάτι που σου χει ξεφύγει – το παζλ είναι τόσο σπάνιο, που χαίρεσαι που το παρακολουθείς κι ας το ξέρεις απέξω. Αλλωστε καμία μεγάλη κωμωδία δεν κινδύνεψε ποτέ από την επανάληψη – ίσα ίσα αυτή είναι που μεγαλώνει τη διαδρομή του μύθου της. Κάποτε, οι νέοι Ελληνες σκηνοθέτες κατηγορούσαν την τηλεόραση γιατί με την συνεχιζόμενη προβολή παλιών ταινιών χειραγωγούσε το γούστο του κοινού και κατά κάποιο τρόπο το κρατούσε αιχμάλωτο αυτό το κοινό σε παλιές αφηγηματικές φόρμες, επηρεάζοντας την αισθητική του. Οποιος ακόμα κάνει αυτή την ελιτίστικη κριτική δεν έχει παρά να δει το «Της κακομοίρας…» για να διαπιστώσει ότι το χιούμορ δεν έχει ηλικία: ή λειτουργεί ή δεν λειτουργεί. Ακόμα κι αν ο κόσμος έχει αλλάξει, ο Μπακαλόγατος βγάζει πάντα γέλιο, γιατί η ανάγκη των ανθρώπων να γελάσουν υπάρχει πάντα. Η ταινία, χαοτικά χιουμοριστική, εγγυάται γέλιο κατά παραγγελία: τίποτα πιο δύσκολο.
Γλυκάκι και φάρμακο
Το «Της κακομοίρας…» είχε παιχτεί στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 1963 – το μεγάλο βραβείο είχε αποσπάσει μια από τις καλύτερες ταινίες του Νίκου Κούνδουρου οι «Μικρές Αφροδίτες». Πρόεδρος της κριτικής επιτροπής σε εκείνο το Φεστιβάλ ήταν ο Ακαδημαϊκός και συγγραφέας Ηλίας Βενέζης, και μέλη της επιτροπής ο κριτικός και συγγραφέας Παύλος Ζάνας, ο σκηνοθέτης Γιώργος Τζαβέλας, ο Σόλων Μηχαϊλίδης διευθυντής του Ωδείου Θεσσαλονίκης και άλλοι πολλοί. Γελάω πάντα όταν σκέφτομαι πως μπορεί ν’ αντέδρασαν όλοι αυτοί οι πνευματικοί άνθρωποι μπροστά στον Μπακαλόγατο: είμαι σίγουρος πως κανείς τους δεν περίμενε πως θα άντεχε τόσο πολύ στο χρόνο. Από όλες τις ταινίες εκείνου του φεστιβάλ δεν υπάρχει καμία άλλη που μπορεί σήμερα να καθηλώσει μπροστά στις τηλεοράσεις κόσμο: το «Της κακομοίρας…» συνεχίζει να λειτουργεί, όπως τα λαϊκά τραγούδια του ’60, που όλοι τα γνωρίζουν και χαίρονται να τα σιγοτραγουδάνε – η διαφορά είναι ότι μαζί του γελάς. Η παράξενη αντοχή του, που νικάει το χρόνο, δίνει στο διαμαντάκι αυτό, που ήταν παραγωγή του ίδιου του Κώστα Χατζηχρήστου, μια παράξενη μεγαλοπρέπεια. Το γέλιο που προσφέρει είναι καταπραϋντικό. Αθώο. Απαραίτητο. Γλυκάκι και φάρμακο ταυτόχρονα.
Πάντοτε στην Ελλάδα θα γίνεται της κακομοίρας, αλλά μόνο με το αυθεντικό «Της κακομοίρας…» θα γελάμε. Ισως γιατί το μυστικό του είναι τελικά αυτή η αυθεντικότητα του…