Η κάλυψη της παραίτησης του Αλέξη Τσίπρα μου μοιάζει ότι έχει κάτι το μακάβριο – αν δεν ξέρεις τι έγινε και δεις τους τίτλους νομίζεις ότι ο άνθρωπος κάτι έπαθε: στην πραγματικότητα απλώς παραιτήθηκε από πολιτικός αρχηγός ενός κόμματος. Δεν είναι ο πρώτος και δεν θα είναι ο τελευταίος: μπορεί στην Αριστερά γενικότερα οι παραιτήσεις να μην είναι και τόσο συνηθισμένες, αλλά στις ιστορίες των πολιτικών αρχηγών είναι το πιο προβλέψιμο φινάλε καριέρας. Στην περίπτωση του Τσίπρα μάλιστα, που καλά καλά δεν είναι ούτε πενήντα χρονών, δεν ξέρουμε καν αν η χθεσινή του παραίτηση αποτελεί κι ένα είδος τέλους πολιτικής σταδιοδρομίας: θα το δείξει το μέλλον. Για την ώρα αυτό που παρακολουθήσαμε είναι ένα μικρό πολιτικό μάθημα: όσο κι αν ελέγχεις ένα κόμμα είναι αδύνατον να συνεχίσεις να κρατάς το τιμόνι του, όταν ο κόσμος σε έχει ταυτίσει με μια άλλη εποχή και οι καιροί έχουν αλλάξει.
Η έλλειψη κύματος
Ο Τσίπρας του 2023 δεν είναι πολύ διαφορετικός από τον Τσίπρα του 2012: διαφορετικοί είναι οι καιροί. Ο Τσίπρας σε γενικές γραμμές εξακολουθεί να έχει προτερήματα και ελαττώματα που είχε και τότε: αυτό που του λείπει είναι το πολιτικό ρεύμα. Όχι τυχαία στην δήλωση του αντίο του χρησιμοποίησε τη λέξη «κύμα». Στην πολιτική του ανέλιξη, από την ώρα που ο Αλέκος Αλαβάνος του παρέδωσε το ΣΥΡΙΖΑ αυτό που έκανε ήταν να καβαλήσει ένα κύμα – το αντιμνημονιακό κύμα. Αλλά τα κύματα φουσκώνουν και μετά σκάνε με θόρυβο στην ακτή: η πολιτική, λογικά, πρέπει να είναι κάτι άλλο. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι ο Τσίπρας δεν χρησιμοποίησε το ρήματα «παραιτούμαι». Πιθανότατα το «παραμερίζω» του φαίνεται λιγότερο βαρύ – μάλλον το διάλεξε για να μην υπάρχει κάποιο βίντεο που να μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο μέλλον από αντιπάλους του που θα θελήσουν να υπενθυμίσουν πως κάποτε τα παράτησε. Ο Τσίπρας ήταν πάντοτε προσεχτικότερος σε ζητήματα που αφορούσαν την εικόνα του, παρά σε ό,τι είχε να κάνει με την (πολιτική) ανάλυση που πρέπει να οδηγεί σε επιλογές. Νομίζω ότι αυτή η έλλειψη ανάλυσης τον οδήγησε στο σημερινό αδιέξοδο.
Η προσοχή της εικόνας
Σε ό,τι πάντως έχει να κάνει με την εικόνα υπήρξε πολύ καλός. Εμφανίστηκε ως ο νέος και ανερχόμενος – όπου το νέος ήταν και το βασικότερο. Φωτογραφιζόταν για περιοδικά πιτσιρικάδων που τον έδεναν σε καρέκλες για να τους ακούει, δεν φορούσε γραβάτα για να δείχνει μη συμβατικός, συνέχισε ως καλό παιδί της διπλανής πόρτας που έπαθε έρπη από το άγχος του κι έφτασε να μιμείται τον Ανδρέα Παπανδρέου, ξεχνώντας πως πλέον υπάρχουν άνθρωποι που κοντεύουν τα 35 και δεν θυμούνται τις μέρες που κυβέρνησε. Ο Τσίπρας είχε το χάρισμα να μπορεί να σταθεί δίπλα στον καθένα κι αυτό για ένα πολιτικό είναι χρήσιμο. Μπορούσε για μερικά χρόνια να λέει στον καθένα ό,τι ήθελε να ακούει: να είναι συμπονετικός ή παρηγορητικός, να υπόσχεται πολλά, να τονώνει το φρόνημα ενός κόσμου που πραγματικά υπέφερε από την κρίση. Υπήρξε τόσο άνετος στο κάδρο της κρίσης ώστε έγινε μέρος της. Κι αυτό το πλήρωσε στις εφετινές εκλογές. Ο Τσίπρας σε δυο εκλογικές αναμετρήσεις δεν είχε πια εικόνα: τον Μάιο δεν είχε εικόνα υποψήφιου πρωθυπουργού (γιατί οι υποψήφιοι πρωθυπουργοί δεν παρακαλάνε για συνεργασίες) και τον Ιούνιο δεν είχε εικόνα δυναμικού αρχηγού της αντιπολίτευσης (γιατί έφτασε ακόμα και να δακρύσει στον τελευταίο του λόγο κι αυτό όπως και να το δεις δυναμισμό δεν βγάζει). Κι από την στιγμή που δεν είχε πια εικόνα αποφάσισε να μείνει στην άκρη διότι στην εικόνα του κυρίως στηρίχτηκε.
Η κακή ανάλυση
Η ικανότητα Τσίπρα στην πολιτική ανάλυση ήταν πάντα κάτω του μετρίου, αλλά αυτό στην Ελλάδα δεν είναι τόσο πρόβλημα – σου επιτρέπει πχ να γίνεις πρωθυπουργός, το θέμα είναι τι κάνεις μετά. Θυμίζω ότι ο Τσίπρας αρχικά δεν πίστεψε καν στον ερχομό της κρίσης – ένα από τα πρώτα του συνθήματα ήταν το ξεχασμένο «δεν θα πληρώσουμε την κρίση σας». Στη συνέχεια αγκάλιασε το ρεύμα του αντισυστημισμού που τον έφερε στην πρωθυπουργία αλλά και στην αγκαλιά του Πάνου Καμμένου γεγονός που τραυμάτισε την ίδια την ιδεολογική υπόσταση του ΣΥΡΙΖΑ και τον έκανε μονίμως απολογούμενο. Δεν κατάλαβε επίσης ότι ο Τσίπρας ότι η ιστορία του δημοψηφίσματος θα του άφηνε παρακαταθήκη την δημιουργία του ΑντιΣΥΡΙΖΑ μετώπου που έφερε αρχικά του Μητσοτάκη και στην συνέχεια την δική του πολιτική ήττα. Νόμιζε πως το δυνατό χαρτί της ΝΔ ήταν ο Κώστας Καραμανλής και πίστευε μετά την ήττα του 2019 πως αρκεί η προσπάθεια οικειοποίησης του πασοκικού παρελθόντος κι ενός τωρινού κομματιού του για να απορροφήσει ο ΣΥΡΙΖΑ τον χώρο της Κεντροαριστεράς. Πίστευε επίσης τελείως λανθασμένα ότι η φθορά του ΣΥΡΙΖΑ το 2019 ήταν μικρή γιατί από το 24% που πήρε στις Ευρωεκλογές του Μαϊου ανέβηκε στο 31, 5% τον Ιούλιο Δεν πρόσεξε (;) πως αυτή η άνοδος είχε να κάνει και γιατί τον ψήφισαν οι εξαφανισμένοι από τον πολιτικό χάρτη Ανεξάρτητοι Ελληνες που μαζί του είχαν συγκυβερνήσει, αλλά που μόνο ιδεολογικά κοντά του δεν ήταν. Εκείνο το συγκυριακό 31,5% του δημιούργησε μια προσδοκία επαναφοράς γιατί ήταν κοντά στο 35% που είχε το 2016. Ηταν όμως πολύ μακριά από το 42% στο οποίο στηρίχτηκε η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Ηταν για την ακρίβεια το μεγάλο σημάδι μιας φθοράς που έπρεπε να σταματήσει κι όχι εφαλτήριο επιστροφής όπως νόμιζε.
Εμεινε στο κάδρο της κρίσης
Αν στο ρεπερτόριο του υπήρχε λίγη πολιτική ανάλυση θα καταλάβαινε πως μετά το δημοψήφισμα και κυρίως μετά την ιστορική «κωλοτούμπα» και την υπογραφή του τρίτου μνημονίου θα πρεπε να συμμαχήσει με ένα μεταρρυθμιστικό κόμμα όπως ήταν το Σεπτέμβριο του 2016 το Ποτάμι του Σταύρου Θεοδωράκη. Αν τότε είχε αφήσει στην άκρη τον Καμένο, θα είχε αλλάξει όλη την ιστορία: θα είχε κατορθώσει την πρόσβασή του προς το Κέντρο, θα είχε αφήσει ευκολότερα πίσω του μια σειρά από τοξικούς ανθρωποδιώκτες, θα είχε γλυτώσει την αντιΣΥΡΙΖΑ συσπείρωση όσων στο δημοψήφισμα ψήφισαν «ναι». Και πιθανότατα θα είχε και μια καλύτερη κυβέρνηση. Δεν ξέρω βέβαια αν θα είχε σήμερα καλύτερα αποτελέσματα. Η δική μου υποψία είναι ότι για οι εφετινές του ήττες εξηγούνται κυρίως από τις αλλαγές των συνθηκών: ο Τσίπρας έμεινε στο θυμικό των ψηφοφόρων ένας ήρωας του κάδρου της κρίσης. Αν προσέξετε όλοι όσοι υπήρξαν σε αυτό το κάδρο έχασαν ηγεσίες και ηγετικούς ρόλους. Ο Γιώργος Παπανδρέου. Ο Αντώνης Σαμαράς. Ο Ευάγγελος Βενιζέλος. Ο Πάνος Καμένος. Ο Γιώργος Καρατζαφέρης και ο Φώτης Κουβέλης. Ο Σταύρος Θεωδοράκης. Ακόμα και το ΚΚΕ άλλαξε ηγεσία το 2013 – μέσα στην κρίση. Ο Τσίπρας ήταν ο τελευταίος. Εχω την εντύπωση ότι στις εφετινές εκλογικές αναμετρήσεις δεν τον άκουγαν ακόμα κι αυτοί που τον ψήφισαν. Ο,τι και να έλεγε, το έσβηνε η εικόνα του που παρέπεμπε σε μια άλλη εποχή, πρόσφατη και μακρινή συγχρόνως. Οι δε εξαγγελίες του φέτος δεν ήταν λιγότερο θεαματικές: δεν φώναζε «γκοου μπακ κυρία Μέρκελ», αλλά και πάλι είχε τάξει πολλά. Το πρόβλημα δεν ήταν η πρόταση. Ηταν πως από την στιγμή που την έκανε αυτός ολοένα και λιγότεροι την έπαιρναν στα σοβαρά.
Ο ΣΥΡΙΖΑ κι ο Τσίπρας
Δεν νομίζω πως συντρέχουν λόγοι για να γίνει πολιτικός απολογισμός της προσφοράς του: σήμερα όσοι κρίνουν την παρουσία του είτε βγάζουν το άχτι τους, είτε εκφράζουν την θλίψη τους – σε κάθε περίπτωση ο απολογισμός είναι συναισθηματικός. Δεν υπάρχει λόγος ούτε να τον καταριέται κανείς τον Τσίπρα ούτε να κλαίει: ο Τσιπρας απλά ολοκλήρωσε ένα κύκλο – για ιστορικές κρίσεις μου μοιάζει κομμάτι νωρίς. Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να συνεχίσει να υπάρχει χωρίς τον Τσίπρα; Θα το μάθουμε προσεχώς – εγώ λέω πως ότι έχει κοινωνική αναφορά δεν κινδυνεύει. Το βέβαιο για την ώρα είναι πως ο Τσίπρας αποφάσισε πως μια χαρά μπορεί να τα περάσει και χωρίς την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Η ψυχοπαραπονιάρα Ελλάδα με όσους αποχωρούν έπειτα από ήττες είναι στοργική…